Της Μαριάννας Καπατσολίδου,
Ελληνική Bουλή, η Bουλή των 300, 6 κόμματα και καμία συνεννόηση. Σε μια μόνο πρόταση, αυτή είναι η Bουλή των Eλλήνων. Τι φταίει όμως; Μήπως είναι μεγάλος ο αριθμός των 300 βουλευτών; Σε μια περίοδο συνεχώς αμβλυνόμενης αμφισβήτησης του πολιτεύματός μας, της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αλλά και γενικότερα της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και με δεδομένη την οικονομική ύφεση που επικρατεί το τελευταίο διάστημα, έχει εμφυτευτεί η ιδέα για το εάν είναι αναγκαία και εφικτή η προσαρμογή του πολιτικού συστήματος στις νέες οικονομικές συνθήκες, χωρίς ωστόσο, να αποδυναμώνεται η ίδια η αντιπροσωπευτική αρχή.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με πληθυσμό γύρω στα 11 εκατομμύρια, μέσα στη Βουλή έχουν τη δυνατότητα να διεκδικούν έδρες κόμματα με ποσοστό ακόμα και 3% της συνολικής ψηφοφορίας. Ποσοστό, κατά τη γνώμη μου, πολύ χαμηλό συγκριτικά με άλλες χώρες που έχουν οριακά διπλάσιο πληθυσμό από εμάς και έχουν ως χαμηλότερο ποσοστό εισαγωγής το 5%, όπως συμβαίνει στη Γερμανία. Η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων απαρτίζεται από 6 κόμματα, εκ των οποίων κανένα δεν αντιπροσωπεύει αυτά που υποτίθεται ότι πρεσβεύει και κανένα δεν στοχεύει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά ο μοναδικός στόχος είναι η εξουσία, ποιος θα φέρει τα ηνία, ποιος θα «φάει» τα περισσότερα. Νέα Δημοκρατία, Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Κίνημα Αλλαγής, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Ελληνική Λύση και Μέρα 25, έξι κόμματα που το ένα ασκεί πολύ σκληρή αντιπολίτευση στο άλλο και λύσεις δεν βρίσκονται. Κατά πόσο αυτή η πολυφωνία βοηθάει για τη διεκπεραίωση των ζητημάτων που απασχολεί την ελληνική κοινωνία; Εκ του αποτελέσματος φαίνεται, μάλλον, ότι δεν βοηθάει και ιδιαίτερα.
Τι προκύπτει όμως, από τη μελέτη των συγκριτικών στοιχείων αναφορικά με τις εθνικές αντιπροσωπείες των έξι ευρωπαϊκών χωρών που έχουν τον ίδιο περίπου πληθυσμό με την Ελλάδα; Με δεδομένο ότι οι τρεις από αυτές (Αυστρία, Βέλγιο και Τσεχία), διαθέτουν δύο νομοθετικά σώματα, Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία, η σύγκριση είναι ορθότερο να εστιαστεί σε εκείνα τα κράτη που ακολουθούν το σύστημα της μίας Βουλής, δηλαδή στην Πορτογαλία, στη Σουηδία και στην Ουγγαρία.
Στην Πορτογαλία, ο αριθμός των αντιπροσώπων του έθνους είναι 230, στη Σουηδία 349, ενώ στην Ουγγαρία συνιστά μια ξεχωριστή περίπτωση που χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς. Πιο συγκεκριμένα, ο υπερσυντηρητικός από το 2010 πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, γνωστός για τη συστηματική προσπάθεια οικοδόμησης ενός καθεστώτος ανελεύθερης Δημοκρατίας, προχώρησε το 2012 σε μια ριζική τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας. Οι δύο βασικές καινοτομίες του νέου ουγγρικού εκλογικού νόμου προβλέπουν αφενός την ισχυρή πριμοδότηση του πρώτου κόμματος και αφετέρου τη δραματική μείωση των μελών του Κοινοβουλίου από 386 σε 199.
Το ερώτημα είναι τι συμφέρει την Ελλάδα να ακολουθήσει; Να ακολουθήσει το πρότυπο κρατών που επιλέγουν να διατηρήσουν έναν σχετικά μεγάλο αριθμό βουλευτών, όπως η Σουηδία, ή να προχωρήσει στην τάση συρρίκνωσης της εθνικής αντιπροσωπείας, όπως συνέβη στην Ουγγαρία;
Δεν είναι δυνατόν, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης να εντάσσονται από τη μία πλευρά οι μισθοί, οι συντάξεις, η υγεία και η παιδεία, ενώ από την άλλη να εξαιρούνται οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί. Δεν είναι δυνατόν το πόθεν έσχες των βουλευτών να είναι αν μη τι άλλο κολοσσιαίο και να υπάρχουν χρήματα για να σταλθούν πολεμικά εφόδια στην Ουκρανία, αλλά να μην υπάρχουν για την αναβάθμιση της παιδείας και να μεταθέτουν τμήματα από την μία πόλη στην άλλη γιατί δεν υπάρχει η κατάλληλη υποδομή. Δεν είναι δυνατόν, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με αυτόν τον πληθυσμό, να υπάρχουν τόσοι βουλευτές μέσα στο Κοινοβούλιο και να τους πληρώνει ο απλός λαός για να τον γονατίζει. Η πολυφωνία θα ήταν αποδεκτή και θα συνέφερε τον ελληνικό λαό, μόνο αν στόχευε στη διεκπεραίωση των προβλημάτων που ταλανίζουν τον Έλληνα πολίτη και όχι στο ποιο κόμμα θα έχει τα ηνία της εξουσίας. Κανένας δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεών του, αλλά ρίχνει ευθύνες το ένα κόμμα στο άλλο.
Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν μπορεί να υποστηριχτεί από τη χώρα μας το μοντέλο της Σουηδίας και ο λόγος είναι προφανής. Το ΑΕΠ της Σουηδίας δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό της Ελλάδας – η Σουηδία είναι μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2021, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η σκανδιναβική χώρα πέτυχε ρυθμό ανάπτυξης 1,1%, την ίδια ώρα που οι χώρες της Ευρώπης βυθίστηκαν και πάλι στην ύφεση με -0,7%. Ο κατώτατος μισθός της Ελλάδας δεν μπορεί να αγγίξει στο ελάχιστο αυτόν της Σουηδίας.
Παρότι, λοιπόν, το Σύνταγμα επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να μειώσει τον αριθμό των βουλευτών ακόμη και στους 200, η ενδεχόμενη ανάληψη μίας τέτοιας πρωτοβουλίας δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Γι’ αυτό τον λόγο, το πολιτικό σύστημα οφείλει, τουλάχιστον, να προσαρμοστεί στις νέες οικονομικές συνθήκες. Θα πρέπει να αναζητηθούν οπωσδήποτε κάποια εναλλακτικά μέσα περιορισμού του κόστους λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, αυτά θα μπορούσαν να αφορούν τη μείωση φυσικά του ύψους των απολαβών του κάθε βουλευτή.
Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουν επιτέλους οι πολιτικοί, ότι αυτή η χώρα εξαρτάται από τις δικές τους αποφάσεις, δεν χωράνε πια ανόητες επιθέσεις του ενός κόμματος στο άλλο. Θέλουμε λύσεις από όλους, θέλουμε λύσεις τώρα! «Η χώρα αυτή δεν κινδυνεύει από τους συνήθεις ύποπτους, αλλά από τους συνήθεις πολιτικούς», Χάρρυ Κλυνν…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Είναι μεγάλος ο αριθμός των 300 βουλευτών;, Κεσσόπουλος Αλέξανδρος, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ