Του Σπύρου Βαλαβάνη,
Η εναλλαγή από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, ήταν μία περίοδος κρίσεων και αναταραχών για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Η ισχυρή αυτοκρατορία των Χετταίων είχε διαλυθεί και η φαραωνική Αίγυπτος βρισκόταν σε κατάσταση αποδιοργάνωσης. Σε αυτήν την περίοδο νέοι λαοί και νέες δυνάμεις αναδείχθηκαν, προκειμένου να καλύψουν αυτό το πολιτικό κενό. Στην περιοχή της Συροπαλαιστίνης δημιουργήθηκαν τα διάφορα αραμαϊκά βασίλεια, που σύντομα ήρθαν σε ρήξη με την ανερχόμενη Ασσυρία για τον έλεγχο της περιοχής. Η ρήξη αυτή κορυφώθηκε με τη μάχη του Qarqar το 853 π.Χ., ανάμεσα στον Ασσύριο βασιλιά Shalmaneser III και τον συνασπισμό των Αραμαίων, υπό την αρχηγία του βασιλείου της Δαμασκού.
Αρχικά, οι γραπτές πηγές που διαθέτουμε και μας πληροφορούν για τη μάχη είναι κατά βάση τα κείμενα που μας άφησε ο ίδιος ο Shalmaneser III. Από αυτές, η σημαντικότερη είναι ο λεγόμενος «Μονόλιθος του Shalamneser III», που ανακάλυψε το 1861 ο Βρετανός πρόξενος του Diarbakir John George Taylor στην πόλη Kurkh, στη σημερινή Τουρκία, και περιγράφει τα γεγονότα της βασιλείας του Shalmaneser III και του πατέρα του. Η στήλη αυτή επικεντρώνεται κυρίως στο έκτο έτος της βασιλείας του (853), που συμπίπτει με την εν λόγω μάχη. Πιθανόν τοποθετήθηκε εκεί, από τον ίδιο τον Shalmaneser III, ένα χρόνο μετά την μάχη, κατά τη διάρκεια διάφορων εκστρατειών στην περιοχή. Είναι κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο και σήμερα ήμερα φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Επιπλέον, μία άλλη πηγή, είναι ο λεγόμενος «Μελανός Οβελίσκος του Shalamneser III», που ανακαλύφθηκε στο Nirmud του Ιράν τoν 19ο αι. από τον Βρετανό αρχαιολόγο Όστιν Χένρι Λάγιαρντ και περιγράφει εν συντομία τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Shalmaneser III καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του. Είναι κατασκευασμένος από μαύρο ασβεστόλιθο, έχει ύψος 1,98μ. και πλάτος 0,47μ. και φυλάσσεται επίσης στο Βρετανικό Μουσείο.
Με βάση τις διαθέσιμες πηγές, ας επιχειρήσουμε πρώτα μία ιστορική επισκόπηση των δύο αντιμαχόμενων. Οι Αραμαίοι, εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο γύρω στα τέλη του 13ου – 12ου αι. π.Χ. στη βόρεια Συρία, μετά την κατάρρευση της χεττιτικής αυτοκρατορίας. Σύντομα, προέβησαν στην ίδρυση μιας ποικιλίας βασιλείων στην περιοχή. Πληροφορίες για την πρώιμη ιστορία τους λαμβάνουμε από τα κείμενα των Ασσυρίων ηγεμόνων, οι οποίοι τους περιγράφουν ως βάρβαρους και άγριους που λεηλατούσαν πόλεις και χωριά. Από αυτές τις περιγραφές καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι οι Αραμαίοι ήταν ένας νομαδικός λαός που ζούσε στη συριακή έρημο και που μετά την αλλαγή του status quo στη Συροπαλαιστίνη μετανάστευσαν προς τα παράλια, όπου ίδρυσαν τα διάφορα βασίλειά τους.
Από την άλλη πλευρά, η Ασσυρία ήταν από τα λίγα κράτη (μαζί με την Αίγυπτο) που δε κατέρρευσαν κάτω από την πίεση των αλλαγών του 13ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα η χώρα βρισκόταν σε μία κατάσταση διαρκούς εσωτερικής κρίσης και αναστάτωσης. Η κατάσταση αυτή θα λήξει τον 9ο αι. π.Χ. με την άνοδο στον θρόνο ισχυρών ηγεμόνων, οπότε και θα ξεκινήσει μία περίοδος ανάκαμψης, ανανέωσης αλλά και επεκτατισμού. Ο έλεγχος των συροπαλαιστινιακών ακτών που κατείχαν οι Αραμαίοι κρίθηκε, έτσι, απαραίτητος και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Ο Shalmaneser III αναρριχήθηκε στον ασσυριακό θρόνο το 859 π.Χ., μετά τον θάνατο του πατέρα του Ashurnasirpal II. Από την αρχή της βασιλείας του, διακρίνουμε την αποφασιστική θέλησή του να συνεχίσει την επεκτατική πολιτική του πατέρα του. Το 856 π.Χ. εκστρατεύει εναντίον του βασιλείου της Urartu στα εδάφη της σημερινής ανατολικής Τουρκίας και Αρμενίας. Ύστερα από αρκετές μάχες, ο βασιλιάς Aramu παρέδωσε, τελικά, την πρωτεύουσά του Arzaškun στον Shalmaneser, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο εδραίωσε τον έλεγχό του στη περιοχή. Παράλληλα, κατόρθωσε να θέσει φόρου υποτελή μία σειρά αραμαϊκών και νεοχεττιτικών βασιλείων στη βόρεια Συρία και νοτιά Ανατολικά, όπως το Samal, το Carchemish, το Bit-Adini και το Bit-Aghusi. Αυτές οι στρατιωτικές επιτυχίες φαίνεται ανησύχησαν τα αραμαϊκά, φοινικικά και ισραηλιτικά κράτη της κεντρικής και νότιας Συρίας, τα οποία συνασπίστηκαν, υπό την αρχηγία του Αραμαίου βασιλιά της Δαμασκού Hadadezer, ενάντια στον Ασσύριο ηγεμόνα. Οι δύο στρατοί θα συγκρουστούν το 853 π.Χ. κοντά στην πόλη Qarqar, στη σημερινή Συρία, που τότε ήταν τμήμα του βασιλείου του Hamath.
Σύμφωνα με το κείμενο του Μονόλιθου του Kurkh, η ακριβής πορεία του Shalmaneser από την Νινευή ως το Qarqar είναι η ακόλουθη: σε πρώτη φάση Shalmaneser III ξεκίνησε από την Νινευή με κατεύθυνση προς τα δυτικά, καταστρέφοντας τις πόλεις του Giammu, ηγεμόνα ενός μικρού βασιλείου στην περιοχή του ποταμού Balikh στη βόρεια Συρία, υποτελές στο αραμαϊκό βασίλειο του Bid-Adini. Κατόπιν, εισέβαλε και στο ίδιο το Bit Adini, όπου εισήγαγε στις πόλεις αγάλματα Ασσυρίων θεών με στόχο τη διάδοση της ασσυριακής θρησκείας. Άλωσε το Til-Barsip, την πρωτεύουσα του βασιλείου και τη μετονόμασε σε Κar-Shalmaneser, μία πράξη που κρύβει προφανώς πολιτικούς και προπαγανδιστικούς στόχους. Ακολούθως, σύμφωνα πάντα με τα γραφόμενα του μονόλιθου, διέσχισε τον Ευφράτη και «έλαβε φόρους» από τους βασιλείς του Carchemish, του Kummuh, του Bit-Agusi, του Patin και του Gurgum. Πιθανόν, πρόκειται για βασιλείς της βόρειας Συρίας, οι οποίοι προκειμένου να αποφύγουν τη στρατιωτική αντιπαράθεση με τους Ασσυρίους, επέλεξαν την ειρηνική υποταγή με την υπόσχεση ότι θα παρέμεναν στον θρόνο τους, αλλά θα πλήρωναν στον Ασσύριο βασιλιά φόρους υποτέλειας και θα του έστελναν άνδρες για να επανδρώσουν τον ασσυριακό στρατό.
Τέλος, εισέβαλε στο αραμαϊκό βασίλειο του Bit-Agushi και κατέκτησε ειρηνικά την πρωτεύουσά του, το Χαλέπι. Εκεί, σύμφωνα με το κείμενο, ο Shalmaneser φέρθηκε με ιδιαίτερο σεβασμό στον πολιούχο θεό Adad, ενώ παραχώρησε στην πόλη πλήθος θρησκευτικών και οικονομικών ελευθεριών. Έμελλε τώρα η εισβολή στο βασίλειο του Hamath, όπου στο μεταξύ ο βασιλιάς Irhuleni είχε ζητήσει τη βοήθεια του Hadadezer της Δαμασκού. Αμέσως, ένας συνασπισμός αραμαϊκών, φοινικικών, νεοχεττιτικών και ισραηλιτικών βασιλείων προκύπτει, και οι δύο στρατοί συναντιούνται κοντά στην πόλη Qarqar, κοντά στις όχθες του ποταμού Ορόντη.
Σύμφωνα με τον Μονόλιθο του Kurkh, o στρατός που παράταξε ο συνασπισμός στη μάχη ήταν ο εξής:
ο βασιλιάς της Δαμασκού Hadadezer με 1.200 άρματα, 1.200 ιππείς και 20.000 στρατιώτες.
ο βασιλιάς του Hamath Irhuleni με 700 άρματα, 700 ιππείς και 10.000 στρατιώτες.
o βασιλιάς του Ισραήλ Αχαάβ με 2.000 άρματα και 10.000 στρατιώτες
ο βασιλιάς της Guean (Κιλικία) με 500 στρατιώτες.
ο βασιλιάς της Muusraaa με 1.000 στρατιώτες.
ο βασιλιάς της Irqanata (Tell Arqa) με 10 άρματα και 10.000 στρατιώτες.
ο βασιλιάς του Arwad, Matinu Baal με 200 στρατιώτες.
ο βασιλιάς της Usannata με 200 στρατιώτες.
ο βασιλιάς του Ušnatu με άγνωστο αριθμό στρατιωτών
ο βασιλιάς Gindibu ο Άραβας με 1000 καμήλες και
ο βασιλιάς του Αμμών Ba’asa, γιος του Ruhubi με 100 στρατιώτες.
Η έκβαση της μάχης παραμένει όμως και σήμερα αβέβαιη. O ίδιος ο Shalmaneser III την περιγράφει στα κείμενά του, ως μία αποφασιστική νίκη για τον ίδιο και τα στρατεύματά του, αναφέροντας ακόμα πως σκότωσε 14.000 εχθρούς. Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν προήλαυσε νοτιότερα αλλά επέστρεψε πίσω στην Ασσυρία κάνει αρκετούς μελετητές να υποψιάζονται, ότι το αποτέλεσμα της μάχης δεν κρίθηκε τελικά τόσο υπέρ του Shalmaneser όσο το παρουσιάζει εκείνος στα κείμενά του. Θεωρείται αρκετά πιθανό ο συνασπισμός να νίκησε τον ασσυριακό στρατό στη μάχη και να τον απώθησε από τα εδάφη του Hamath. Παρά την πιθανή νίκη του συνασπισμού, είναι γεγονός πως όλη αυτή η εκστρατεία εξασθένησε οικονομικά τα κράτη της κεντρικής και νοτιάς Συρίας, ώστε έναν περίπου αιώνα αργότερα, η οριστική κατάκτηση από τους Ασσυρίους, υπό τον Tiglath-Pileser III, να επέλθει πολύ πιο εύκολα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Yamada, S. (2000), The Construction of the Assyrian Empire: A Historical Study of the Inscriptions of Shalmaneser III (859 824 B.C.). Relating to his Campaigns to the West, Leiden: Brill
- Frahm, E. (2017), A Companion to Assyria, New Jersey: Wiley Blackwell
- Na’aman N. (2005), Ancient Israel and Its Neighbors: Interaction and Counteraction, Michigan: Eisenbrauns
- Radner, K. (2015), Ancient Assyria: A Very Short Introduction, Oxford: Oxford University Press.
- Cameron, G.G. (1950), ‘’The Annals of Shalmaneser, King of Assyria’’. Sumer 6: 6-27