Της Χρυσάνθης – Ίριδας Ανεμογιάννη,
Κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως γνώσεων, αντιλήψεων, πεποιθήσεων, μόρφωσης, παιδείας, επιπέδου, διαμορφώνει στο νου του μια εικόνα σχετικά με άλλους ανθρώπους, αντικείμενα, γεγονότα, καταστάσεις. Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, έχουμε θεμελιώσει ένα σύστημα κοινωνικής ανταλλαγής, εντός του οποίου προσπαθούμε να επιτύχουμε ισορροπία και ισοτιμία στις σχέσεις μας με τους άλλους. Γενικά, ξέρουμε και πιστεύουμε ότι τα αποτελέσματα σε μια κοινωνική ανταλλαγή πρέπει να είναι δίκαια για όλους τους συμμετέχοντες. Αυτό ενισχύεται όλο και περισσότερο από κοινωνικές νόρμες, εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις που μας ωθούν να υπακούμε στους κανόνες. Η πρόσληψη του τι είναι δίκαιο είναι βασικό χαρακτηριστικό για κάθε άτομο.
Έχουμε μάθει, λοιπόν, τόσο καλά την εφαρμογή της ισότητας και ισοτιμίας στα οικονομικά μας, ώστε πλέον την επεκτείνουμε. Έτσι, σε κάθε ανθρώπινη σχέση o καθένας υπολογίζει την αναλογία ανάμεσα στο τι έχει να συνεισφέρει και να λάβει από αυτή. Αυτή η αναλογία στη συνέχεια συγκρίνεται με την αναλογία που αφορά το άλλο άτομο. Αν αυτές οι αναλογίες φαίνονται ίσες, τότε οι άνθρωποι νιώθουν ότι τους μεταχειρίζονται δίκαια. Από την άλλη, αν η αναλογία είναι χαμηλότερη από τα επίπεδα σύγκρισης, η σχέση τερματίζεται.
Με αυτό τον τρόπο, εύκολα έχουμε μάθει να τερματίζουμε τα πάντα. Έτσι, περνάμε σε ένα άλλο επίπεδο, την κουλτούρα του μίσους. Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε. Μαζί με μια ακόμα διαδικτυακή χούφτα χώματος. Ως άμεπτα ανθρωποφάγα τέρατα. Χωρίς να μπορούμε να αντιληφθούμε ότι έτσι προδίδουμε τον εαυτό μας. Και κατά συνέπεια τις επενδύσεις μας.
Αυτή είναι η νέα τάση και η νέα τάξη. Δεν υπάρχουν αποχρώσεις. Δεν μας αρέσουν. Μόνο στην τηλεόραση καταργούμε το ασπρόμαυρο. Πάντα μας άρεσαν οι διακρίσεις. Συμφωνώ, είναι δύσκολο να δούμε το ουσιαστικό. Και γίνεται ακόμα πιο δύσκολο όταν δεν προσπαθούμε. Ίσως τελικά να μην είμαστε ειδήμονες σε όλα.
Μας αρέσει να λέμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μόνο για να κουνάμε το δάχτυλο όμως. Το ίδιο έλεγαν και πριν έναν αιώνα. Χωρίς να αντιλαμβάνονται πως το ζουν. Κάνουμε ότι τα ξέρουμε όλα. Γι’ αυτό ακυρώνουμε ανθρώπους. Είναι η επιβεβαίωση που ζητάμε. Η ανωτερότητα που θέλουμε να νιώθουμε. Με το έργο μας να παίζεται σε επανάληψη. Κάποια στιγμή, όμως, η sold out παράστασή μας θα πάψει να πουλάει. Στην πορεία μπορεί να αναθεωρήσουμε. Εκείνοι όμως που είχαμε ακυρώσει, ίσως τότε να παίζουν τη δικιά τους παράσταση.