Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Το παρόν άρθρο θα πραγματευτεί το ζήτημα της συμφωνίας, που πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, καθώς και τα αποτελέσματα που αποκόμισε η ελληνική πλευρά. Προτού αναλυθούν οι κύριες συνισταμένες και πολιτικές απολήξεις της Συμφωνίας του Ελσίνκι, είναι σκόπιμη μια πρότερη επισήμανση των κύριων γεγονότων-διπλωματικών ελιγμών, που μας οδήγησαν σε αυτήν.
Στη χώρα μας, από το 1996 πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Σημίτης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., του οποίου βασικός πολιτικός στόχος, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, ήταν η «κοινοτικοποίηση» των διαφορών μας, με παράλληλη θεσμική πρόσδεση της Τουρκίας στην Ε.Ε., με σκοπό τη μείωση της τουρκικής επιθετικότητας. Θεωρητικά και με βάση τις διεθνείς σχέσεις, η παραπάνω άποψη βασίζεται στη θεωρία του θεσμικού φιλελευθερισμού, που για λόγους οικονομίας δε θα αναλυθεί στο παρόν άρθρο. Τα παραπάνω μπορούμε να τα αλιεύσουμε, αναλύοντας το βιβλίο του πρώην πρωθυπουργού. Σχετικά, λοιπόν, με τη μέθοδο της «κοινοτικοποίησης», η διπλωματική στρατηγική ήταν η προσέγγιση «βήμα προς βήμα», με σκοπό να εγκαθιδρυθεί ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, βασισμένο στο πνεύμα των Συνόδων του Νταβός.
Σκοπός της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιλύσει όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα τις διαφορές της με την Τουρκία και να λυθεί το Κυπριακό με βάση τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Ο δεύτερος στόχος, μάλιστα, εντοπίζεται και στα συμπεράσματα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι. Το παραπάνω οφείλεται και στη γενικότερη αισιοδοξία, λόγω και της επερχόμενης έναρξης της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης στην Ε.Ε. Για την Τουρκία, η είσοδος στην Ε.Ε. δεν είναι ζωτικό, αλλά συμφέρον γοήτρου-κύρους. Απώτερος στόχος της ήταν να καταφέρει να γίνει περιφερειακή δύναμη, που για να το πετύχει χρειαζόταν τον παράγοντα της οικονομικής ισχύος, που, τότε, δεν κατείχε σε ικανοποιητικό βαθμό. Μόνο και μόνο η απόκτηση του καθεστώτος της υποψήφιας προς ένταξη χώρας θα της προσέδιδε οικονομικά οφέλη, αλλά και θα την εξόπλιζε με οικονομική και θεσμική φερεγγυότητα στα μάτια των διεθνών χρηματαγορών. Αν αυτό συνδυαστεί με το συγκριτικό πλεονέκτημά της στο χαμηλό εργατικό κόστος, θα είχαμε αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, πράγμα που, εν τέλει, έγινε. Το πρόβλημα ήταν πως η Ελλάδα έβαζε συνεχώς βέτο σε μια τέτοια εξέλιξη, αν δεν υπήρχε συμφωνία και αποδοχή της Τουρκίας για είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε., ανεξάρτητα από την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.
Με βάση, λοιπόν, τις παραπάνω προσεγγίσεις και στρατηγικές, η Συμφωνία του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου του 1999 ήταν το τρίτο σκέλος μιας χρόνιας στρατηγικής. Το πρώτο σκέλος της διπλωματικής πρακτικής το συναντάμε στη δήλωση της Μαδρίτης στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 1997 (μη νομικά δεσμευτική), όπου οι ΥΠ.ΕΞ. Ελλάδας-Τουρκίας συμφώνησαν για επίλυση των διαφορών των δύο χωρών υπό τη βάση οικοδόμησης πνεύματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Το επόμενο βήμα ήταν η αποδοχή του κοινοτικού πλαισίου “Agenda 2000” (Μάρτιος 1999) από την Τουρκία, που την υποχρέωνε να λύσει ειρηνικά όλα τα συνοριακά της προβλήματα πριν την ένταξή της στην Ε.Ε. Αν το παραπάνω δεν είχε καταστεί εφικτό, τότε συμφωνούσε άνευ όρων να παραπεμφθούν όλες οι συνοριακές της διαφορές στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Με τη συμφωνία του Ελσίνκι, λοιπόν, το 1999, η Τουρκία έλαβε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας. Η Ελληνική πλευρά δεν έθεσε βέτο και θα πρέπει να αναλύσουμε τους εξής λόγους, που κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αρχικά, η ελληνική πλευρά πέτυχε τον στόχο της, δηλαδή να αναγάγει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωπαϊκό έλεγχο, με καταληκτική ημερομηνία επίλυσης (πριν, δηλαδή, αναλάβουν πιο ρυθμιστικό ρόλο οι διεθνείς θεσμοί και συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) το 2004. Δεύτερον, πέτυχε τον αξονικό της στόχο, δηλαδή την αποδέσμευση της ένταξης της Κύπρου από την επίλυση του Κυπριακού, με άλλα λόγια την απαγκίστρωση της τουρκικής θεσμικής ομηρείας.
Τρίτον, η Τουρκία υποχρεώθηκε να ακολουθεί έναν «οδικό χάρτη», που ανά τακτά χρονικά διαστήματα την υποχρέωνε να παραθέτει τα βήματα, που έχει κάνει προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της για την ενταξιακή της πορεία. Τέλος, η Ελλάδα κέρδισε διπλωματικούς πόντους μέσω της μετάθεσης της ευθύνης του βέτο σε άλλες χώρες. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία, ακόμα και σήμερα, είναι αδύνατο να μπει στην Ε.Ε., από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, που θα έβαζε και βέτο σε ένα τέτοιο σενάριο. Επιπλέον, το σενάριο εισδοχής της Τουρκίας μοιάζει εφιαλτικό για τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το παραπάνω γεγονός οφείλεται στο σύστημα της στάθμισης ψήφων στο Συμβούλιο της Ε.Ε., βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων. Σε ένα τέτοιο σενάριο, η Τουρκία ως η μεγαλύτερη χώρα πλέον εντός Ε.Ε. θα είχε τις περισσότερες ψήφους, ρίχνοντας από το βάθρο του τον γαλλο-γερμανικό άξονα και παίζοντας κομβικό ρόλο στην προαγωγή της νομοθεσίας εντός της Ένωσης.
Σε αυτό το σημείο, αν θέλουμε να κρίνουμε τη στρατηγική της Τουρκίας, δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε κάθε τι άλλο παρά προσχηματική. Όπως φάνηκε από την πρακτική, ούτε σκόπευε να λύσει τις συνοριακές της διαφορές με την Ελλάδα ούτε να προχωρήσει σε μια λύση στο Κυπριακό, που δεν θα εδραζόταν στα δικά της συμφέροντα.
Προχωρώντας στο διεθνές περιβάλλον, παρατηρήθηκε έντονη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού από τις Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο πριν την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε., με απόλυτο σκοπό να γίνει και η προσχώρηση της Τουρκίας, γεγονός που εξηγεί το γιατί φτάσαμε στα σχέδια του Γ.Γ. του Ο.Η.Ε., κ. Annan.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λιάκουρας, Πέτρος (2007), Το Κυπριακό-Από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης
- Τσιριγώτης, Διονύσιος (2013), Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία: Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία, Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα