Του Σωτήρη Κολέλη,
Στις εγκληματολογικές επιστήμες, κατά τον κλασικό ορισμό που δίνει ο Maurice Hauriou, «θεσμός είναι κάθε κοινωνικό μόρφωμα που έχει εδραιωθεί με κάποια διάρκεια στον χρόνο». Κατά τούτο, οι οικογενειακοί θεσμοί, όπως η συγγένεια, ο γάμος και η οικογένεια εν στενή εννοία, αναδεικνύονται μεταξύ των θεμελιωδέστερων θεσμών, στο μέτρο που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αναπαραγωγής και της φροντίδας των νέων μελών. Δέον επίσης να τονισθεί πως οι θεσμοί εμφανίζουν αξιοπρόσεκτη ομοιομορφία ανά τις κοινωνίες, διατηρώντας ακέραιο τον πυρήνα τους σε βάθος χρόνου, καθώς οι βασικές σχέσεις των κοινωνών, επί παραδείγματι ανδρός-γυναικός στο γάμο και στην οικογένεια, διατάσσονται στο πλαίσιο μιας, συγκεκριμένης κάθε φορά, κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή ιεραρχίας.
Η κοινωνική διάσταση της ποινικής νομοθέτησης εξικνείται στην τυποποίηση ορισμένων έκδηλων πράξεων ως εγκληματικών και στον τρόπο με τον οποίο καλείται να «απαντήσει» σε αυτά το σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Το μείζον, εν προκειμένω, είναι πως η θεσμοθέτηση δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο του χαρακτηρισμού οιωνδήποτε συμπεριφορών ως ποινικά κολάσιμων, αλλά επηρεάζεται (και πρέπει να επηρεάζεται) από τις κοινωνικά κρατούσες απόψεις για το εν λόγω πεδίο. Αυτή η ανάγκη, λοιπόν, οδήγησε τον νομοθέτη σε ριζικές αλλαγές, με την τροποποίηση της διατύπωσης του άρθρου 336 ΠΚ, βάσει του ν. 3500/2006, αφού ήδη είχε γίνει κατανοητό ότι η συμπεριφορά του ενός συζύγου να εξαναγκάζει σε συνουσία τον άλλο σύζυγο θίγει ομολογουμένως τη γενετήσια ελευθερία του στο ειδικότερο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας.
Από παλαιότατων χρόνων, η οικογένεια θεωρείτο μέσο ελέγχου, κυρίως, της γυναικείας σεξουαλικότητας, αλλά και ένα πεδίο, στο οποίο δεν μπορούσε να παρέμβει ο κρατικός μηχανισμός. Σε τούτο το κλίμα, η ενδεχόμενη δημιουργία σχέσεων εξουσίας, οι βιαιοπραγίες και οι οιασδήποτε υφής κακοποιήσεις κρύβονταν στη σκιά του ιερού χαρακτήρα της οικογένειας. Ακολουθώντας τις κοινωνικές επιταγές, το ποινικό δίκαιο δεν είχε συμμορφωθεί με τη σύγχρονη δογματική περί της έμφυλης βίας, με αποτέλεσμα οι συμπεριφορές εντός γάμου να διαφεύγουν του σεξουαλικού ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, διαφαίνεται ότι η ύπαρξη ορισμένων οικογενειακών δεσμών αποδυνάμωνε την ποινική προστασία του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας.
Η πλέον αξιοπρόσεκτη ρύθμιση ήταν αυτή του τότε ισχύοντος άρθρου 336 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο: «Όποιος, με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη, ή σε ανοχή, ή επιχείρηση ασελγούς πράξης τιμωρείται με κάθειρξη». Η επιλογή αυτή του νομοθέτη να προσθέσει τον προσδιορισμό «εξώγαμη» στη συνουσία απηχούσε, στην κοινώς κρατούσα αντίληψη, ότι η σαρκική συνεύρεση των συζύγων (όχι όμως και λοιπές ασελγείς πράξεις, για παράδειγμα η παρά φύσιν συνεύρεση) συνιστούσε θεμελιώδη συζυγική υποχρέωση, αναγόμενη στο ουσιαστικό περιεχόμενο του γάμου. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι οι παλαιότεροι συγγραφείς μιλούν όχι απλά για δικαίωμα, αλλά για καθήκον του συζύγου να αξιώνει τη συνουσία με τη σύζυγό του, και για αντίστοιχη υποχρέωση της συζύγου να «απαντά» καταφατικά, υποχρέωση που ανελήφθη, ήδη, με τη σύναψη του γάμου.
Η καταπολέμηση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας επιχειρήθηκε, θα έλεγε κανείς, ολίγον τι καθυστερημένα, με τον ν. 3500/2006, ο οποίος αντιμετωπίζει ως αξιόποινες, μεταξύ άλλων, συμπεριφορές που εκδηλώνονται μέσα στην οικογένεια και προσβάλλουν τη γενετήσια ελευθερία. Η τροποποίηση που επέφερε ο ως άνω νόμος, με την εξάλειψη του στοιχείου του «εξώγαμου» από την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 336 ΠΚ, υπήρξε καθοριστικής σημασίας, καθώς εξυπηρετούσε μία αναγκαιότητα υφιστάμενη, ήδη, από δεκαετίες. Με τον τρόπο αυτό αφ’ ενός μεν εκσυγχρονίστηκε πλήρως το 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, πράγμα που δεν αποτολμήθηκε σε προγενέστερες μεταρρυθμίσεις, αφ’ ετέρου δε ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε προς τις συνταγματικές υποχρεώσεις για παροχή αυξημένης προστασίας στην οικογένεια. Ταυτόχρονα, εναρμονίστηκε η εσωτερική ελληνική νομοθεσία προς τα ισχύοντα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Περαιτέρω, ελήφθη ιδιαίτερη πρόνοια, ώστε να αποφευχθεί —στο μέτρο του δυνατού— η λεγόμενη «δευτερογενής θυματοποίηση» της βιασθείσας από το δικαστικό σύστημα, αλλά και ο συχνά διαπιστούμενος κοινωνικός διασυρμός των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Βασική επιδίωξη ήταν να αποτραπεί ο στιγματισμός της οικογένειας στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της και οι εξαιρετικά δυσμενείς του συνέπειες. Επιπρόσθετος σκοπός του νόμου ήταν να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας, χωρίς να παρεμβαίνει στην ιδιωτική ζωή των μελών της οικογένειας και να θίγει ήθη, αξίες και αρχές, όπως αυτές διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία.
Ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίστηκε ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά σοβαρή κοινωνική παθογένεια, που παραβιάζει ατομικές ελευθερίες και εκδηλώνεται, κυρίως, σε βάρος των γυναικών. Από την ανωτέρω συλλογιστική, λοιπόν, δύναται κανείς να συναγάγει με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι ορθώς ο Έλληνας νομοθέτης απάλειψε τον προσδιορισμό της συνουσίας ως «εξώγαμης» από τη νομοτυπική μορφή του άρθρου 336 ΠΚ, παρέχοντας μία ικανοποιητική λύση στα παραπάνω κοινωνιονομικά ζητήματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παρασκευόπουλος, Νικόλαος Α., και Ευτύχης Φυτράκης. Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις: άρθρα 336-353 ΠΚ. Αθήνα ; Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα, 2011.
- Λαμπροπούλου, Έφη. Κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου και των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης. 2η εκδ. Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2012.
- Μαγκάκης, Γεώργιος Αλέξανδρος. Τα εγκλήματα περί την γενετήσιον και την οικογενειακήν ζωήν: δογματική έρευνα κατά τον ημετέτερον ποινικόν κώδικα. Αθήνα: Σάκκουλας, 1967.
- Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου υπ’ αριθμ. 3500/2006 (ΦΕΚ 232/Α/24-10-2006), Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις.