Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Το τέλος του πρώτου Μεσσηνιακού Πολέμου βρίσκει τους Λακεδαιμονίους νικητές. Η πολυετής, όμως, αυτή σύγκρουση δεν ήταν κάτι που χαροποιούσε την πελοποννησιακή υπερδύναμη. Ο «φόρος αίματος» που κατέβαλαν οι νικητές ήταν βαρύς, ενώ οι Μεσσήνιοι αντίπαλοί τους απέδειξαν ότι δεν υπολείπονται σε ανδρεία των νικητών. Έτσι, λοιπόν, μόλις έγιναν κύριοι της εύφορης Μεσσηνίας, μετέτρεψαν τον τοπικό πληθυσμό σε είλωτες. Οι τελευταίοι, βιώνοντας για πρώτη φορά την υποδούλωση, μίσησαν περισσότερο τους πολεμοχαρείς γείτονές τους.
Η διαμόρφωση της παραπάνω κατάστασης οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην εκδήλωση αντίδρασης από τους Μεσσήνιους. Ήταν λογικό, άλλωστε, ότι οι νεαρότεροι που δεν είχαν έρθει σε επαφή με τον προηγούμενο αιματηρό πόλεμο, μη γνωρίζοντας τις κακουχίες που προήλθαν από αυτόν, θα ήθελαν να αποτινάξουν από επάνω τους τον ζυγό των Λακεδαιμονίων. Καθώς οι επαναστατικές φωνές στη Μεσσηνία πλήθαιναν, οι υποδουλωμένοι βρήκαν έναν σύμμαχο, ο οποίος θα προκαλούσε ανησυχία στους Λακεδαιμονίους. Ο σύμμαχος αυτός ήταν το Άργος.
Η πόλη της Αργολίδας ήταν από τις κορυφαίες δυνάμεις της Πελοποννήσου, αλλά και της Ελλάδας γενικότερα. Παρατηρώντας την επέκταση των Σπαρτιατών, προβληματίστηκαν έντονα για τις εξελίξεις νότια της ζώνης κυριαρχίας τους. Ο στόχος τους ήταν να αποδυναμώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη Σπάρτη, ώστε η τελευταία να μην μπορεί να πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις, που θα λάμβαναν χώρα στην περιοχή. Όπως είναι λογικό, μία επιτυχημένη μεσσηνιακή εξέγερση θα αποτελούσε ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς τον «ακρωτηριασμό» της λακεδαιμονικής επικράτειας.
Η επανάσταση ξεσπά το 685 π.Χ. ή το 660 π.Χ., σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις. Αρχηγός της επανάστασης ήταν ο Αριστομένης, ένας θαρραλέος νεαρός. Ο σχεδιασμός του νέου επαναστατικού κινήματος δεν ήταν πρόχειρα σχεδιασμένος. Αντιθέτως, οι ενέργειες των Μεσσήνιων μαρτυρούν ένα προσεγμένο σχέδιο, με σκοπό την οριστική εκδίωξη των Λακεδαιμονίων και όχι απλώς μία ένοπλη αντίδραση. Αυτό αποδεικνύεται και από τη διπλωματική πολιτική των επαναστατών. Ειδικότερα, πέρα από τη συμμαχία με το Άργος, φρόντισαν να συνάψουν συμμαχία ή έστω να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα όλων των γειτονικών πόλεων και βασιλείων, προκειμένου να απομονωθεί η Σπάρτη. Έτσι, λοιπόν, πέρα από το Άργος, σύμμαχοι των Μεσσήνιων μπορούν να θεωρηθούν οι Αρκάδες, οι οποίοι ήταν παραδοσιακοί εχθροί των Λακεδαιμονίων.
Ωστόσο, πριν προλάβουν οι σύμμαχοι των επαναστατών να εμπλακούν στρατιωτικά στις εξελίξεις, οι Μεσσήνιοι σημειώνουν την πρώτη τους επιτυχία. Συγκεκριμένα, έναν χρόνο μετά την έναρξη της επανάστασης διεξάγεται η πρώτη σύγκρουση μεταξύ των 2 στρατοπέδων στην περιοχή Δέρας της Μεσσηνίας, με τους επαναστάτες να επικρατούν. Με το ηθικό στο επαναστατικό στρατόπεδο να είναι στα ύψη, ο Αριστομένης προχώρησε σε μία επιχείρηση καταδρομικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, εισέβαλε κρυφά ένα βράδυ στη Λακωνία και τοποθέτησε μία ασπίδα-λάφυρο από τη μάχη στο Δέρας στον ναό της Αθηνάς.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Λακεδαιμόνιοι, αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο απώλειας της Μεσσηνίας, αποφάσισαν να αναζητήσουν τη λύση στο μαντείο των Δελφών. Το τελευταίο τους συμβούλευσε να απευθυνθούν στην Αθήνα, ώστε η τελευταία να τους δώσει τον άνθρωπο που θα ηγούνταν του πολέμου. Ωστόσο, η πόλη της Αττικής, προκειμένου να περιπαίξει τους Σπαρτιάτες, τους έστειλε τον Τυρταίο, έναν κουτσό ποιητή. Όμως, αυτός κατάφερε μέσω των ποιημάτων του να ανασηκώσει το ηθικό των Σπαρτιατών και να τους οδηγήσει ξανά στις επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Η ιστορία αυτή, βεβαία, αμφισβητείται έντονα από τους σύγχρονους ιστορικούς.
Ανεξάρτητα από το αν αληθεύει ή όχι η άνωθεν ιστορία, είναι γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν να απωθήσουν τους Μεσσήνιους από την επικράτειά τους. Οι 2 στρατοί συναντήθηκαν σε μία τοποθεσία που ονομαζόταν «Κάπρου Σήμα», ώστε να διεξαχθεί μία καθοριστική μάχη. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, οι Λακεδαιμόνιοι υπέστησαν συντριπτική ήττα και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Τα επόμενα χρόνια, οι Σπαρτιάτες δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στους Μεσσήνιους και οι τελευταίοι αρκέστηκαν στη διεξαγωγή ληστρικών επιδρομών στα λακωνικά εδάφη.
Οι παραπάνω επιδρομές διήρκεσαν 3 χρόνια. Έπειτα από αυτό το χρονικό διάστημα, τα 2 αντίπαλα στρατόπεδα θα συγκρούονταν στο πεδίο της μάχης για ακόμα μία φορά. Η τοποθεσία διεξαγωγής της μάχης λεγόταν «Μεγάλη Τάφρος». Πλάι στους Μεσσήνιους, βρίσκονταν οι Αρκάδες σύμμαχοί τους. Όμως, οι Λακεδαιμόνιοι φρόντισαν να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους πριν την έναρξη της μάχης. Συγκεκριμένα, δωροδόκησαν τον βασιλιά των Αρκάδων, Αριστοκράτη, με αποτέλεσμα αυτός να αποσύρει τα στρατεύματά του από το πεδίο. Μετά από την απώλεια αυτή, οι Μεσσήνιοι έχασαν κατά κράτος τη μάχη που ακολούθησε. Οι εναπομείναντες επαναστάτες, μαζί με τον βασιλιά τους Αριστομένη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη μεσσηνιακή πεδιάδα και να οχυρωθούν στο βουνό Είρα.
Ακολούθησε μία μακρόχρονη πολιορκία, όπως συνέβη και στον πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο, η οποία διήρκεσε 11 χρόνια. Στα χρόνια αυτά, οι Μεσσήνιοι αμυνόμενοι, διεξήγαγαν επικίνδυνες επιδρομές, προκειμένου να εξασφαλίζουν τα αναγκαία για τη συνέχιση του αγώνα τους αγαθά. Οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν με κάθε μέσο να επικρατήσουν έναντι του αντιπάλου τους, επικεντρώνοντας αρκετές φορές την προσοχή τους στον ίδιο τον Αριστομένη, ωστόσο δεν τα κατάφερναν.
Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δεν εγκατέλειψαν ποτέ την πολιορκία των εναπομεινάντων επαναστατών και, στο τέλος, δικαιώθηκαν. Συγκεκριμένα, ένα βράδυ με έντονη βροχόπτωση οι Μεσσήνιοι σκοποί του φρουρίου είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Οι Λακεδαιμόνιοι ενημερώθηκαν για το κενό στην άμυνα των επαναστατών. Άδραξαν, λοιπόν, την ευκαιρία και εισέβαλαν στο φρούριο, επικρατώντας της τελικής αναμέτρησης. Από τη συμπλοκή γλύτωσαν ελάχιστοι Μεσσήνιοι, μεταξύ των οποίων και ο Αριστομένης. Ο τελευταίος κατευθύνθηκε στην Αρκαδία. Ο βασιλιάς των Αρκάδων, όμως, έχοντας δωροδοκηθεί για δεύτερη φορά, αρνήθηκε κάθε παροχή βοήθειας.
Πολλοί ήταν οι Μεσσήνιοι που δεν ήθελαν να υποδουλωθούν για δεύτερη φορά στους Σπαρτιάτες. Γι’ αυτόν τον λόγο, εγκατέλειψαν τη Μεσσηνία και αναζήτησαν καταφύγιο σε άλλες περιοχές, κυρίως στη Ζάγκλη που βρισκόταν στη Σικελία. Ο Αριστομένης, απογοητευμένος από την εξέλιξη του πολέμου, πέθανε άρρωστος στη Ρόδο. Οι κάτοικοι του νησιού θα μνημόνευαν το όνομά του με την κατασκευή ενός μνημείου προς τιμήν του.
Αυτή ήταν η εξέλιξη και η κατάληξη του δεύτερου Μεσσηνιακού Πολέμου. Υπήρξε μία σύγκρουση ιδιαιτέρως σκληρή, στην οποία οι Μεσσήνιοι απέδειξαν για άλλη μία φορά τη μαχητικότητά τους. Αυτή τη φορά, όμως, οι Λακεδαιμόνιοι δεν ενδιαφέρονταν να κερδίσουν μέσω της στρατιωτικής τους κυριαρχίας. Οι μνήμες που είχαν από τον προηγούμενο πόλεμο δεν ήταν οι καλύτερες. Για τον λόγο αυτόν, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο που είχαν έναντι των επαναστατών, πηγαίνοντας αντίθετα από όσα πρόσταζε η «στρατιωτική τους δεοντολογία». Υπήρξαν, όμως, παράλληλα, και από τους πρώτους που απέδειξαν ότι ένας πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο στα πεδία των μαχών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Στρατίκης, Πότης (1990), Σπάρτη: Οι Μεσσηνιακοί Πόλεμοι, Αθήνα: Εκδόσεις Στρατίκη
- Duncan, Ryan (2016), Sparta: The Warrior State of Ancient Greece, Goodreads
- Matyszak, Philip (2017), Sparta: Rise of a Warrior Nation, Barnsley: Pen & Sword Books Ltd