Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Το 1974, η πολιτική ιστορία του τόπου αλλάζει σελίδα με την επαναφορά της Δημοκρατίας, ύστερα από επτά έτη δικτατορικής διακυβέρνησης. Σταδιακά αρχίζουν να επανέρχονται οι δημοκρατικοί θεσμοί, ενώ η Ελλάδα κάνει αργά αλλά σταθερά βήματα για την ένταξή της στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), με τις διεργασίες να ολοκληρώνονται την 1η Ιανουαρίου 1981. Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. φαινόταν, αρχικά, αντίθετη με την είσοδο της Ελλάδας στην Κοινότητα, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως θα προβεί σε δημοψήφισμα προκειμένου να αποφασίσουν οι πολίτες για την παραμονή ή όχι της χώρας στους ευρωπαϊκούς κόλπους. Τελικά, οι εκλογές πραγματοποιούνται στις 18 Οκτωβρίου 1981 και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αναδεικνύεται πρώτο κόμμα με ποσοστό 48,1% επί των ψήφων, κάτι που μεταφραζόταν σε 172 έδρες στη Βουλή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όντας πλέον πρωθυπουργός, επαναλαμβάνει τη θέση του κόμματος –που είχε διατυπωθεί ήδη από το ιδρυτικό συνέδριο της 3ης Σεπτεμβρίου 1974– ότι η χώρα όφειλε να απαλλαγεί από τις έξωθεν παρεμβάσεις και να λαμβάνει μόνη της τις αποφάσεις για την πορεία της.
Όλα είναι έτοιμα πια για να αρχίσει η διακυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Τα δύο κύρια Υπουργεία, που μας ενδιαφέρουν εδώ, το Εθνικής Οικονομίας και το Γεωργίας, αναλαμβάνουν οι Μανόλης Δρεττάκης (για οκτώ μήνες) και ο Κώστας Σημίτης αντίστοιχα. Τον μεν πρώτο πλαισίωναν, ως στενοί του συνεργάτες, δύο γραμματείς και δυο σύμβουλοι, που διετέλεσαν ερευνητές στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, και, φυσικά, ένας Γενικός Γραμματέας. Ο δε δεύτερος διέθεσε τη θέση του Γενικού Γραμματέα στον Χρήστο Παπαθανασίου και για σύμβουλούς του επέλεξε τον Δημήτρη Δαμιανό (που ήταν γνώστης των θεμάτων που αφορούσαν την Ε.Ο.Κ.) και τον Δημήτρη Παπούλια (που θα διαχειριζόταν τις κοινοτικές επιδοτήσεις). Στην ομάδα αυτή ήταν, επίσης, οι Δημήτρης Χριστοδούλου, Νίκος Γιακουμέλος και Γιάννης Νικολόπουλος. Μέσα από τα δύο αυτά Υπουργεία θα περνούσαν κρίσιμα ζητήματα που θα αφορούσαν τη σχέση μας με την Ευρώπη και την ευρύτερη πολιτική που θα ακολουθούσε η χώρα. Η έμφαση στο Υπουργείο Γεωργίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς προεκλογικά το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε προβάλει την ανάγκη ανάπτυξης του πρωτογενούς χώρου παραγωγής, με την ενδυνάμωση των συνεταιρισμών, την αύξηση των δαπανών για επενδύσεις, την εξισορρόπηση των τιμών για τους αγρότες κ.α.
Εκτός από τα δύο αυτά Υπουργεία, όλα τα κυβερνητικά όργανα και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έψαχναν να βρουν μια νέα φόρμουλα, για να δημιουργηθεί ένα νέο καθεστώτος για τις σχέσεις Ελλάδας-Ε.Ο.Κ. Έτσι, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα μετά από το εκλογικό αποτέλεσμα είχε καταρτιστεί από την κυβέρνηση ένα σχέδιο, το αποκαλούμενο «Μνημόνιο», για την πορεία της χώρας μέσα στην κοινότητα. Το εν λόγω σχέδιο εστάλη τον Φεβρουάριο του ΄82 στους εταίρους, ενώ η κυβέρνηση δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο της εξόδου της χώρας από την οικογένεια της Ε.Ο.Κ. Κεντρικό θέμα της Ελλάδας ήταν η κοινή αγορά, διότι δημιουργούσε αρνητικά αποτελέσματα στις χώρες, που δεν ήταν στο κέντρο της Ευρώπης. Μέσα από το Μνημόνιο, λοιπόν, η χώρα μας διεκδικούσε δύο καίριας σημασίας ζητήματα. Το πρώτο σχετιζόταν με την εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς» για ένα εύλογο χρονικό διάστημα και το δεύτερο αφορούσε την αύξηση της οικονομικής βοήθειας. Τα αιτήματα αυτά στόχο είχαν, από τη μια, την ενίσχυση των επιχειρήσεων και, από την άλλη, θα στήριζαν την οικονομία από τα αρνητικά του ελεύθερου εξωτερικού εμπορίου.
Η απάντηση της Κοινότητας προς τη χώρα μας ήταν επί της ουσίας μια υπενθύμιση των κοινοτικών κανόνων. Αναφερόταν, δηλαδή, στο Πρωτόκολλο 7 της Πράξης Προσχώρησης του 1979, που αφορούσε την οικονομική ενίσχυση, αλλά και στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π.), που άρχιζαν να παίρνουν ζωή τότε. Οι εταίροι, όμως, δεν περιορίστηκαν μόνο στην απαντητική επιστολή, άλλα εστάλησαν στη χώρα ειδικά στελέχη, με σκοπό την ενημέρωση των αρμοδίων για τις δυνατότητες χρηματοδότησης και εξειδίκευσης ορισμένων μέτρων, δίχως να καταπατώνται οι κανόνες. Ιδιαίτερη σημασία είχε, επίσης, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο συγκλήθηκε στη Στουτγάρδη, κατά τις 17-19 Ιουνίου 1983, οπότε και διερευνήθηκαν περαιτέρω οι ελληνικές διεκδικήσεις. Δυστυχώς, όμως, δεν πραγματοποιήθηκαν οι απαιτήσεις που αφορούσαν την επανεξέταση των όρων της ένταξης, ωστόσο, διαπιστώθηκε η αδυναμία της χώρας απέναντι στην υλοποίηση των ενταξιακών προϋποθέσεων και, έτσι, λήφθηκαν ειδικά μέτρα. Σύμφωνα με υπολογισμούς, την περίοδο 1981-1989 εισέρευσαν στην Ελλάδα ποσά που άγγιζαν το όριο του 3% του Α.Ε.Π.
Απώτερος σκοπός των Μ.Ο.Π. ήταν ο εκσυγχρονισμός τόσο των δομών όσο και των οικονομικών μέσων των χωρών-μελών του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία) –με περίπου 50 εκατομμύρια κατοίκους να επωφελούνται–, απέναντι στις χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου (Ισπανία, Πορτογαλία). Η τελική έγκριση των Μ.Ο.Π. ήρθε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες τη 19η και 20η Μαρτίου 1984 και έναν χρόνο αργότερα ορίστηκε το χρονικό πλαίσιο και τα πρώτα κονδύλια. Ο Κοινοτικός Κανονισμός έγινε νόμος του κράτους με τον νόμο 2088/1985 και με αυτόν τον τρόπο άνοιγε ο δρόμος για την εισροή της επιπρόσθετης οικονομικής ενίσχυσης. Οι κινήσεις αυτές ανέδειξαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, που μέσα από τις διαπραγματεύσεις του και το ενδεχόμενο βέτο στην ένταξη των χωρών της Ιβηρικής, κατόρθωσε να μεταβάλει τη στάση των εταίρων, αν και από ό,τι φαίνεται και οι ίδιοι κινούνταν πλέον προς αυτή την κατεύθυνση, αντιλαμβανόμενοι την ιδιάζουσα κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Τα Μ.Ο.Π. είχαν πολλαπλούς στόχους: από τη μία, την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, της βιομηχανίας, του τουρισμού και, από την άλλη, την κατάρτιση των νέων και των γυναικών για να είναι έτοιμοι να βγουν στην αγορά εργασίας. Τα χρονικά πλαίσια θα είχαν ένα εύρος επτά ετών και τα κονδύλια, που θα κατευθύνονταν στα μέλη που τα δικαιούνταν, ανέρχονταν σε 6,6 δισεκατομμύρια ECU. Η Ελλάδα δέσμευσε τα πρώτα 2 δις ECU κατά το 1986 –ένα από τα μεγαλύτερα ποσά που έλαβε ποτέ–, ενώ η χώρα θα χωριζόταν σε έξι γεωγραφικές περιφέρειες, στις οποίες θα κατευθύνονταν τα κονδύλια, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε τόπου.
Όπως σε κάθε τι στη ζωή, υπάρχουν δύο όψεις σχετικά με τα Μ.Ο.Π.: η θετική και η αρνητική. Από την πλευρά των θετικών έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρουμε πως ήταν μια ευκαιρία άνευ προηγουμένου για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των παραγωγικών δομών και δημοσίων έργων της χώρας, με ποσά που δεν θα επιβάρυναν τα κρατικά ταμεία και θα έφερναν τους Έλληνες πολίτες επί ίσοις όροις με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, εάν χρησιμοποιούνταν ορθά και στοχευμένα. Η αρνητική όψη του νομίσματος εντοπίζεται στην αδυναμία ανάπτυξης της περιφέρειας και η διασπάθιση των ποσών σε πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων που δεν είχαν κάποιο άμεσο και ουσιώδες αποτέλεσμα, ενώ και η ίδια η διοίκηση υστερούσε στην υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού προγράμματος με απτά αποτελέσματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (2021), Η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο: προσλήψεις και σχολές σκέψεις της ελληνικής διπλωματίας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
- Συλλογικό έργο (2000), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ΄, Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Βούλγαρης, Γιάννης (2001), Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη Μεταπολεμική Ιστορία, Αθήνα: Θεμέλιο
- Συλλογικό έργο (2014), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄80, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Αθήνα: Επίκεντρο
- Δρεττάκης, Μανόλης Γ. (2017), Μια διαδρομή με απρόσμενες αλλαγές πορείας, Συνοπτική Αυτοβιογραφία, Αθήνα: Gutenberg
- Σημίτης, Κώστας (2015), Δρόμοι ζωής, Αθήνα: Πόλις
- Ασημακόπουλος, Βασίλης. Τάσσης, Χρύσανθος (2018), ΠΑΣΟΚ 1974-2018, Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές, Αθήνα: Gutenberg