Της Μυρτώς Κατσούλη,
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Χαρακτηριστικό της προεδρευόμενης είναι ότι αρχηγός του κράτους είναι ο αρχηγός της εκλεγείσας κυβέρνησης, η οποία κυβέρνηση εμπλέκεται και συμμετέχει στην εκτελεστική εξουσία. Το κοινοβουλευτικό της ελληνικής μας δημοκρατίας έγκειται στο ότι η κυβερνητική εξουσία ανήκει στην κυβέρνηση, η οποία υπόκειται σε σχέση εμπιστοσύνης με το κοινοβούλιο. Κάτι που έρχεται σε αντιδιαστολή με την προεδρική δημοκρατία κατά την άσκηση της οποίας ο πρόεδρος δεν τελεί σε σχέση εμπιστοσύνης με το κοινοβούλιο και κατέχει όλη την κυβερνητική εξουσία, όπως συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Βασική αρχή και συνάμα συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι ότι προκειμένου να θεμελιωθεί χρειάζεται ένα ισχυρό κοινοβούλιο που να ελέγχει την εκτελεστική εξουσία. Το ελληνικό κοινοβούλιο, ή αλλιώς Βουλή, είναι θεσμικά αυτόνομο, που σημαίνει ότι, ναι μεν έχει συντεταγμένη εξουσία, αλλά και ότι δεσμεύεται ενώπιον του κράτους και του ίδιου του πλαισίου του νόμου. Η πηγή, εντούτοις, κανόνων της Βουλής είναι ο ίδιος της ο Κανονισμός, ο οποίος υπόκειται σε αυτοέλεγχο. Πάντως, εάν προσπαθούσαμε να συγκρίνουμε την ισχύ του κειμένου του Συντάγματος με τον Κανονισμό της Βουλής – ως αυτοτελής πηγή δικαίου με ισχύ νόμου – θα αποτυγχάναμε, καθώς τελούν σε σχέση ανεξαρτησίας, στον βαθμό που ρυθμίζονται ζητήματα εκτός του πεδίου εφαρμογής είτε της Βουλής είτε του νόμου αντίστοιχα. Ο Κανονισμός αυτός ψηφίζεται από τη Βουλή και εκδίδεται με παραγγελία του προέδρου της σε Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο από πρόταση του προέδρου της Βουλής ή των βουλευτών.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Βουλή επωμίζεται εξαρχής να ασκεί την εξουσία της ελεύθερα και δημοκρατικά. Το ελεύθερο έγκειται στην ανεξαρτησία των βουλευτών, των κοινοβουλευτικών ομάδων και τη δράση του σώματος σε σχέση με τις υπόλοιπες εξουσίες. Το δημοκρατικό, από την άλλη, εκδηλώνεται στις σχέσεις εντός του σώματος, ώστε να εκπληρώνονται αρμονικά οι βασικές λειτουργίες της. Η πρώτη βασική λειτουργία είναι να νομιμοποιεί την κυβέρνηση, δηλαδή να δημιουργείται μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και του κοινοβουλίου σχέση εμπιστοσύνης με 151 ψήφους, η οποία, φυσικά μπορεί να καμφθεί και να απωλεσθεί με πρόταση δυσπιστίας που μπορεί να ασκήσει η εκάστοτε αντιπολίτευση.
Η δεύτερη λειτουργία της Βουλής αφορά στην έκταση του νομοθετικού της έργου. Το Ελληνικό Κοινοβούλιο αναλαμβάνει συνταγματικά την επεξεργασία και την ψήφιση, αλλά – ουσιαστικά – την κύρωση, νόμων, ωστόσο το έργο της σταματά εκεί, καθώς η συνταγματικότητά τους ελέγχεται από τη δικαστική εξουσία, με οποιαδήποτε δικαιοδοσία, διοικητική, πολιτική ή ποινική. Η τρίτη και τελευταία λειτουργία της Βουλής είναι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, δηλαδή ο έλεγχος που ασκούν οι ίδιοι οι βουλευτές στο έργο της εκάστοτε κυβέρνησης.
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει από τις αρμοδιότητες της Βουλής η εκλογή του προέδρου της. Το Κοινοβουλευτικό Προεδρείο συντίθεται από τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους, οι οποίοι εκλέγονται με πλειοψηφία των μελών. Οι εκλογές γίνονται για κάθε μέλος του Προεδρείου ξεχωριστά και έχουν την εξής ιδιαιτερότητα: ο πρόεδρος της Βουλής προέρχεται από το κυβερνών κόμμα, όπως και ο αντιπρόεδρος, ενώ από τον τρίτο αντιπρόεδρο και μετά εκλέγεται υποψήφιος των κομμάτων κατά σειρά εκλογικής δύναμης, όπως εισήλθαν τα κόμματα στο κοινοβούλιο στις εκλογές.
Εν κατακλείδι, η Βουλή είναι το απαραίτητο και αναγκαίο θεμελιακό όργανο της ελληνικής δημοκρατίας. Ο ρόλος της είναι καίριος για την ορθή και αμετάβλητη κρατική λειτουργία, καθώς η πολιτική και η νομική επιστήμη συντρέχουν και πρέπει να αποσκοπούν στη βέλτιστη οικοδόμηση ενός δημοκρατικού συνόλου. Συνεπώς, η σύγχρονη ελληνική κοινοβουλευτική δύναμη ενυπάρχει και πρέπει να τελεί σε σχέση αλληλεπίδρασης με όλες τις άλλες εξουσίες για τη συνέπεια ενώπιον του Συντάγματος και εν τέλει του πολίτη.