Της Κάτιας Σπυροπούλου,
Οι δηλώσεις του πρώην επιτρόπου Οικονομικών, Joaquín Almunia, κινούνται γύρω από το θέμα της δημοσιονομικής χαλάρωσης, η οποία, μάλιστα, είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τον ίδιο, να έχει εξασφαλίσει τη θέση της, ακόμη και μετά το 2022. Αναφορικά με την Ελλάδα, επισημαίνει ότι καλό θα ήταν να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο χρέος, ειδικά από τη στιγμή που αναφερόμαστε σε μια πιο αυστηρή νομισματική πολιτική. Σε αυτό το σημείο, καλό θα ήταν να γίνει λόγος για το γεγονός ότι μέχρι το 2040, περίπου, θα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και η ελληνική οικονομία. Τι σημαίνει όμως κάτι τέτοιο;
Σύμφωνα με το άρθρο 14 του εν λόγω, απολύτως δεσμευτικού, νομικού πλαισίου, το οποίο, φυσικά, έχει συνυπογράψει και η Ελλάδα, ακόμη και μετά τη λήξη ενός Μνημονίου «τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το Πρόγραμμα, εφόσον δεν έχει εξοφληθεί, τουλάχιστον, το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ή το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας, μετά το πρόγραμμα, σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους-μέλους».
Υπενθυμίζεται ότι η προαναφερθείσα χώρα έχει λάβει δάνεια από τον EFSF, συνολικού ύψους 144,6 δισεκατομμυρίων ευρώ (εκ των οποίων δεν έχουν ακόμη εκταμιευθεί 10,66 δισ. ευρώ), με λήξεις έως και το 2048. Σαν να μην έφθανε αυτό, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έχουν προσφέρει 52,9 δισ. ευρώ σε διμερή δάνεια, στο πλαίσιο του πρώτου Μνημονίου. Οι λήξεις αυτών των δανείων υπολογίζεται να επεκταθούν ακόμη περισσότερο από τη μέση διάρκεια ωρίμανσης 30, 48 ετών που παρατηρείται σήμερα, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012, για περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι μέχρι και τη τέταρτη δεκαετία του 21ου αιώνα, όταν η Ελλάδα θα αποπληρώσει το 75% αυτών των δανείων, θα βρίσκεται υπό καθεστώς ασφυκτικής εποπτείας. Ο Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS) τονίζει, λοιπόν, ότι, μετά την επικείμενη έξοδο της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, η ευθύνη θα είναι όλη δική της.
Σε ερώτηση που του ετέθη, σχετικά με το εύρος της ζημιάς στην ευρωπαϊκή οικονομία εξαιτίας της υπάρχουσας κρίσης στην Ουκρανία, απάντησε ότι μία ακριβής εκτίμηση είναι κάθε άλλο παρά εύκολη, αφού συντρέχουν ποικίλοι παράγοντες, όπως είναι η διάρκεια του πολέμου, η εξέλιξη των αγορών ενέργειας και οι αντιδράσεις της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής έναντι των πληθωριστικών ρίσκων. Παρόλα αυτά, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα φτάσουμε σε επίπεδα ύφεσης.
Η νέα κρίση ασκεί πιέσεις για παράταση της δημοσιονομικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη, όπου εκκρεμούν οι διαβουλεύσεις για το ενδεχόμενο αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας. Απέναντι σε αυτή τη δήλωση, ο J. Almunia απαντά με επιφυλακτικότητα. Μάλιστα, αναφέρει ότι η καλύτερη επιλογή είναι η υιοθέτηση μιας ευέλικτης θέσης, έως ότου η κατάσταση γίνει πιο σταθερή και προβλέψιμη. Μέλημά του είναι η δημιουργία ενός πιο πολλά υποσχόμενου μέλλοντος, αλλά σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Με άλλα λόγια, δίνει έμφαση σε απλούστερους κανόνες, εστιασμένους στη βιωσιμότητα του χρέους. Οι κανόνες αυτοί θα επιτρέπουν, σταδιακά, ένα προς ένα μονοπάτια προσαρμογής και θα είναι καλύτερα συνδεδεμένοι με την ανάλυση των συνθηκών των εθνικών οικονομιών.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το κύριο πρόβλημα εστιάζεται στις παρεμβάσεις που χρειάζεται η χώρα για να γίνει μια πιο ανταγωνιστική και αναπτυγμένη οικονομία. Προτείνεται, λοιπόν, τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και οι ιδιώτες επενδυτές να δώσουν προτεραιότητα στις επενδύσεις, προκειμένου να αυξήσουν τα επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όμως, πώς θα επηρεάσει η πολιτική αυτή της δημοσιονομικής χαλάρωσης την Πράσινη Μετάβαση; Η κλιματική αλλαγή, αλλά και ο παραμερισμός του περιβάλλοντος, αποτελούν απειλή για την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, γενικότερα, του κόσμου. Για την πλήρη εξόντωση αυτών των προκλήσεων, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Μετάβαση συνιστά τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρώπης, η οποία πρόκειται να μετασχηματίσει την Ένωση σε μια σύγχρονη, αποδοτική, ως προς τη χρήση των πόρων, και ανταγωνιστική οικονομία. Ως στόχο της, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει να καταστήσει την Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, να τονώσει την οικονομία μέσω της πράσινης τεχνολογίας, να δημιουργήσει βιώσιμη βιομηχανία και βιώσιμες μεταφορές και να μειώσει τη ρύπανση.
Η μετατροπή των κλιματικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων σε ευκαιρίες θα καταστήσει τη μετάβαση δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς για όλους. Ο πρώην, λοιπόν, Επίτροπος, ύστερα από σχετική ερώτηση για το γεγονός ότι οι τιμές ενέργειας βρίσκονται στα ύψη και για το εάν η κίνηση και πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει στην πράσινη μετάβαση είναι εύλογη, αποκρίθηκε ότι το σίγουρο είναι πως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι, και θα συνεχίσει να αποτελεί, προτεραιότητα. Στο πλαίσιο τέτοιων δυσχερών καταστάσεων, είναι απαραίτητη η υποστήριξη μιας τέτοιας πράσινης μετάβασης. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι συνιστά μέσο για να αυξήσουμε τις αναπτυξιακές μας δυνατότητες και την ανταγωνιστικότητά μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας έως το 2040 η ελληνική οικονομία», Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
- Πράσινη μετάβαση, ΕC Europa. eu, διαθέσιμο εδώ
- «Χοακίν Αλμούνια στην Κ: Δημοσιονομική χαλάρωση και μετά το 2022», Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ