Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η δημόσια αντιπαράθεση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με τη δημοσίευση της έκθεσης της Media Freedom Rapid Response, η οποία αφορά την ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας, αποδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι το πολιτικό σύστημα αρνείται να προσεγγίσει τα μεγάλα ζητήματα με τη δέουσα σοβαρότητα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι μόνο αν απαντηθούν ένα προς ένα τα βασικά συμπεράσματα του συγκεκριμένου πονήματος μπορεί να υπάρξει μια ουσιαστική συζήτηση επ’ αυτού:
Η πρόοδος των ερευνών για τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ εμφανίζεται αργή και στερείται στοιχειώδους διαφάνειας. Το ίδιο και αυτή για τις απειλές κατά του Κώστα Βαξεβάνη. Κατ’αρχάς, το κατά πόσο τα κίνητρα των δραστών αφορούσαν τη φίμωση του αειμνήστου δημοσιογράφου είναι αντικείμενο της αστυνομικής έρευνας και ακολούθως της Δικαιοσύνης, εφόσον η υπόθεση οδηγηθεί εν τέλει εκεί. Το δε πλαίσιο διαφάνειας πρέπει να υφίσταται, αλλά είναι επίσης αυτονόητο ότι έρευνες για τέτοιου είδους εγκλήματα οφείλουν να διεξάγονται και με τη δέουσα μυστικότητα. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για ό,τι αφορά τον Βαξεβάνη. Αν κάποιος έχει στοιχεία ότι η αργοπορία αυτή εντάσσεται σε ένα σχέδιο συγκάλυψης δεν έχει παρά να τα καταθέσει στα αρμόδια όργανα, όλα τα άλλα είναι καφενειακές συζητήσεις.
Η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να «ελέγξει το μήνυμα» και να φιμώσει τις επικριτικές και αντίθετες φωνές. Αυτό έχει συμβάλει σε μια πολιτικά πολωμένη και κατακερματισμένη αγορά μέσων ενημέρωσης. Οι εφημερίδες και οι μεμονωμένοι δημοσιογράφοι που βρίσκονται ιδεολογικά στο πλευρό της Αντιπολίτευσης ή τηρούν ουδέτερη στάση, γίνονται από την Κυβέρνηση αντικείμενο άνισης μεταχείρισης, υπονομεύοντας τις δημοσιογραφικές τους δραστηριότητες. Αυτό έχει επιδεινωθεί περαιτέρω από την έλλειψη διαφάνειας γύρω από την κατανομή της κρατικής διαφήμισης και την κατανομή της με βάση τις καθιερωμένες κομματικές γραμμές.
Η αγορά των ΜΜΕ στην Ελλάδα υπήρξε πολιτικά πολωμένη από τη στιγμή της ιδρύσεως του κράτους μας. Ούτε προέκυψε τώρα ούτε προβλέπεται να εξαλειφθεί στο μέλλον βάσει του τρόπου που είναι δομημένο το ημέτερο πολιτικοοικονομικό σύστημα και βάσει των πολιτισμικών μας αναφορών. Πάντως, δύο εκ των ιστορικοτέρων εντύπων της χώρας, ο Ριζοσπάστης και η Αυγή αποτελούν επίσημα όργανα κομμάτων της Αντιπολίτευσης. Σε ό,τι αφορά τον κατακερματισμό της αγοράς αυτός οφείλεται στην φούσκα που είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο διάστημα όπου μια μικρή χώρα σαν τη δική μας είχε έναν τεράστιο αριθμό μέσων ενημέρωσης ποικίλης μορφής και ύλης. Στην ελεύθερη αγορά, όμως, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν και τους ανάλογους κινδύνους του ιδιωτικού τομέα σε ό,τι αφορά την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Θα είχε, επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον να κατονομαστούν οι εφημερίδες και οι δημοσιογράφοι που τηρούν ουδέτερη στάση και λόγω αυτού διώκονται για να δούμε και τα πρότυπα ουδετερότητας των συντακτών της έκθεσης στα της κρατικής διαφήμισης: Είναι γνωστό σε όλους ότι η εκάστοτε κυβέρνηση πριμοδοτεί τους παράγοντες του Τύπου που θεωρεί ότι πρόσκεινται φιλικά στην ίδια. Αυτό συμβαίνει και με τη ΝΔ μέσω της περιώνυμης «Λίστας Πέτσα», αυτό συνέβαινε και επί ΣΥΡΙΖΑ, όπου η Αυγή των 1.000 φύλων ημερησίως σε πανελλαδικό επίπεδο ήταν το έντυπο στο οποίο επέλεγαν να διαφημιστούν ακόμα και τυπικά ιδιωτικές επιχειρήσεις που, όμως, συνδέονταν στενά με το Δημόσιο και την Κυβέρνηση, όπως οι τράπεζες. Προφανώς και πρέπει να αλλάξει, αλλά δεν ανακαλύψαμε και την Αμερική την τελευταία τριετία…
Το ρεπορτάζ σχετικά με την εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των απωθήσεων (pushbacks) και άλλων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Οι παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι συνδέονται με την περιοριστική μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης και την απροθυμία της να δεχτεί τον δημόσιο έλεγχό της, γεγονός που οδηγεί σε εμπόδια στην ενημέρωση όπως αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, περιορισμό της πρόσβασης, παρακολούθηση και παρενόχληση.
Η κατηγορία περί απωθήσεων διακινείται πρωτίστως από την Τουρκία και ορισμένοι δυτικοί παράγοντες (πολιτικοί, ΜΜΕ, ΜΚΟ κ.λπ) έχουν σπεύσει να την υιοθετήσουν χωρίς στοιχεία, για διαφόρους λόγους που κυμαίνονται από την ιδεοληψία εναντίον των συνόρων των εθνών-κρατών μέχρι τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα.
Την ίδια στιγμή, όμως, που ψέγεται η χώρα με σφοδρότητα για την αντιμετώπιση δημοσιογράφων που την κριτικάρουν για τη μεταναστευτική της πολιτική δεν γίνεται μνεία και στη μη τήρηση βασικών κριτηρίων δεοντολογία εκ μέρους τους: Έχουμε τη γνωστή Ολλανδή δημοσιογράφο η οποία εκτός των σκαιών επιθέσεων κατά της χώρα μας, έχει συλληφθεί διότι φιλοξενούσε νεαρό Πακιστανό ο οποίος είχε εισέλθει και διέμενε παράνομα στη χώρα μας. Έχουμε το συκοφαντικό άρθρο των New York Times περί της δήθεν ύπαρξης μυστικού κέντρου κράτησης στον Έβρο, με δύο εκ των δημοσιογράφων που υπέγραψαν το ρεπορτάζ (η μία Ελληνίδα) να αναγκάζονται να ανακαλέσουν παραδεχόμενοι ότι ο δήθεν πρόσφυγας που αποτέλεσε την πηγή τους ήταν Τούρκος πολίτης, συνδεόμενος με το καθεστώς Ερντογάν! Έχουμε το συκοφαντικό άρθρο του Spiegel περί της δήθεν δολοφονίας Πακιστανού από Έλληνες στρατιώτες, επίσης στον Έβρο, που όπως απεδείχθη βασίστηκε σε φωτογραφίες μέλους της τουρκικής Βουλής με το κόμμα Ερντογάν!
Στα ρεπορτάζ συγκεντρώσεων και διαμαρτυριών οι δημοσιογράφοι δέχονται επιθέσεις τόσο από τις αρχές επιβολής του νόμου όσο και από διαδηλωτές. Οι συνομιλητές μας έδωσαν παραδείγματα δημοσιογράφων που συνελήφθησαν, δέχθηκαν επιθέσεις και εμποδίστηκαν από την αστυνομία να κάνουν ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Σημείωσαν ότι δεν φορούν διακριτικά Τύπου για να αποφύγουν τις συγκρούσεις με διαδηλωτές και την περαιτέρω διακινδύνευση της ασφάλειάς τους.
Αν κάποιος συλληφθεί παράνομα, υπάρχουν νομικές πρόνοιες σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβεί ώστε να αρθεί η παράνομη κράτησή του κι επιπλέον να αποκατασταθεί η οποιαδήποτε ζημιά έχει υποστεί. Ποιοι άνθρωποι συγκεκριμένα βίωσαν τέτοιες συμπεριφορές από όργανα της τάξεως και πώς αντέδρασαν θεσμικά; Το ότι δεν φορούν διακριτικά για να αποφύγουν την στοχοποίησή τους έχει να κάνει σαφώς με το ανεπαρκές επιχειρησιακό πλαίσιο διεξαγωγής των διαδηλώσεων. Θα είχε επόμως ενδιαφέρον να δούμε τι υποστηρίζουν δημοσίως διάφοροι δημοσιογράφοι όταν γίνεται μία προσπάθεια να μπει τάξη στο ζήτημα των διαδηλώσεων.
Οι νομικές απειλές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, με στόχο κυρίως δημοσιογράφους που αναφέρονται στη διαφθορά και σε κυβερνητικά επικριτικά μέσα. Οι περιορισμένοι πόροι των Ελλήνων δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης έχουν ως αποτέλεσμα τέτοιες νομικές απειλές πιθανόν να οδηγήσουν σε αυτολογοκρισία.
Η προστασία των φυσικών και νομικών προσώπων από παράνομες προσβολές των δικαιωμάτων τους βρίσκεται στον πυρήνα κάθε ευνομούμενης Πολιτείας. Από πού κι ως που ένας δημοσιογράφος που κάνει τη δουλειά του με τον προσήκοντα τρόπο, στο πλαίσιο των νόμων και της επαγγελματικής του δεοντολογίας, έχει να φοβάται κάτι; Αν το όποιο δημοσίευμα βασίζεται σε σοβαρή έρευνα, είναι τεκμηριωμένο με την παράθεση αξιόπιστων στοιχείων και σέβεται όλα τα δικαιώματα των υποκειμένων του, γιατί η ύπαρξη του υφισταμένου νομικού πλαισίου το απειλεί; Σε ό,τι έχει να κάνει με τα δικαστικά έξοδα, το ύψος αυτών δεν αλλάζει για τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ.
Στην πιο πρόσφατη πάντως καταδίκη δημοσιογράφου-επικεφαλής Γραφείου Τύπου της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για συκοφαντική δυσφήμιση, ακολούθησε και η αποκάλυψη ότι είχε διαπράξει καταδολίευση μέσω εικονικής πώλησης μεριδίου ακινήτου της σε κυπριακή off shore προκειμένου ο ενάγων να μην μπορέσει να αποζημιωθεί οικονομικά από την ίδια! Από την άλλη, στην Ελλάδα, βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα πλήθος καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους δημοσιογράφων και ΜΜΕ χωρίς να ανοίγει μύτη.
Το τεκμήριο της αθωότητας στη χώρα έχει κατακρεουργηθεί και μετατραπεί σε κριτήριο ενοχής. Οι τηλεδίκες είναι καθημερινό φαινόμενο με ανθρώπους να καταστρέφονται από τα ΜΜΕ χωρίς στοιχεία ή με επιλεκτική παράθεση αυτών. Έχουμε κατά καιρούς δει παράνομη καταγραφή με κρυφές κάμερες, παράνομη δημοσιοποίηση ιατρικών δεδομένων διασήμων προσώπων, θεωρίες συνωμοσίας, δημοσίευση ερωτικών στιγμών δημοσίων προσώπων κ.α. Όποιος επιλέγει, λοιπόν, να πράξει τα ανωτέρω πρέπει να έχει συνέπειες.
Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν είναι ούτε η κόλαση ούτε ο παράδεισος της δημοσιογραφίας. Είναι μία δημοκρατική, δυτική χώρα με προβλήματα σε ό,τι αφορά το πλαίσιο άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος-επαγγέλματος. Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η ειλικρίνεια όλων των εμπλεκομένων πλευρών…