13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Κυπρομινωική Γραφή: Ένα άλυτο μυστήριο της κυπριακής αρχαιολογίας

Η Κυπρομινωική Γραφή: Ένα άλυτο μυστήριο της κυπριακής αρχαιολογίας


Του Σπύρου Βαλαβάνη,

Κατά την Ύστερή Εποχή του Χαλκού στην Κύπρο, γνωστή και ως Υστεροκυπριακή Περίοδος ή Ύστερη Χαλκοκρατία (περ. 1650/1600 – 1050 π.Χ.), παρατηρείται μία αύξηση των αστικών κέντρων, καθώς και εντατικοποίηση του εμπορίου. Αυτή η δημογραφική και οικονομική άνοδος επέβαλε την ανάγκη να δημιουργηθούν πιο περίπλοκα διοικητικά συστήματα στις κατά τόπους κοινότητες, προκειμένου να διαχειριστούν την παραγωγή και διακίνηση των αγαθών. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο αναγκαίος στάθηκε ο ρόλος της γραφής. Θεωρείται δε από πολλούς ερευνητές ότι η γραφή στην Κύπρο εμφανίσθηκε περίπου αυτή την περίοδο με τη μορφή της λεγόμενης Κυπρομινωικής γραφής ή συλλαβαρίου.

Αρχικά, το όνομα αυτής της γραφής δόθηκε από τον Sir Arthur Evans το 1909, καθώς παρατήρησε αρκετές ομοιότητες με τη Γραμμική Α γραφή, που χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη. Δυστυχώς, η Κυπρομινωική γραφή δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί και, συνεπώς, δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός της γλώσσας, την οποία αποτυπώνει. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι μελετητές εικάζουν πως ανήκει στη λεγόμενη «Ετεοκυπριακή» γλώσσα, που μιλιόταν στο νησί και στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων παράλληλα με την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο.

Η προέλευση της γραφής είναι, επίσης, άγνωστη, αν και αρκετοί πιστεύουν πως έχει κάποια κοινή βάση με τη Γραμμική Α, οπότε θεωρείται πιθανό οι Κύπριοι να δανείστηκαν στοιχεία από τις επαφές τους με τους Μινωίτες εμπόρους, κάτι που ακόμη δεν έχει αποδειχθεί. Το σίγουρο είναι ότι δε διαθέτουμε κείμενα, που να χρονολογούνται πριν το τέλος του 16ου αιώνα π.Χ., επομένως, πολλοί τοποθετούν την εμφάνιση της γραφής στην Κύπρο κάπου εκείνη την περίοδο. Το αρχαιότερο δείγμα γραφής που μας σώζεται αποτελεί μία ψημένη πινακίδα από την Έγκωμη στη σημερινή Επαρχία Αμμοχώστου (κατεχόμενη επικράτεια), η οποία χρονολογείται γύρω στα 1500 π.Χ. Στον βαθμό που σώζεται έχει ύψος 5,5 εκ. και πλάτος 7,5 εκ. Φέρει τρεις σειρές συμβόλων, χωρισμένες με οριζόντιες γραμμές, ενώ η χάραξη των συμβόλων πρέπει να έγινε πριν την όπτηση.

Πήλινος σφραγιδοκύλινδρος ΚΜ Ι με συνεχές κείμενο 27 σειρών. Πηγή εικόνας: eclass.uoa.gr

Με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Κυπρομινωική είναι μια συλλαβογραφική γραφή, δηλαδή κάθε σύμβολο αναπαριστά μία συλλαβή. Θεωρείται πως έχει πάρει στοιχεία τόσο από τις γραμμικές όσο και από τις σφηνοειδείς γραφές, που επικρατούσαν τότε στην Ανατολική Μεσόγειο. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι η Κυπρομινωική, κατά περίοδο και περιοχές, διακρινόταν σε διάφορες παραλλαγές ή συστήματα με βάση τον χαρακτήρα των συμβόλων. Η Émilia Masson πρότεινε τρία συστήματα γραφής: πρόκειται για την Κυπρομινωική (ΚΜ) I, II και III. Η ΚΜ Ι χρονολογείται περίπου από τον 14ο έως τον 11ο αιώνα π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε σχεδόν σε όλη την έκταση του νησιού, οπότε είναι πιθανό οι κάτοικοι της Κύπρου να χαρακτηρίζονταν από κάποια γλωσσική ομοιογένεια.

Η ΚΜ ΙΙ χρονολογείται από το τέλος του 13ου έως τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και περιορίζεται στην περιοχή της Έγκωμης. Απ’ ό,τι φαίνεται, η ΚΜ ΙΙ αποτύπωνε μια διαφορετική γλώσσα, πιθανότατα ενός «ξένου» λαού που για άγνωστους λόγους εγκαταστάθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή. Τέλος, για τη ΚΜ ΙΙΙ γνωρίζουμε στοιχεία κυρίως από κείμενα που βρέθηκαν στην Ugarit (Ουγκαρίτ), μια πόλη στη σημερινή Συρία, η οποία την Εποχή του Χαλκού αποτελούσε σημαντικό διεθνές λιμάνι. Γνωστό παράδειγμα είναι μια ψημένη πήλινη πινακίδα με έναν κατάλογο είκοσι πέντε σημιτικών ονομάτων, εκ των οποίων τα είκοσι έχουν καταφέρει να διαβαστούν. Πολλοί υποθέτουν πως η γραφή αυτή εισήχθη στην πόλη από Κυπρίους εμπόρους ή αποίκους, κάτι που ίσως μαρτυρεί σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ugarit.

Η χρήση της Κυπρομινωικής γραφής δεν περιορίστηκε μόνο στις οπτές πινακίδες διοικητικού χαρακτήρα, αλλά επεκτάθηκε και σε αντικείμενα καθημερινής και αναθηματικής χρήσης. Παραδείγματα, όπως σφραγιδοκύλινδροι, πήλινα σφαιρίδια, χάλκινα τάλαντα, καθώς και μεταλλικά ή πήλινα αγγεία, έχουν κατά καιρούς βρεθεί ενεπίγραφα σε ανασκαφές. Τέτοια ευρήματα έχουν κάνει τους αρχαιολόγους να υποθέτουν ότι υπάρχει πιθανότητα η γνώση της γραφής να μην περιοριζόταν μόνο στην τοπική αριστοκρατική – ανακτορική τάξη, όπως είθισται εκείνη την εποχή, αλλά να εξαπλώθηκε και σε ένα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.

Πινακίδες ΚΜ ΙΙ από την Έγκωμη. Πηγή εικόνας: eclass.uoa.gr

Τέλος, σε αντίθεση με την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η Κύπρος δεν υπέστη τις δραματικές και ριζικές αλλαγές, που έφεραν το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Αντίθετα, πόλεις, όπως η Έγκωμη, συνέχιζαν να ακμάζουν. Παρά το γεγονός ότι κείμενα σε Κυπρομινωική γραφή σταμάτησαν να παράγονται στη γειτονική Χανάαν (π.χ. Ugarit), στο νησί συνέχισε η χρήση της ως τον 9ο – 8ο αι. π.Χ., οπότε αντικαταστάθηκε από το κυπριακό συλλαβάριο, το οποίο ήταν μια πιο απλοποιημένη μορφή της.

Πολλοί υποστηρίζουν πως αυτήν την αλλαγή την έφεραν αιγαιακοί πλυθησμοί που έφθασαν στο νησί μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. και που συμβατικά ονομάζουν «Αχαϊκό Αποικισμό». Τώρα, αν αυτός ήταν ο «ξένος» λαός που χρησιμοποίησε την ΚΜ ΙΙ, δε μπορεί να το επιβεβαιώσει κανείς. Πιστεύεται, όμως, πως προσάρμοσαν την Κυπρομινωική γραφή στη γλώσσα τους και διαμόρφωσαν σταδιακά την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο των ιστορικών χρόνων και οδήγησαν σε ένα είδος «εξελληνισμού» της Κύπρου. Αυτή η διάλεκτος θα βρει, τελικά, την οριστική της έκφραση στο κυπριακό συλλαβάριο, το οποίο θα είναι το επίσημο σύστημα γραφής στο νησί ως την πρώιμη Ελληνιστική Περίοδο, οπότε λόγω διαφόρων ιστορικών συνθηκών θα υιοθετήσει το ελληνικό αλφάβητο.

Συνοψίζοντας, η αποκρυπτογράφηση της Κυπρομινωικής γραφής αποτελεί ακόμα δύσκολο ερευνητικό εγχείρημα για την αρχαιολογική κοινότητα. Ωστόσο, με τη πάροδο των ετών και την εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης και της μεθοδολογίας της, γίνονται όλο και μεγαλύτερα βήματα στη μελέτη της, όπως η ανάγνωση ορισμένων ονομάτων. Δυστυχώς, όμως, η αποκρυπτογράφησή της φέρει ακόμα δυσκολίες, με τους ειδικευμένους επιστήμονες να ελπίζουν τουλάχιστον στην εύρεση κάποιας δίγλωσσης επιγραφής (παρόμοια με εκείνη π.χ. της Στήλης της Ροζέτας), η οποία θα έλυνε το μυστήριο γύρω από την Κυπρομινωική γραφή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Μαντζουράνη, Ελένη (2006), Η Αρχαιολογία της Προϊστορικής Κύπρου, Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου – Καρδαμίτσα
  • Καραγιώργης, Βάσος (2002), Κύπρος: Το σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου 1600-500 π.Χ., Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σπυρίδων Βαλαβάνης
Σπυρίδων Βαλαβάνης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998. Είναι επί πτυχίω φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει συμμετάσχει εθελοντικά σε ανασκαφές στη Ραφήνα και τον Μαραθώνα και έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την Ιστορία και τους αρχαίους πολιτισμούς. Είναι γνώστης της αγγλικής και στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την μουσική και την πεζοπορία.