Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Ξενιτιά, μετανάστευση, φτώχεια, ξενοφοβία, Μεταπολεμική Ελλάδα και Αυστραλία: Αυτές είναι οι καταστάσεις που κυριαρχούν και οι έννοιες τις οποίες πραγματεύεται το λογοτεχνικό βιβλίο Αυστραλία: Δέκα Ιστορίες του ιστορικού και καθηγητή Πολιτισμικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημόσιας Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Κώστα Κατσάπη, που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες από τις Eκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
Η εν λόγω συλλογή ιστοριών συνιστά μια μίξη πραγματικών στοιχείων και μυθοπλασίας, σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα, για την οποία αντλήθηκε υλικό από ποικίλες πηγές, όπως το ιστορικό αρχείο της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας (GOC) στο NSW, το οποίο επισκέφτηκε το 2011 για έρευνα, αλλά και τους σχετικούς με την ελληνοαυστραλιανή μετανάστευση φακέλους, που υπόκεινται στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών είναι διαφορετικοί σε κάθε αφήγηση, ωστόσο μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, όπως τη νοσταλγία της πατρίδας, το «μίσος» θα τολμούσαμε να πούμε για την Αυστραλία, αλλά και την προσκόλλησή τους στα ελληνικά ιδανικά. Μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου, βλέπουμε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όταν οι συνθήκες διαβίωσης εξαιτίας της φτώχειας ήταν σχεδόν άθλιες και τα οικογενειακά βάρη τεράστια, με αποτέλεσμα πολλοί να επιλέγουν τον δρόμο της μετανάστευσης, για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι εξ αυτών δεν είχαν σκοπό να μεταναστεύσουν μόνιμα στην Αυστραλία, απλώς επιδίωκαν να ξοδέψουν εκεί ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να βελτιωθεί η οικονομική τους κατάσταση και έπειτα να μπορέσουν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Βέβαια, ορισμένοι δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τον συγκεκριμένο στόχο, όπως για παράδειγμα ο Βασίλης που μας αφηγείται τελευταίος την ιστορία του και αναλογιζόμενος τον χρόνο που πέρασε στο Σίδνεϋ, διαπιστώνει, εν τέλει, ότι η αγάπη του για την πατρίδα είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία του να βγάλει χρήματα.
Ακόμη, χάρη σε αυτό το ανάγνωσμα μπαίνουμε βαθιά μέσα στους ρυθμούς και την καθημερινότητα της παροικίας, την οποία είχαν στήσει οι Έλληνες στο Σίδνεϋ εκείνη την περίοδο του ’50-’60, που θύμιζε γκέτο. Για την ακρίβεια, ήταν ένα ελληνικό χωριό μεταφυτευμένο στην άλλη άκρη του κόσμου, όπου σχεδόν όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και εργάζονταν εκεί, αρνούμενοι να παρεισφρήσουν στα υπόλοιπα μέρη της Αυστραλίας, καθώς οι περισσότεροι δε γνώριζαν ούτε καν την αγγλική γλώσσα. Σε αυτό το «γκέτο» εξακολουθούσε να χτυπά η καρδιά του ελληνισμού και να τηρούνται οι παλιές συνήθειες, γεγονός το οποίο ξαφνιάζει τον αναγνώστη, καθώς θα περίμενε ότι η διαμονή σε μια ξένη χώρα θα «εξευγένιζε» εκείνους που ήταν προσκολλημένοι σε αναχρονιστικές και κακεντρεχείς συνήθειες, όπως για παράδειγμα τον ξυλοδαρμό των παιδιών από τους γονείς και το κουτσομπολιό.
Βλέπουμε, μάλιστα, τα δύο άκρα της ξενομανίας και της ξενοφοβίας να ξετυλίγονται με δεξιοτεχνία μέσα στις σελίδες του βιβλίου και να μας προβληματίζουν σχετικά με το αν τελικά η μετανάστευση ήταν η σωστή επιλογή. Ορισμένοι Έλληνες μετανάστες είτε είχαν εντυπωσιαστεί από τον πλούτο που είχαν αποκτήσει και τον νέο τρόπο ζωής, που σε καμία περίπτωση δε θύμιζε τη φτωχή Ελλάδα που έβριθε από στερήσεις και κακουχίες, είτε αναπολούσαν ακόμα τις στιγμές διασκέδασης στη χώρα, όπου υπήρχε ένταση, ζωή και απόλαυση παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες.
Παρόλα αυτά, η αποδοχή και η ανοχή της διαφορετικότητας είναι ακόμα έννοιες «ξένες» προς τους παροίκους, καθώς διαβάζουμε πώς ο έρωτας μιας Ελληνίδας με έναν Αυστραλό εμποδίστηκε και, εν τέλει, «θάφτηκε», ενώ η ομοφυλοφιλία ενός νεαρού παιδιού αποσιωπήθηκε. Τα γεγονότα αυτά, λοιπόν, δείχνουν και εκείνην τη δόση ρατσισμού που αισθάνονταν οι ‘Έλληνες απέναντι στους ντόπιους και πώς απαξίωναν τις «δημοκρατικές» μεθόδους με το να καταγγέλλουν, για παράδειγμα, αμέσως στην αστυνομία τυχόν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, κάτι το οποίο ήταν σύνηθες στις ελληνικές οικογένειες της εποχής.
Σε κάθε περίπτωση, το πολιτισμικό σοκ υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων, καθώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι κλήθηκαν να προσαρμοστούν και να βρουν τον εαυτό τους σε ένα εντελώς ξένο περιβάλλον, που σε καμία περίπτωση δε θύμιζε την πραγματικότητα της Μεταπολεμικής Ελλάδας. Τα πολιτικά δεινά εκείνης της εποχής μεταφέρθηκαν ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου, καθώς κυριαρχούσε το μίσος απέναντι σε όσους πρέσβευαν και διακήρυτταν τον κομμουνισμό, τους οποίους προσπαθούσαν να παγιδέψουν και να απομακρύνουν από την παροικία οι τάχα «εθνικόφρονες» που υπηρετούσαν το έθνος.
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, την ανάγνωση αυτής της συλλογής ιστοριών, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αισθάνεται κανείς ότι έχει συμπορευτεί με τους Έλληνες μετανάστες σε αυτό το δύσκολο πέρασμα της ζωής τους, ότι τους κατανοεί και τους συμπονά και, εν τέλει, μοιράζεται τον διακαή πόθο ορισμένων για επιστροφή στα άγια χώματα της Ελλάδας, όπου ένιωθαν ότι ήταν το πραγματικό σπίτι τους. Η Αυστραλία ήταν μονάχα ένα «διάλειμμα» από την πατρίδα, ωστόσο κάποιοι έμειναν εκεί για πάντα και ας μην ήταν ευτυχισμένοι!