13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΖωή και Θεοδώρα Πορφυρογέννητες: Όταν ο βυζαντινός θρόνος έχει άρωμα γυναίκας

Ζωή και Θεοδώρα Πορφυρογέννητες: Όταν ο βυζαντινός θρόνος έχει άρωμα γυναίκας


Της Θεοδώρας Κρέπη,

Ανάμεσα στον θάνατο του Βασιλείου Β`, του επονομαζόμενου «Βουλγαροκτόνου», και την άνοδο στον θρόνο του ιδρυτή της δυναστείας των Κομνηνών, Αλεξίου Α’, το Βυζάντιο περνά μία φάση αστάθειας, κυβερνώμενο από αδύναμους αυτοκράτορες. Στο διάστημα αυτό, ο βυζαντινός θρόνος περνά σε γυναικεία χέρια: πρώτη φορά το 1042 συγκυβέρνησαν δύο αδελφές, ανιψιές του Βασιλείου Β’, η Ζωή και η Θεοδώρα, ενώ το 1055 την εξουσία αναλαμβάνει μόνη της η Θεοδώρα. Αν και η άμεση διακυβέρνησή τους, δηλαδή όχι μέσω ενός ανδρός, ήταν πρόσκαιρη, οι ενέργειες και οι προσωπικότητές τους άφησαν το αποτύπωμά τους στα τεκταινόμενα του Βυζαντίου για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα.

Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’, τον διαδέχτηκε στον θρόνο ο αδελφός του, Κωνσταντίνος Η’. Αυτός δεν είχε άρρενες διαδόχους, μόνο τρεις κόρες. Η μεγαλύτερη, η Ευδοκία, βρισκόταν σε μοναστήρι, με το πρόσωπό της παραμορφωμένο εξαιτίας κάποιας ασθένειας, και ελάχιστα γνωρίζουμε για εκείνη. Οι δύο νεότερες, Ζωή και Θεοδώρα, ήταν πια μεγάλης ηλικίας και ακόμα ανύπαντρες, καθώς ο Κωνσταντίνος, πράγμα παράξενο, δεν μερίμνησε να τις παντρέψει εγκαίρως ώστε να εξασφαλίσει τη διαδοχή. Λίγο πριν τον θάνατό του, το 1028, ο αυτοκράτορας αποφάσισε επιτέλους να βρει έναν σύζυγο για τη Ζωή. Έκτοτε, και μέχρι και το 1042, δίπλα της (ή και χωρίς αυτή) θα βασιλέψουν τρεις αυτοκράτορες, δύο ως σύζυγοί της και ένας ως θετός γιος της.

Χρυσό νόμισμα της Ζωής και της Θεοδώρας, 1042. Οι δυο τους εικονίζονται στην οπίσθια όψη να κρατούν λάβαρο, ενώ στην εμπρόσθια η Θεοτόκος. Πηγή εικόνας:doaks.org

Παρόλο που η Ζωή ήταν πλέον περίπου 50 ετών όταν ανέβηκε στον θρόνο στο πλευρό του πρώτου συζύγου της, Ρωμανού Γ’, αυτό δεν την εμπόδιζε από το να διψά για έρωτα και περιπέτειες. Έχοντας περάσει όλη τη μέχρι τότε ζωή της στον γυναικωνίτη, ήθελε να ευχαριστηθεί όλα όσα είχε στερηθεί. Και ο γηραιότερος από εκείνη σύζυγός της, που μάλιστα την παραμελούσε, δεν την ικανοποιούσε. Εξάλλου, αν πιστέψουμε τη βασική πηγή μας, τον Μιχαήλ Ψελλό, η Ζωή έδειχνε και στην ψυχή και στο παρουσιαστικό νεαρότερη από όσο πραγματικά ήταν.

Ζωηρή, λίγο επιπόλαιη και άστατος χαρακτήρας, με νεανική εμφάνιση και αρχοντική κορμοστασιά, διψασμένη για φιλοφρονήσεις και αρκετά ματαιόδοξη. Αυτή είναι η εικόνα που μας δίνει για τη Ζωή ο Ψελλός. Ήταν όμορφη γυναίκα και απέφευγε να φορά τα βαριά ενδύματα που επέτασσε το εθιμοτυπικό, προτιμώντας πιο ελαφριά ρούχα. Νωθρή, χωρίς ενδιαφέρον για τις αυτοκρατορικές υποθέσεις, αλλά ούτε και τις συνήθεις γυναικείες ασχολίες, την προσοχή της κέρδιζε περισσότερο η παρασκευή καλλυντικών, τα οποία φτιάχνονταν στα διαμερίσματά της, που θύμιζαν εργαστήρια. Ξόδευε πολύ και ευχαρίστως, ενώ ήταν επιρρεπής στο να διατάζει την τύφλωση ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Σύντομα η Ζωή άρχισε να αποζητά συντροφιά σε διάφορους εραστές. Ένας από αυτούς, ο Μιχαήλ, αδελφός του ευνούχου Ιωάννη Ορφανοτρόφου, κέρδισε τόσο την εύνοιά της, ώστε μετά τον θάνατο (ή τη δολοφονία, σχεδιασμένη από τη Ζωή) του Ρωμανού το 1034, να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας (ως Μιχαήλ Δ’), και μάλιστα αστραπιαία. Το ευχαριστώ του τελευταίου προς την ευεργέτισσά του ήταν να την περιορίσει στα διαμερίσματά της, υπό αυστηρή επιτήρηση από πρόσωπα της εμπιστοσύνης του. Η Ζωή, σε μία προσπάθεια να αντιδράσει εναντίον του καθεστώτος που της είχε επιβληθεί, αποπειράθηκε να δηλητηριάσει τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο, χωρίς επιτυχία. Η κατάσταση δεν άλλαξε ουσιαστικά μέχρι και τον θάνατο του Μιχαήλ, το 1041.

Επόμενος αυτοκράτορας ήταν ο Μιχαήλ Ε’ «Καλαφάτης», ανιψιός του Μιχαήλ Δ’, τον οποίο η Ζωή είχε πειστεί νωρίτερα να υιοθετήσει. Για την άνοδό του στον θρόνο μεσολάβησε ο πανίσχυρος Ιωάννης, που προσέγγισε τη Ζωή και την έπεισε να δεχτεί να βασιλεύσει ο θετός γιος της, που μόνο τυπικά θα ήταν αυτοκράτορας, καθώς την πραγματική εξουσία θα ασκούσε δήθεν η ίδια. Όμως, ο νέος αυτοκράτορας συμπεριφέρθηκε απαξιωτικά απέναντί της, μέχρι που αποφάσισε ότι έπρεπε να τη ξεφορτωθεί. Με πρόσχημα μία δήθεν απόπειρά της να τον δηλητηριάσει, την έστειλε να μονάσει στο νησί της Πριγκίπου τη νύχτα της 18ης προς 19 Απριλίου 1042. Όμως, λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης. Μαθαίνοντας το νέο της αποπομπής της «μητέρας» τους, όπως την αποκαλούσαν, οι υποστηρικτές της εξεγέρθηκαν εναντίον του Μιχαήλ.

Κεντρικό ρόλο στην κίνηση αυτή διαδραμάτισε η μικρότερη αδελφή της Ζωής, Θεοδώρα. Ένα βήμα πιο κάτω στην ιεραρχία από τη Ζωή, αρχικά ζούσε στο παλάτι. Την εποχή του Ρωμανού κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία εναντίον του και η Ζωή, που δεν της επεφύλασσε μεγάλη συμπάθεια, αποφάσισε να την παραγκωνίσει. Η Θεοδώρα κλείστηκε στη Μονή Πετρίου, ενώ λίγο αργότερα η Ζωή έβαλε να της ξυρίσουν το κεφάλι. Έτσι, η δεύτερη κληρονόμος του Κωνσταντίνου Η’ ζούσε ξεχασμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, τουλάχιστον μέχρι το 1042, όταν και κρίθηκε το κατάλληλο πρόσωπο για να πρωταγωνιστήσει στην εξέγερση εναντίον του Μιχαήλ. Αν και διστακτική στην αρχή, η Θεοδώρα στέφεται αυτοκράτειρα στην Αγία Σοφία.

Η Ζωή κείρει τη Θεοδώρα μοναχή. Απεικόνιση από τον «Σκυλίτζη της Μαδρίτης», 13ος αι. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Εντωμεταξύ, η προσπάθεια του Μιχαήλ να κατευνάσει τα πνεύματα με την ανάκληση της Ζωής και την παρουσίασή της στον Ιππόδρομο δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το εξαγριωμένο πλήθος διόλου δεν καθησυχάστηκε βλέποντας την Αυγούστα όχι με την αυτοκρατορική ενδυμασία, αλλά με τα ρούχα της μοναχής. Ακολούθησαν πολύνεκρες συγκρούσεις, μέχρι που οι υποστηρικτές της Θεοδώρας διείσδυσαν στο παλάτι. Ο Μιχαήλ κατάφερε αρχικά να διαφύγει. Παρά τις προσπάθειες, όμως, της Ζωής να τον σώσει, οι υποστηρικτές της Θεοδώρας τον τύφλωσαν και έπειτα τον εξόρισαν.

Μετά την εξέγερση, οι δύο αδελφές μοιράστηκαν την εξουσία για ένα σύντομο διάστημα. Η Ζωή δεν χάρηκε ιδιαίτερα με την προοπτική, ωστόσο δέχτηκε να συγκυβερνήσει με την αδελφή της, αφού αυτή ήταν που είχε ανατρέψει τον Μιχαήλ. Εξάλλου, η Θεοδώρα, φύσει ταπεινή, επιθυμούσε να είναι η Ζωή ανώτερη από τις δύο τους. Οι δύο γυναίκες λειτουργούσαν ως κανονικοί αυτοκράτορες: δέχονταν ξένους πρεσβευτές, παρίσταντο σε ακροάσεις και διόριζαν αξιωματούχους, πετυχαίνοντας να επιβληθούν στο ανδροκρατούμενο περιβάλλον της αυλής. Έδιναν εντολές και έπαιρναν αποφάσεις, είτε μόνες είτε με τους συμβούλους τους. Έκοψαν, μάλιστα, και δικό τους νόμισμα.

Αλλά, σύμφωνα με τον Ψελλό, το καθεστώς αυτό δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ, κυρίως λόγω της αντιπαλότητας μεταξύ των αδελφών και των ασύστολων σπαταλών. Και τερματίστηκε με τον γάμο της Ζωής με έναν παλιό της γνώριμο, τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, τον Ιούνιο του 1042. Ο φιλήδονος Κωνσταντίνος δεν δίστασε να φέρει μέσα στο παλάτι την ερωμένη του, Μαρία Σκλήραινα, και να της αποδώσει τον τιμητικό τίτλο της «σεβαστής». Η Ζωή ανέχτηκε τις παρασπονδίες του ανδρός της. Ήταν πια αρκετά γηραιά για να ζηλεύει και προτίμησε να αφοσιωθεί στα καλλυντικά και τη θρησκεία. Η ίδια και η αδελφή της έπαιζαν ελάσσονα ρόλο την περίοδο αυτήν, εξακολουθούσαν όμως να θεωρούνται οι νόμιμοι κληρονόμοι του θρόνου και να τους αποδίδονται οι σχετικές τιμές. Ο ρόλος, μάλιστα, της Σκλήραινας προκάλεσε για άλλη μια φορά την αντίδραση του κόσμου, που έβλεπε τη θέση των γυναικών της δυναστείας να απειλείται.

Πλάκες από το στέμμα του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου. Στο κέντρο εικονίζεται ο αυτοκράτορας, δεξιά του η Ζωή και αριστερά του η Θεοδώρα. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Η Ζωή πέθανε το 1050, πέντε χρόνια πριν από τον τρίτο σύζυγό της, μετά από μια ταραχώδη ζωή σημαδεμένη από σκάνδαλα αλλά και πίκρες. Το 1055, μετά και τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’, η Θεοδώρα ανέλαβε τα ηνία της αυτοκρατορίας ως η τελευταία εκπρόσωπος της Μακεδονικής δυναστείας. Έχοντας πάρει το μάθημά της από τα παθήματα της αδελφής της, αρνήθηκε σθεναρά να παντρευτεί. Προτίμησε να κυβερνήσει έχοντας στο πλευρό της αξιωματούχους, όπως τον υπουργό Λέοντα Παρασπόνδυλο, ενώ σύμβουλός της φέρεται να ήταν ο ίδιος ο Ψελλός.

Η Θεοδώρα αποδείχθηκε μάλλον ικανή ηγεμονίδα, αν και κυβέρνησε πρόσκαιρα. Ήταν συνετή, ταπεινή, νηφάλια, συγκρατημένη και οικονόμα. Ανέλαβε τα συνηθισμένα καθήκοντα ενός αυτοκράτορα, μεριμνώντας για όλες τις υποθέσεις του κράτους. Βέβαια, υπήρχαν και αντιδράσεις στη διακυβέρνησή της. Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος θεωρούσε απαράδεκτο να διορίζει μια γυναίκα εκκλησιαστικούς λειτουργούς. Πάντως, μια εξέγερση υπό τον στρατηγό Βρυέννιο, που έλαβε χώρα επί των ημερών της, αντιμετωπίστηκε επιτυχώς.

Η Θεοδώρα πέθανε στις 31 Αυγούστου του 1056. Μαζί της «πέθανε» και η Μακεδονική δυναστεία, καθώς δεν υπήρχε άλλος εκπρόσωπός της. Λίγο πριν τον θάνατό της, συναίνεσε στη διαδοχή της από τον Μιχαήλ Στ’. Ακολούθησε μια περίοδος αστάθειας για το Βυζάντιο, σε μια εποχή που, απειλούμενο από εξωτερικούς εχθρούς, χρειαζόταν μια στιβαρή ηγεσία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Brand C. M., Cutler A. (1991), “Theodora”, The Oxford Dictionary of Byzantium, v. III, New York/Oxford: Oxford University Press
  • Brand C. M., Cutler A. (1991), “Zoe”, The Oxford Dictionary of Byzantium, v. III, New York/Oxford: Oxford University Press
  • Diehl, C., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ. Ε’: Βυζαντινές μορφές, μτφρ. Ελένη Ταμπάκη, εκδόσεις Ηλιάδη
  • Garland, L. (1999), Byzantine Empresses: Women And Power In Byzantium A. D. 527-1204, London: Routledge

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Κρέπη
Θεοδώρα Κρέπη
Γεννήθηκε το 2000 και ζει στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στην Καλαμάτα. Την ενδιαφέρουν η βυζαντινή και η σύγχρονη ιστορία. Επίσης, της αρέσουν τα ταξίδια, το διάβασμα και η μαγειρική.