Της Ανθής Ντόλα,
Το κατά πόσο αφορά το ζήτημα της ελευθερίας του τύπου την Ελλάδα αποτελεί μία πρώτη σκέψη ενός απλού πολίτη. Για την πλειονότητα των Eλλήνων πολιτών η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα είναι κάτι δεδομένο. Στη χώρα μας ο δέκτης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) κατανοεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου ως μία μορφή στρατευμένης ενημέρωσης. Αυτή η ιδέα με τα χρόνια έχει γίνει αποδεκτή και έχει αφομοιωθεί από μεγάλη μερίδα πολιτών. Είναι μία ακόμα απόδειξη πως η συνήθεια νομιμοποιεί πολλά πράγματα που ειδάλλως θα θεωρούσαμε κατακριτέα.
Στην Ελλάδα η ανελευθερία του Τύπου αποτελεί ένα ζήτημα που μελετάται ελάχιστα. Είναι μία «καυτή πατάτα» που κανείς δεν επιθυμεί να πιάσει. Η ανεξάρτητη δημοσιογραφία και η πραγματική κάλυψη των εγχώριων γεγονότων θα κατέστρεφε ή τουλάχιστον θα αποδομούσε πολύ σύντομα εικόνες που μέχρι τώρα θεωρούσαμε δεδομένες. Πολιτικές καριέρες θα είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα, ενώ παράλληλα ο κόσμος θα αντίκριζε την αλήθεια κατάματα χωρίς περιστροφές και πλαισιώσεις. Είναι δύσκολο για τον Έλληνα πολιτικό και επιχειρηματία να πάψει να ελέγχει την ενημέρωση, αλλά το ίδιο δύσκολο είναι και για τον πολίτη-δέκτη να πάψει να χειραγωγείται από τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σύμφωνα με τον οργανισμό Reporters Without Borders (RSF), η Ελλάδα στην παγκόσμια κατάταξη της ελευθερίας του τύπου για το 2021 εντοπίζεται στην 70η θέση, ενώ μέχρι και ένα χρόνο νωρίτερα βρισκόταν στην 65η. Τι άλλαξε μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια; Φαινομενικά τίποτα απολύτως, αλλά στην πραγματικότητα έχουν υπάρξει σοβαρές αλλαγές. Η αναφορά των Reporters Without Borders για την Ελλάδα παρουσιάζει γεγονότα που δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ στην χώρα και που μέχρι τώρα ήταν άγνωστα.
Τα προβλήματα εντοπίζονται σε δύο άξονες: Ο πρώτος αφορά στην πανδημία και ο δεύτερος την προσφυγική κρίση. Σύμφωνα με την RSF: «Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση χορήγησε σημαντικές φορολογικές εκπτώσεις στη διαφήμιση στα ΜΜΕ αλλά επιδίωξε, με έμμεσο ή και άμεσο τρόπο, να ελέγξει στενά τη ροή της πληροφόρησης με την αιτιολόγηση ότι αποτελεί ένα μέρος αντιμετώπισης της πανδημίας. Τα χρήματα για τις διαφημίσεις σε διάφορα κανάλια της ελληνικής τηλεόρασης δόθηκαν δυσανάλογα καθώς τα ερευνητικά μέσα που κατέκριναν την κυβέρνηση έλαβαν μικρότερο μερίδιο από τα 20 εκατομμύρια ευρώ που κόστισε η εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού για τον COVID-19. Παράλληλα, οι δημοσιογράφοι έπρεπε να λάβουν την άδεια της κυβέρνησης πριν κάνουν ρεπορτάζ σε κάποιο νοσοκομείο, ενώ το Υπουργείο Υγείας απαγόρευσε στο ιατρικό προσωπικό να μιλά στα ΜΜΕ». Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, τον Φεβρουάριο του 2021 δόθηκε εντολή στα δημόσια κανάλια να μη μεταδίδουν το βίντεο που κυκλοφορούσε στο διαδίκτυο και έδειχνε τον Κ. Μητσοτάκη να αγνοεί τους κανόνες του lockdown.
Στον ίδιο βαθμό περιορίστηκε και η κάλυψη της προσφυγικής κρίσης. Η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε και σε αυτό το γεγονός να ελέγξει στενά την ροή των ειδήσεων. Στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης επιστρατεύτηκε και η αστυνομία η οποία για να εμποδίσει την δημοσιογραφική κάλυψη του προβλήματος κατέφυγε σε απαγορεύσεις. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η σύλληψη ενός γερμανικού συνεργείου στη Σάμο χωρίς την ύπαρξη κατηγοριών. Η δημόσια τηλεόραση η οποία ελέγχεται άμεσα από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση λογοκρίνει αναφορές για τους νέους καταυλισμούς μεταναστών. Η κατάσταση δεν άλλαξε ακόμα και όταν το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματικό τον κυβερνητικό έλεγχο της δημόσιας τηλεόρασης. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί τον Απρίλιο του 2021 η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, η οποία μέχρι και σήμερα δεν έχει εξιχνιαστεί.
Μπορεί όλα αυτά τα στοιχεία να είναι αποκαρδιωτικά αλλά υπάρχουν και θετικές εξελίξεις. Στις 23 Μαρτίου του 2022 πραγματοποιήθηκε το σεμινάριο με θέμα την ελευθερία του Τύπου και τον σεβασμό στη δημοσιογραφική δεοντολογία. Το σεμινάριο αυτό ήταν υποχρεωτικό για τους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς αλλά και για τους σπουδαστές και διοργανώθηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Στους ρόλους των διδασκόντων συμμετείχαν τρεις δικαστικοί λειτουργοί, δύο καθηγητές Πανεπιστημίου στον τομέα του Συνταγματικού Δικαίου και Μέσων Ενημέρωσης, δύο στελέχη του ΕΣΡ και οι δημοσιογράφοι Παύλος Τσίμας, Τάσος Τέλογλου και η Πόπη Διαμαντάκου.
Η πραγματοποίηση αυτού του σεμιναρίου αποτελεί μία θετική εξέλιξη για το κομμάτι της ενημέρωσης και της επικοινωνίας, γιατί ίσως γίνει η αρχή, ώστε οι δικαστικοί να κατανοήσουν τη δυσκολία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και να μπορέσουν να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους από τυχόν αυθαιρεσίες ή κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν. Επιπλέον, αποτελεί μία απόδειξη πως έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό ότι η ελευθερία του τύπου καταπατάται με αποτέλεσμα να υπάρχει παραπληροφόρηση ή και κάποιες φορές προπαγανδιστική πληροφόρηση, γεγονός που εγείρει διάφορα ερωτήματα για το κατά πόσο ενημερωμένοι είναι οι πολίτες αλλά και κατά πόσο γνωρίζουν την αλήθεια των γεγονότων.
Σύμφωνα με τους Ντάνιελ Χαλίν και Στέλιο Παπαθανασίου στην Ελλάδα «υπάρχει έντονη η τάση τα ΜΜΕ να ελέγχονται από ιδιωτικά συμφέροντα και πολιτικές συμμαχίες». Η διαπίστωση αυτή αποτελεί πλήγμα για την αξιοπιστία των ελληνικών ΜΜΕ. Η επικοινωνία είναι θεμέλιος λίθος για την ενημέρωση και τη σωστή λειτουργία μιας κοινωνίας. Κάποιες φορές μπορεί να παρερμηνεύονται οι έννοιες της πληροφόρησης, της ενημέρωσης και της επικοινωνίας, όμως αποτελούν αξίες ανεκτίμητες και πρέπει να προστατευθούν. Η ελευθερία του Τύπου περιλαμβάνει όλες αυτές τις έννοιες, καθώς μέσα σε αυτή τη φράση εντοπίζονται αναλλοίωτες και ακέραιες. Με τη διασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου διασφαλίζεται η σωστή επικοινωνία, ενημέρωση και πληροφόρηση, μακριά από τα προβλήματα που μπορεί να προκληθούν από πελατειακές σχέσεις. Ίσως αυτό το σεμινάριο να είναι η αρχή μίας σημαντικής αλλαγής. Ίσως και όχι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Dangerous cocktail for press freedom, Giorgos Karaivaz, rsf.org, διαθέσιμο εδώ
- Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών: Σεμινάριο για την ελευθερία του Τύπου, Παναγιώτης Τσιμπούκης, protothema.gr, διαθέσιμο εδώ
- Hallin, D., C. & Papathanassopoulos, S. (2002). Political clientelism and the media: Southern Europe and Latin America in comparative perspective. Media Culture & Society 24(2):175-195. DOI:10.1177/016344370202400202