Της Ελένης Μανουδάκη,
Με τίτλο “A Few Good Men”, ο σεναριογράφος Άρον Σόρκιν γράφει ένα από τα καλύτερα δικαστικά θρίλερ στην ιστορία του αμερικάνικου κινηματογράφου. Αποτελεί ένα δράμα παραγωγής 1992, σε σκηνοθεσία Ρομπ Ράινερ και βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο, το οποίο κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους των Ηνωμένων Πολιτειών τον Δεκέμβρη του 1992. Πρωταγωνιστούν οι Τζακ Νίκολσον, Τομ Κρουζ και Ντέμι Μουρ. Η ταινία έλαβε τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσα στις οποίες, εκείνες για Καλύτερη Ταινία και Β’ Ανδρικό Ρόλο για την ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον.
Τα ζητήματα με τα οποία το έργο καταπιάνεται είναι ο πατριωτισμός, η ηθική και ο στρατιωτικός κώδικας τιμής. Οι δύο πρωταγωνιστές εμφανίζουν το πλέον αξιοπρεπές τους πρόσωπο και ίσως χάρη στις ικανότητές τους, αποφεύγονται οι εθνικιστικές κορώνες στη σκηνή του Γκουαντάμαμο. Αντιθέτως, ο τρίτος πρωταγωνιστής, Νέιθαν Τζέσεπ δείχνει τη σκοτεινή και βίαιη πλευρά του στρατιωτικού σώματος.
Σε μια αμερικανική βάση της Κούβας, ύστερα από το καψόνι δύο συναδέλφων του, ένας πεζοναύτης βρίσκεται νεκρός. Η υπεράσπισή τους ανατίθεται σε έναν άπειρο δικηγόρο, τον Ντάνιελ Κάφι, γιο του πρώην Γενικού Εισαγγελέα και Δικαστή του Ναυτικού, που ενδιαφέρεται περισσότερο για το μπέιζμπολ.
Ο Σαντιάγκο, ο δολοφονημένος πεζοναύτης, δε μπορούσε να συγκριθεί με τους υπόλοιπους της μονάδας του, ούτε είχε καλές σχέσεις μαζί τους. Επιχείρησε να διαπραγματευτεί τη μεταφορά του σε άλλη στρατιωτική μονάδα, αγνοώντας τους ανωτέρους του. Ο θάνατός του προήλθε από την εισχώρηση ενός κουρελιού στο στόμα του σαν φίμωτρο. Μετά τη σύλληψη των δύο κατηγορουμένων, η δικηγόρος και ερευνήτρια του Ναυτικού, Πλωτάρχης Τζόαν Γκάλογουεϊ υποπτεύεται ότι οι δύο πεζοναύτες εκτελούσαν την εντολή «Κόκκινος Κώδικας»: ένας ευφημισμός για μια βίαιη τιμωρία, με σκοπό την πειθαρχία.
Κατά τη διάρκεια της δίκης γίνεται αντιληπτό ότι ο «Κόκκινος Κώδικας» εφαρμόζεται συνέχεια ως μέσο επιβολής πειθαρχίας στο Γκουαντάναμο. Ο δικηγόρος στρέφει την προσοχή του στον υπολοχαγό Κέντρικ, για τον λόγο ότι αρνήθηκε να δώσει προαγωγή στον έναν από τους κατηγορούμενους, όταν αυτός βοήθησε έναν πεζοναύτη, στον οποίο είχε δοθεί «Κόκκινος Κώδικας».
Στις ανακρίσεις οι συνταγματάρχες δίνανε ψεύτικα στοιχεία και έγγραφα, τόσο για τις εντολές που είχαν δοθεί στους πεζοναύτες, όσο και για τα χαρτιά μετάθεσης του θύματος, τα οποία φτιάχτηκαν μετά τον θάνατό του.
Οι σκηνές στο δικαστήριο διαδραματίζονται σε κλίμα έντασης, καθώς τα στοιχεία των δύο πλευρών συγκρούονται διαρκώς. Η ομολογία όμως ενός αντισυνταγματάρχη για τα πλαστά έγγραφα, ρίχνει φως στην υπόθεση. Καθώς δεν υπήρχαν χειροπιαστά στοιχεία για αυτά, καλείται να καταθέσει στο δικαστήριο, παρόλα αυτά η αυτοκτονία του μία μέρα πριν τη δίκη φέρνει τον πρωταγωνιστή ξανά σε αδιέξοδο.
Ενώ τότε βλέπουμε την υπεράσπιση των πεζοναυτών να πέφτει στο κενό, ο δικηγόρος παίρνει το ρίσκο να κατηγορήσει το ανώτερο όργανο της βάσης, τον Νέιθαν Τζέσεπ ότι διέταξε τον «Κόκκινο Κώδικα», εκμεταλλευόμενος τα ψευδή στοιχεία της ανάκρισής του. Η παρουσία του τελευταίου στο δικαστήριο προς το τέλος της ταινίας και η χημεία του με τον πρωταγωνιστή, απογειώνει την ένταση και χαρίζει στην ταινία μια από τις καλύτερες all time classic σκηνές δικαστηριακής πρακτικής, που κάθε δικηγόρος ονειρεύεται. Εκείνος σε ένα ανεξέλεγκτο ξέσπασμα κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, το παραδέχεται. Αυτό οδηγεί στη σύλληψή του και σε μια ετυμηγορία που αθωώνει τους πεζοναύτες Ντόσον και Ντάουνι. Ωστόσο, οι δύο αυτοί καταδικάζονται για ανάρμοστη διαγωγή και εκδιώκονται από το Σώμα, επειδή προκάλεσαν τον θάνατο του Σαντιάγκο.