Της Λουκίας Αστερίου,
Τον πρώιμο Μεσαίωνα συντελείται μια τομή στην εξέλιξη του φραγκικού κράτους, του μεγαλύτερου βασιλείου στη μεσαιωνική Ευρώπη, που έμελλε να επηρεάσει την εξέλιξη των περισσότερων μεταγενέστερων ξεχωριστών κρατιδίων. «Ο άνθρωπος ενός άλλου ανθρώπου» αποτελεί τη φράση-κλειδί για μία πρώτη προσέγγιση του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, που δημιουργείται στη βόρεια Γαλλία και ρηνανική και σουαβική Γερμανία. Μια σειρά αλληλεξαρτώμενων δεσμών θέτουν την αρχή αυτού που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους του 17ου αιώνα ως Φεουδαρχία. Βασικός άξονας κατανόησης αυτού του συστήματος είναι η σχέση υποτέλειας που δημιουργήθηκε μεταξύ του τριαδικού σχήματος Βασιλέα, αρχόντων και χωρικών, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Καρολίγγειας περιόδου και έφτασε στην οριστική του μορφή τον 11ο-12ο αιώνα. Στόχος του η αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας και ο έλεγχος της αυτοκρατορίας μέσω ενός ιεραρχικού, ταξικά πολυεπίπεδου σχήματος. Μία, δηλαδή, αλυσιδωτή σχέση υποτελών και κυρίων, που βασίζεται στην κοινωνική θέση των ατόμων και στις ανάγκες που η κάθε μία έχει και επιζητεί να καλύψει από την άλλη.
Ενώ ακόμα το καθεστώς της φεουδαρχίας στο φραγκικό βασίλειο βρίσκονταν σε μια πρώιμη φάση, όλοι οι υποτελείς έμοιαζαν ίσοι απέναντι στον βασιλιά. Με την πάροδο του χρόνου και με την απόκτηση γης ως μέτρο σύγκρισης της εξουσίας, δημιουργείται μια αλυσίδα βασάλων που ξεκινά από τον περισσότερο ισχυρό στον λιγότερο. Κάποιοι πλουτίζουν, κάποιοι αφανίζονται και κάποιοι προσχωρούν, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, σε άλλους «κυρίους». Αποτέλεσμα αυτού η δημιουργία όλο και περισσότερων δεσμών υποτέλειας, οι οποίοι γίνονται, τελικά, όλο και πιο περίπλοκοι. Το πρόβλημα σε αυτή τη φυσική ροή των πραγμάτων δεν άργησε να φανεί και προέκυψε ακριβώς από αυτή την εναλλαγή των σχέσεων, όταν, δηλαδή, ισχυροί άρχοντες έχουν στην υπηρεσία τους περισσότερους υποτελείς. Γνωρίζουμε ότι βασική υποχρέωση των βασάλων γίνεται η παροχή στρατιωτικής βοήθειας και έχοντας αυτό ως δεδομένο, προκύπτει το ερώτημα του τί συμβαίνει, όταν κάποιοι υποτελείς προσχωρούν σε άλλους κυρίους ή βρίσκονται ταυτόχρονα στην υπηρεσία παραπάνω του ενός και, επίσης, σε ποιόν, αρχικά, κύριο θα έπρεπε οι βασάλοι να οφείλουν την παροχή στρατιωτικής βοήθειας; Μάλιστα, τα ερωτήματα αυτά γίνονται όλο και πιο σύνθετα, γνωρίζοντας ότι οι άρχοντες έρχονται σε αντιπαραθέσεις μεταξύ τους προκειμένου να επεκτείνουν την κυριαρχία τους. Με βάση το τελευταίο, τί συμβαίνει, όταν αυτοί οι άρχοντες έχουν κοινούς υποτελείς υπό την κυριαρχία τους;
Το πρόβλημα, λοιπόν, της κληρονομικής διάθεσης του υποτελή ή τέλος πάντων της προσωπικής φιλοδοξίας του τελευταίου να προχωρά σε σχέσεις υποτέλειας σε παραπάνω από έναν άρχοντα, δημιούργησε προβλήματα που ο μεσαιωνικός κόσμος έπρεπε να ξεπεράσει. Παραδείγματα υποτελών ήδη από το 895, οι οποίοι ακολουθούν αυτήν την τακτική, έρχονται στα χέρια μας ως πηγές. Αυτό που αξίζει να αναλυθεί είναι ποιες πρακτικές δημιουργήθηκαν προκειμένου να ξεπεραστούν αυτά τα ζητήματα.
Κάποιες πρώτες προσπάθειες που γίνονται αφορούν την τοποθέτηση κριτηρίων, με βάση τον χρόνο που κάποιος υποτελής άνηκε στον κύριό του, αλλά και με βάση το κέρδος που απολάμβανε και τον συνέφερε για να παραμείνει πιστός. Αυτές οι προσπάθειες αποδείχθηκαν ανώφελες και το πρόβλημα έμοιαζε να μένει στάσιμο, αφού ο υποτελής βοηθούσε με υλικά μέσα τον βασάλο, που είχε ισχυρότερη πίστη προς τον άρχοντα. Όλα τα δεδομένα της εποχής δείχνουν την ανάγκη λήψης άλλων αποφάσεων και παραμέτρων που θα επιφέρουν την ισορροπία στις σχέσεις τους και αυτό συμβαίνει στα τέλη του 12ου–αρχές του 13ου αιώνα. Το hommage, η αφιέρωση του υποτελή στον άρχοντά του, τίθεται σε νέες βάσεις. Πρόκειται για την περίοδο που κάνει την πρώτη εμφάνισή του ο όρος hommagium ligium, (όπου ligium μία λέξη που στα σημερινά γερμανικά από πολλούς υποστηρίζεται ότι προκύπτει το Ledig=ελεύθερος), που στόχο είχε να εξασφαλίσει τον έναν και μοναδικό κύριο, που όφειλαν οι άνθρωποι να υπακούν και να παρέχουν σε αυτόν την απόλυτη αφοσίωση. Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το ligium έχει σημασιολογικά σχέση με το λατινικό absolute (απόλυτος), αφού έδειχνε πού θα έπρεπε να στρέφεται η απόλυτη πίστη. Πρόκειται ακριβώς για τη μετάβαση στην αφοσίωση, που θα έπρεπε να προηγείται όλων των άλλων και πρέσβευε τη «σταθερότητα» (soliu).
Το hommage ligium ήταν ο όρκος πίστης που, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν απέβλεπε στη χρονική προτεραιότητα που είχε ο δεσμός υποτέλειας με τον κύριό του, αλλά στη δημιουργία ενός δεσμού που θα ξεπερνούσε όλους τους άλλους και θα δινόταν σε αυτόν προτεραιότητα. Ξεκαθάριζε, δηλαδή, ποιος ήταν ο senior του και σε ποιον όφειλε υποταγή κατά προτεραιότητα. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για «λίγκιους ανθρώπους του κυρίου του», ένα ομάζ που διέφερε από το προηγούμενο και που, όμως, στην τελετουργία του δεν έφερε καμία αλλαγή. Φυσικά, οι ίδιοι κίνδυνοι που κατέστρεψαν το προηγούμενο ομάζ έμελλαν να κάνουν το ίδιο, αφού κανένας συμβολισμός δε μπορούσε να το κατοχυρώσει και, έτσι, παρατηρείται ξανά συσσώρευση υποτελών, που τώρα υπόσχονται λίγκιο ομάζ, να θέτουν παρόμοια προβλήματα στον νέο όρκο πίστης.
Καταλήγοντας, αυτό που εύλογα παρατηρεί κανείς είναι ότι εξαιτίας του τρόπου που εξελίχθηκε η μεσαιωνική κοινωνία, η ανάγκη για δημιουργία προσωπικών δεσμών πίστης γίνεται απαραίτητη. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, το μεγαλύτερο ερώτημα που γεννάται είναι το πώς η ίδια κοινωνία των αριστοκρατών –αφού αυτοί διαχειρίζονται όλη την πυραμίδα των τάξεων– ζητά, από τη μία, πλήρη αφοσίωση και, από την άλλη, δέχεται η «σταθερή» πίστη να μοιράζεται με άλλους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπενβενίστε, Ρίκα (2007), Από τους βαρβάρους στους μοντέρνους: Κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της Μεσαιωνικής Δύσης, Αθήνα: Εκδ. Πόλις
- Bloch, Marc (1987), Η Φεουδαλική κοινωνία: Η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης-Οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανθρώπων, μτφρ. Λυκούδης, Μπάμπης, Αθήνα: Εκδ. Κάλβος
- Nicholas, David (1999), Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)