Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Στο προηγούμενο άρθρο μου, ρίξαμε μια ματιά σε μια υπόθεση κομβικής σημασίας για το Διεθνές Δίκαιο, με αποτέλεσμα να διδάσκεται ακόμη στα νομικά αμφιθέατρα, μετά από δεκαετίες. Μια τέτοια υπόθεση έχω να σας παρουσιάσω και σήμερα. Αυτή τη φορά, ερχόμαστε πιο κοντά στη χώρα μας γεωγραφικά και το ίδιο το όνομα της υπόθεσης μαρτυρεί τον τόπο, όπου έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά της. Πρόκειται για την υπόθεση των στενών της Κέρκυρας, ή στη διεθνή βιβλιογραφία, “The Corfu Channel case”. Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων, μάλλον, δεν είχαν ιδέα ότι αυτή η ιδιαίτερη διαμάχη επρόκειτο να επηρεάσει για πάντα το δίκαιο της θάλασσας. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Βρισκόμαστε στο μακρινό 1946. Μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που συντάραξε την οικουμένη, το διεθνές σύστημα έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, με στόχο να μη συμβούν ξανά τέτοιου είδους συγκρούσεις. Τα κράτη ανασυγκροτούνται, μαζεύουν τις δυνάμεις τους και αναδιοργανώνονται – αλλά για τα βρετανικά πολεμικά πλοία που πέρασαν από τα στενά της Κέρκυρας τον Μάιο του 1946, οι αναμνήσεις του πολέμου θα έρχονταν πολύ κοντά τους, καθώς πυροβολήθηκαν από αλβανικά παράκτια πυροβόλα. Τον Οκτώβριο του 1946, όταν δύο βρετανικά πολεμικά πλοία πέρασαν από το κανάλι της Κέρκυρας, τα πλοία προσέκρουσαν σε νάρκες, που είχαν απομείνει εκεί από τον πόλεμο, και υπέστησαν ζημιές, ενώ χάθηκαν και ανθρώπινες ζωές μελών του πληρώματος. Τον Νοέμβριο του 1946, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό προέβη σε σάρωση για νάρκες στα στενά της Κέρκυρας, χωρίς τη συναίνεση της Αλβανίας, αλλά τον επόμενο χρόνο ακολούθησε και τη νόμιμη οδό. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσέφυγε στο Δικαστήριο, με μια προσφυγή που κατατέθηκε στις 22 Μαΐου 1947, και κατηγόρησε την Αλβανία ότι είχε τοποθετήσει ή επιτρέψει σε τρίτο κράτος να τοποθετήσει τις νάρκες μετά τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εκκαθάρισης ναρκοπεδίων από τις συμμαχικές ναυτικές αρχές. Η υπόθεση είχε τεθεί στο παρελθόν ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών και, κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, είχε παραπεμφθεί στο Δικαστήριο.
Το 1946, είναι αληθές ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν είχε τη μορφή που έχει σήμερα. Πολλές από τις διεθνείς συμβάσεις που γνωρίζουμε στις μέρες μας, τότε, δεν ήταν καν ιδέες στα μυαλά των εμπνευστών τους. Κι όμως, πηγές του Διεθνούς Δικαίου, όπως οι εθιμικοί κανόνες, αναγνωρίζονταν ήδη από τότε, ιδιαίτερα στο δίκαιο της θάλασσας, που έχει σε μεγάλο βαθμό εθιμική προέλευση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Αλβανία ήταν υπεύθυνη για την έκρηξη του Οκτωβρίου 1946, στα αλβανικά ύδατα, και για τις ζημιές και τις απώλειες ανθρώπινων ζωών που προκλήθηκαν, καθώς κρίθηκε ότι είχε την ευθύνη να προειδοποιήσει τα βρετανικά πολεμικά πλοία για τον κίνδυνο διέλευσης από το συγκεκριμένο σημείο, λόγω των ναρκοπεδίων. Αυτή η ευθύνη πηγάζει από ευρέως αναγνωρισμένες αρχές της ανθρωπότητας, από την αρχή της ελευθερίας της θαλάσσιας επικοινωνίας και από την υποχρέωση όλων των κρατών να μην επιτρέψουν εν γνώσει τους να χρησιμοποιηθεί το έδαφός τους για να παραβιαστούν δικαιώματα άλλων κρατών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παραβίασε την κυριαρχία της Αλβανίας όταν πέρασε από τα αλβανικά ύδατα τον Οκτώβριο του 1946. Σε περιόδους ειρήνης, τα κράτη είχαν το δικαίωμα να στέλνουν τα πολεμικά πλοία τους, μέσω στενών που χρησιμοποιούνται για διεθνή ναυσιπλοΐα μεταξύ δύο τμημάτων της ανοιχτής θάλασσας, χωρίς την προηγούμενη άδεια παράκτιου κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι η διέλευσή τους ήταν αβλαβής για το κράτος. Όπως διατυπώθηκε και στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III), «Η διέλευση είναι αβλαβής, εφόσον δεν παραβλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους. Η διέλευση θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή και τους λοιπούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου». Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, πως, όταν το Βασιλικό Ναυτικό σάρωνε για νάρκες, τον Νοέμβριο του 1946, παραβίασε την κυριαρχία της Αλβανίας.
Αυτή η επιχείρηση δεν είχε τη συγκατάθεση διεθνών οργανισμών εκκαθάρισης ναρκών, συνεπώς δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ως άσκηση του δικαιώματος της αβλαβούς διελεύσεως και το Διεθνές Δίκαιο δεν επιτρέπει σε ένα κράτος να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων στα χωρικά ύδατα άλλου κράτους και να πραγματοποιήσει επιχείρηση καθαρισμού ναρκών, χωρίς πρότερη άδεια του κράτους. Τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι δηλαδή η επέμβασή τους θα πρέπει να κριθεί ως νόμιμη, καθώς είχε ως στόχο την αυτοπροστασία, δε θεωρήθηκαν πειστικά από το Δικαστήριο. Συνεπώς, ναι μεν η Αλβανία ευθυνόταν για τη βλάβη στα Βρετανικά πλοία, αλλά η επιχείρηση καθαρισμού ναρκών στα ύδατά της ήταν παραβίαση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η τελική κρίση του Δικαστηρίου, το 1949, έκρινε ότι η Αλβανία όφειλε στο Ηνωμένο Βασίλειο αποζημίωση ύψους 844 χιλιάδων αγγλικών λιρών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρούκουνας, Ε. (2015). Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 2η έκδοση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
- “Corfu Channel Case”, διαθέσιμο εδώ