Tης Έλενας Αμπελακιώτη,
“L’émotion et la terreur de Julien étaient telles, qu’il lui semblait être sur le point de tomber. Un philosophe eût dit, peut-être en se trompant : C’est la violente impression du laid sur une âme faite pour aimer ce qui est beau.”
-Le Rouge et le Noir
«Ήταν τόση η συγκίνηση και ο τρόμος του Ζυλιέν που νόμιζε πως θα σωριαστεί. Κάποιος φιλόσοφος είπε, ίσως εσφαλμένα: Αυτή είναι η επίδραση του άσχημου σε μια ψυχή που είναι φτιαγμένη για το ωραίο», γράφει ο Μαρί-Ανρί Μπελ, σε ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.
Τα έργα «Το κόκκινο και το μαύρο» και «Το μοναστήρι της Πάρμας» του Γάλλου συγγραφέα, που έμεινε γνωστός ως «Σταντάλ», έχουν σημαδέψει τη μετάβαση της γαλλικής μυθιστορηματογραφίας από το ρεύμα του ρομαντισμού στον ρεαλισμό.
Ο Μαρί-Ανρί Μπελ —γνωστός ως Σταντάλ— γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1783, στη Γκρενόμπλ της Γαλλίας, και σε ηλικία 7 ετών έχασε τη μητέρα του. Ανετράφη από τον πατέρα του, ενώ το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως, για να ξεφύγει από την αυστηρή πατρική παρουσία. Στο Παρίσι, έλαβε τη μόρφωσή του από τους Ideologues, έναν κύκλο Γάλλων φιλοσόφων και γιατρών, που άκμασε από το 1796 έως το 1815. Η εκπαίδευσή του βασίστηκε στην μελέτη της ψυχολογίας του ανθρώπου και της σημασίας της αυτογνωσίας ως κινητηρίου δύναμης του ανθρώπινου νου. Η επιρροή των Ideologues στον Σταντάλ είναι εμφανής: απομακρύνθηκε από το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού και, πλέον, ο Γάλλος συγγραφέας εντόπιζε τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης στην αναζήτηση της ευτυχίας (la chasse au bonheur, the pursuit of happiness).
Ο Σταντάλ, στο ξεκίνημα της συγγραφικής του πορείας, χρησιμοποίησε ψευδώνυμα όπως Louis Alexandre Bombet και Anastasius Serpière, ενώ στα αυτοβιογραφικά έργα και την αλληλογραφία του δεν εμφανιζόταν ποτέ με το πραγματικό του όνομα. Εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του χρησιμοποίησε συνολικά περισσότερα από 100 διαφορετικά ψευδώνυμα. Το 1807, μετά την εγκατάστασή του στην πόλη Stendal της Γερμανίας, λόγω του έρωτά του με τη νεαρή Μινέτ, εμπνεύστηκε το παρωνύμιο Σταντάλ, με το οποίο υπέγραφε, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, τα έργα του. Έζησε στη Γερμανία μέχρι και το 1810, οπότε επέστρεψε στη Γαλλία για να διοριστεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’État). Το 1812 έλαβε μέρος, ως αξιωματικός της Επιμελητείας, στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία και το 1814, μετά τη συνθήκη του Φονταινεμπλώ, εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο της Ιταλίας. Απεβίωσε στις 23 Μαρτίου 1842, έπειτα από κρίση επιληψίας στους δρόμους του Παρισιού, προσβεβλημένος από σύφιλη. Είχε ήδη συντάξει την επιτύμβια επιγραφή του: «Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα».
Εκατόν εβδομήντα έξι χρόνια μετά τον θάνατό του Μαρί-Ανρί Μπελ, ένας επισκέπτης της Uffizi Gallery, στην Φλωρεντία της Ιταλίας, αναρρώνει σε νοσοκομείο, αφού υπέστη καρδιακό επεισόδιο, θαυμάζοντας τη Γέννηση της Αφροδίτης του Botticelli. Και ποια η σύνδεση του περιστατικού αυτού με τον Γάλλο συγγραφέα; Πρόκειται για το πιο πρόσφατο περιστατικό του συνδρόμου του Σταντάλ, που θέτει το ερώτημα: «Μπορεί η ομορφιά της τέχνης και η εκλέπτυνση των ηθών να μας κάνει να νιώθουμε άρρωστοι;».
Το σύνδρομο Σταντάλ είναι μια ψυχοσωματική πάθηση που περιλαμβάνει γρήγορο καρδιακό παλμό, λιποθυμία, ναυτία, ακόμη και παραισθήσεις, και εμφανίζεται όταν άτομα εκτίθενται σε έργα τέχνης εξαιρετικής ομορφιάς στην πόλη της Φλωρεντίας. Στο βιβλίο του Naples and Florence: A Journey from Milan to Reggi, ο Σταντάλ περιγράφει την εμπειρία που έζησε στην Τοσκάνη, όταν επισκέφτηκε τη Βασιλική της Σάντα Κρότσε, όπου βρίσκεται ενταφιασμένη πλειάδα επιφανών Ιταλών, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Γαλιλαίος, ο Μακιαβέλλι κ.ά.: «Ήμουν σε ένα είδος έκστασης, λόγω της ιδέας ότι βρίσκομαι στην Φλωρεντία, κοντά στους σπουδαίους άντρες, των οποίων τους τάφους είχα δει. Είχα ταχυπαλμία, η δύναμή μου για ζωή εξαντλήθηκε. Περπατούσα με τον φόβο ότι θα πέσω».
Ο Σταντάλ έφυγε από τη ζωή το 1842 και βρίσκεται ενταφιασμένος στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης. Πέρασαν, σχεδόν, εκατό χρόνια από τον θάνατό του προτού αναγνωριστεί ως μια σημαντική προσωπικότητα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μόνο ο συγγραφέας Honoré de Balzac αναγνώρισε το 1840, ενώ ο Σταντάλ βρισκόταν ακόμη εν ζωή, τη σπουδαία λογοτεχνική του δεινότητα, σε άρθρο του στην La Revue Parisienne. Στο έργο του Πέρα από το καλό και το κακό, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντιχ Νίτσε τον χαρακτηρίζει ως «τον καλύτερο ψυχολόγο της Γαλλίας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Stendhal, Biorgraphy.yourdictionary.com, διαθέσιμο εδώ
- Stendhal, Biblionet, διαθέσιμο εδώ
- “Stendhal syndrome: can art really be so beautiful it makes you ill?”, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Stendhal (French author), Britannica, διαθέσιμο εδώ