Της Αιμιλίας Δρακάκη,
Η Stasi (συντομογραφία από το γερμανικό Staatssicherheitsdienst) συστάθηκε το 1950 και δραστηριοποιήθηκε στην Ανατολική Γερμανία για τις επόμενες τέσσερεις δεκαετίες. Εκείνη την εποχή, η Stasi αποτελούσε την επίσημη υπηρεσία κρατικής ασφάλειας της νεοσύστατης, τότε, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ θεωρούνταν «η ασπίδα και το ξίφος» του κράτους, με κύρια επιδίωξη την απώθηση της δυτικής επιρροής στο Σοβιετικό έδαφος. Σύντομα, όμως, το αστυνομικό αυτό σώμα μετατράπηκε σε έναν σκληρό και αδίστακτο μηχανισμό παρακολούθησης και ελέγχου, σπέρνοντας φόβο. Πρώτος επικεφαλής αυτού του σώματος διορίστηκε ο Wilhelm Zaisser, ηγετική φυσιογνωμία του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από την πλευρά των Σοβιετικών κομμουνιστών, μέλος του KPD. Ο Erich Mielke αποτέλεσε το δεξί χέρι του Zaisser και, στη συνέχεια, οι δυο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Ernst Wollweber και Walter Ulbricht, με τον τελευταίο να αναλαμβάνει τον ρόλο του γενικού γραμματέα του σώματος.
Ακολουθώντας τακτικές που χρησιμοποιούνταν ήδη από την KGB στη Σταλινική Ρωσία, καθώς και από τη Gestapo στη Ναζιστική Γερμανία, η Stasi συγκέντρωνε πληροφορίες για πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού και με αυτόν τον τρόπο ενημέρωνε την κυβέρνηση, ώστε να μπορέσει να καταπνίξει κάθε ψήγμα υποφαινόμενης δυσαρέσκειας, πριν αυτή προλάβει να αποτελέσει απειλή για την εξουσία. Η συλλογή αυτών των πληροφοριών συνέβαινε με κάθε αθέμιτο μέσο, φυσικές και βίαιες μεθόδους αρχικά, αλλά, αργότερα, κυρίως με κατασκοπεία. Παράλληλα, το κλίμα φόβου που επικρατούσε οδηγούσε τους πολίτες να καταδίδουν ο ένας τον άλλον, τεχνική που εξυπηρετούσε εξαιρετικά τις επιδιώξεις της υπηρεσίας. Επιπλέον, η Stasi ήταν υπεύθυνη για την κατασκοπεία και την καταστολή της δράσης πρώην μελών Ναζί και δυτικών πρακτόρων, καθώς και για απαγωγές πρώην Ανατολικογερμανών αξιωματούχων και δραπετών.
Το 1953 και μετά από έντονη εσωτερική κρίση εξαιτίας οικονομικής κακοδιαχείρισης, πολιτικών διώξεων και της σχετικής αύξησης του βιοτικού επιπέδου στη Δυτική Γερμανία, ο Zaisser εκδιώχθηκε από την ηγεσία της Stasi και αντικαταστάθηκε από τον Wollweber. Από αυτό το σημείο, η Stasi απέκτησε ακόμα πιο σκληρό και ειδεχθή χαρακτήρα. Το ενεργό προσωπικό επεκτάθηκε σε δεκάδες χιλιάδες, ενώ διατέθηκαν πολλοί περισσότεροι πόροι για εσωτερική παρακολούθηση και την πρόσληψη νέων πληροφοριοδοτών. Επίσημα, η Stasi απασχολούσε περίπου 90.000 άτομα μέχρι τη διάλυσή της, ωστόσο, για να εξασφαλιστεί η απόλυτη επιτυχία υπολογίζεται πως τουλάχιστον 1 στους 6 Γερμανούς είχε σχέσεις και αντάλλασσε πληροφορίες με την υπηρεσία άτυπα. Η Stasi είχε καταφέρει να επεκτείνει τα πλοκάμια της σε κάθε εργοστάσιο, γραφείο ή διαμέρισμα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικά πυκνό δίκτυο πρακτόρων και κατασκόπων, εκμεταλλευόμενη το κλίμα φόβου και ανασφάλειας, το οποίο ολοένα και εντεινόταν για τους πολίτες.
Έπειτα από ακόμα μία εσωτερική «εκκαθάριση», το 1957 την ηγεσία της Stasi ανέλαβε ο Erich Mielke, ένας δια βίου κομμουνιστής, ο οποίος είχε διαπράξει δολοφονίες στο όνομα του KPD κατά τη δεκαετία του ’30, είχε πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο και είχε εργαστεί, αργότερα, ως σοβιετικός κατάσκοπος. Μετά το τέλος της εξορίας του, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Mielke επέστρεψε στην Ανατολική Γερμανία και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σφυρηλάτηση της νέας αυτής κομμουνιστικής δημοκρατίας. Υπό την ηγεσία του, η Stasi έλαβε το χαρακτήρα «Οργουελικού Κράτους», στο οποίο επικρατούσε μόνιμα κλίμα έντονης καχυποψίας και φόβου. Αρχικά, ο Mielke τριπλασίασε τον αριθμό των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στην υπηρεσία, με αποτέλεσμα οι δραστηριότητες κατασκοπείας της Stasi να επεκταθούν σημαντικά. Οι δραστηριότητες αυτές περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, άνοιγμα φακέλων και εντοπισμό υπόπτων σε ολόκληρη την Ανατολική Γερμανία. Τέλος, στην υπηρεσία άρχισαν να ενσωματώνονται ανεπίσημοι πράκτορες και πληροφοριοδότες, γνωστοί ως Inoffizielle Mitarbeiter ή IM, οι οποίοι είτε ήταν μέλη του κόμματος που διέκειντο φιλικά προς το καθεστώς είτε είχαν εξαναγκαστεί να συνεργαστούν με τη Stasi. Σε αυτή τη φάση, η Stasi εκμεταλλευόταν τις αδυναμίες των ατόμων που στόχευε, χρησιμοποιώντας τη σκανδαλώδη προσωπική τους ζωή ως μέσο υποχρεωτικής στρατολόγησης. Ως πληροφοριοδότες χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ιερόδουλες, ενώ μέλη που ανήκαν στην ίδια οικογένεια, ενθαρρύνθηκαν να κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλο.
Από τις αρχές του 1960, οι θετικές οικονομικές και υλικές προοπτικές διαβίωσης που διαφαίνονταν στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας οδήγησαν σε μαζική μετανάστευση των Ανατολικογερμανών. Η παρουσία και η δράση της Stasi έκανε την ανάγκη των πολιτών για διαφυγή ακόμα πιο έντονη. Πλέον οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ανατολικής Γερμανίας χρειαζόταν να αυξήσουν τον έλεγχο στα σύνορα με τη Δύση και ιδιαίτερα στο διχοτομημένο στη μέση Βερολίνο. Για αυτόν τον σκοπό, η υπηρεσία της Stasi συνεργάστηκε με τη Λαϊκή Αστυνομία VoPo (Volkspolizei). Το ίδιο διάστημα ξεκίνησε η οικοδόμηση του Ανατολικογερμανικού σοσιαλισμού και η εξαγωγή του στη διεθνή σκηνή, με τη Stasi να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στις εξελίξεις. Οι μέθοδοι παρακολούθησης εξελίχθηκαν και πλέον ήταν πολύ σύνηθες να παρακολουθούνται οι τηλεφωνικές επικοινωνίες χιλιάδων πολιτών και να ελέγχεται η αλληλογραφία τους. Τα ανοιγμένα γράμματα έφεραν τη σήμανση «κατεστραμμένο κατά τη μεταφορά», μια εικόνα που ήταν κοινός τόπος για την καθημερινότητα των Ανατολικογερμανών.
Ωστόσο, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η καταπίεση από τη Stasi εμφάνισε τάσεις υποχώρησης εξαιτίας ενός Νέου Οικονομικού Προγράμματος (Neues Ökonomisches System), που εφαρμόστηκε από τον Ulbricht. Σταδιακά, κρατικά ελεγχόμενες εταιρίες προχώρησαν στην παραγωγή «ειδών πολυτελείας», επιτρέποντας τη σχετική βελτίωση της ζωής των πολιτών, καθώς, επίσης, και κάποιες ελάχιστες οικονομικές και πολιτικές ελευθερίες. Βέβαια, το σχέδιο αυτό κατέληξε να έχει πολύ σύντομη διάρκεια. Τις επόμενες δεκαετίες, η Stasi κατάφερε να αποκτήσει πλήρη έλεγχο και εποπτεία της περιοχής της Ανατολικής Γερμανίας. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι πληροφοριοδότες δεν περιορίζονταν μόνο στους επίσημους υπαλλήλους της υπηρεσίας, αλλά αυτοί προέρχονταν πλέον και από τον χώρο του πολιτισμού, της τέχνης, της μουσικής ή του αθλητισμού.
Καθώς πλησίαζε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η επανένωση της Γερμανίας, η δράση της Stasi άρχισε να φθίνει, ακολουθώντας την παρακμή του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας. Η ίδια η Σοβιετική Ένωση άρχισε να απομακρύνεται από την αυστηρή γραμμή που ακολουθούσε μέχρι τότε, ενώ έπαψε να ασχολείται έντονα με την κεντρική Ευρώπη. Επιπλέον, το άνοιγμα της σοβιετικής οικονομίας προς τη δύση και οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν από τον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Mikhail Gorbachev, κινήσεις τις οποίες οι πολίτες υποδέχτηκαν θετικά, κατέδειξαν πως ο κόσμος ήταν έτοιμος για περισσότερες ελευθερίες, χωρίς τη στενή παρακολούθηση και καταστολή που επέβαλλαν μέχρι τότε οι υπηρεσίες ασφαλείας.
Μετά την πτώση του Τείχους και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η προοπτική της ένωσης της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας, σύμφωνα με το όραμα του Γερμανού καγκελάριου Helmut Kohl, έβρισκε θερμούς υποστηρικτές στο ανατολικό έδαφος. Οι υπάλληλοι της Stasi, αντιλαμβανόμενοι το τί θα ακολουθούσε, προχώρησαν σε μαζική καταστροφή των αρχείων που υπήρχαν στην κατοχή τους. Οι πολίτες του Βερολίνου κινήθηκαν άμεσα και κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της Stasi τον Ιανουάριο του 1990, εμποδίζοντας τη διαδικασία εκκαθάρισης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημοσιοποίηση των φακέλων, οδηγώντας σε καταδίκες και συλλήψεις.
Τα αρχεία της Stasi έγιναν διαθέσιμα προς το κοινό το 1992 και οι αποκαλύψεις σόκαραν όλο τον κόσμο. Οι φάκελοι μπορούσαν να απλωθούν σε έκταση 178 χλμ., ενώ υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της δράσης της υπηρεσίας συλλέχθηκαν πληροφορίες για σχεδόν το 1/3 των πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας. Οι περισσότερες από αυτές, μάλιστα, ήταν παντελώς άχρηστες, όπως, για παράδειγμα, πόσες φορές κάποιος έβγαζε έξω τα σκουπίδια του. Το πλήθος αυτών των στοιχείων μπορεί μεν να δηλώνουν απόλυτη επιτυχία των στόχων που έθετε η υπηρεσία, ωστόσο, η καταπίεση και η στενή παρακολούθηση δεν ήταν αρκετά για την επιβίωση ενός απολυταρχικού καθεστώτος στην καρδιά της Ευρώπης, την εποχή που στον υπόλοιπο κόσμο άνθιζε η δημοκρατία και η ελευθερία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cameron, Joel, Stasi, Britannica. Διαθέσιμο εδώ
- Coxhead, Lucy (2015), Fearsome or Futile? The Limitations of Stasi Surveillance in East Germany, The View East. Διαθέσιμο εδώ
- Charles River, Editors (2018), The Stasi: The History and Legacy of East Germany’s Secret Police Agency