17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤα διάσημα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων: σύμβολα εξουσίας και λαμπρότητας

Τα διάσημα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων: σύμβολα εξουσίας και λαμπρότητας


Του Θανάση Κουκόπουλου,

Ένα ιδιαίτερα γοητευτικό κομμάτι της βυζαντινολογικής έρευνας είναι τα διάσημα (=σύμβολα) των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, που μας συναρπάζουν με τους υψηλούς συμβολισμούς τους, αλλά και τη λαμπρότητά τους. Το υλικό μελέτης είναι άφθονο, καθώς δεν περιλαμβάνει μόνο γραπτές πηγές, αλλά και πληθώρα έργων τέχνης (τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, μικρογραφίες χειρογράφων, ελεφαντοστά, έργα μεταλλοτεχνίας και πλαστικής), καθώς και λίγα σωζόμενα στέμματα.

Το πνεύμα ανανέωσης που έφερε στην τότε παρακμάζουσα ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο Μέγας Κωνσταντίνος αντανακλάται και σε επίπεδο αυτοκρατορικής ενδυμασίας, καθώς ο σπουδαίος αυτός μεταρρυθμιστής, μεταξύ άλλων, αντικατέστησε τον συνηθισμένο στέφανο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με το διάδημα, ένα χαμηλό χρυσό έλασμα, φυσικά σε μορφή δακτυλίου, ο οποίος ενωνόταν στο πίσω μέρος της κεφαλής και διακοσμούνταν με πολύτιμους λίθους. Σε περιπτώσεις διεξαγωγής θριαμβικών τελετών, ο αυτοκράτορας φορούσε τη λεγόμενη τούφα, ένα στρατιωτικό κράνος-στέμμα διακοσμημένο με φτερά παγωνιού. Η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι και τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Ήδη από την πρώιμη περίοδο δε λείπουν και οι περιπτώσεις πιο ψηλών στεμμάτων, όπως σε ένα αργυρό πινάκιο (=πιάτο) που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ (βασιλεία: 379-395) και βρίσκεται στη Μαδρίτη, αλλά και στην περίφημη ψηφιδωτή απεικόνιση του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) από το οκτάγωνο του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα.

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄. Αντίγραφο ψηφιδωτού από τον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα (το πρωτότυπο χρονολογείται στα 540-547). Εκτέθηκε στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Προέλευση εικόνας: προσωπικό αρχείο αρθρογράφου.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε χαμηλά διαδήματα σε διάφορες κεφαλές, που άλλοτε ανήκαν σε αυτοκρατορικούς ανδριάντες ή προτομές, καθώς τουλάχιστον μέχρι τον 8ο αι. οι Βυζαντινοί έστηναν ανδριάντες (και ιδιαίτερα πάνω σε ψηλές στήλες) σε κάθε αναγόρευση αυτοκράτορα. Μάλιστα, μέχρι τα τέλη του 6ου αι. υπήρχε ακόμα η αρχαία συνήθεια να στέλνουν προτομές αυτοκρατόρων στις επαρχίες ως σύμβολα της παρουσίας και εξουσίας του αυτοκράτορα. Συχνά, αυτές γίνονταν αντικείμενο «λατρείας» (όχι βέβαια με την πλήρως θρησκευτική έννοια του όρου), γεγονός που καυτηρίαζαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ξεχωρίζουν μία ορειχάλκινη κεφαλή του Μ. Κωνσταντίνου, που βρέθηκε στη Ναϊσσό και εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο του Βελιγραδίου, μία κεφαλή, που έχει ταυτιστεί με την απεικόνιση του Αρκαδίου (395-408), το ελεφαντοστό «Barberini» (αταύτιστος θριαμβευτής αυτοκράτορας που διατρανώνει τη νίκη του επί των βαρβάρων), ο λεγόμενος «Κολοσσός» της Barletta στην Απουλία της Ιταλίας (διάφορες απόψεις σχετικά με την ταύτιση), αλλά και το σχέδιο ενός έφιππου ανδριάντα του Ιουστινιανού, που βρισκόταν πάνω σε μία στήλη στο Αυγουσταίον, την πλατεία μεταξύ Αγίας Σοφίας και Χαλκής Πύλης του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινούπολης. Στην τελευταία περίπτωση, ο αυτοκράτορας έφερε τούφα. Συχνά, οι αυτοκράτορες κρατούν σφαίρα, σύμβολο της εξουσίας τους επί της οικουμένης. Φυσικά, δε θα μπορούσε να λείπει και ο σταυρός.

Από πολλά από τα παραπάνω παραδείγματα μπορούμε να εξαγάγουμε και χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη στρατιωτική αυτοκρατορική εξάρτυση, η οποία, όπως είναι φυσικό, συνέχιζε την παράδοση της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Πάνω από τον θώρακα οι αυτοκράτορες έφεραν χλαμύδα, έναν μανδύα που αποτελούσε ένα ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος και στερεωνόταν στον έναν ώμο με πόρπη. Κάτω από τον θώρακα, αλλά και στο ύψος των ώμων, προεξείχαν πολλοί δερμάτινοι ιμάντες, οι οποίοι, μάλιστα, θεωρούνται από κάποιους μελετητές ότι αποτελούν τον πρόδρομο της νεοελληνικής φουστανέλας. Υπάρχουν και περιπτώσεις (π.χ. σε ένα πινάκιο από το Kerch) που οι αυτοκράτορες φορούσαν κατ’ επίδραση των Περσών αναξυρίδες (=παντελόνια) και παραγαύδιον (=χιτώνας με σιρίτια). Τα υποδήματα ονομάζονταν καμπάγια ή τζανγκία.

Στις επίσημες τελετές ο αυτοκράτορας φορούσε πάνω από τον χιτώνα τη χλαμύδα, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να αφήνεται ακάλυπτη μόνο η δεξιά πλευρά του σώματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν διακριτό και ένα τετράγωνο ξεχωριστό κομμάτι υφάσματος, το ταβλίον, το οποίο ραβόταν πάνω στην πρόσθια δεξιά άκρη της χλαμύδας. Το κατεξοχήν χρώμα που προτιμόταν για τις αυτοκρατορικές ενδυμασίες ήταν το πορφυρό. Για πολλούς αιώνες η παρασκευή του ήταν κρατικό μονοπώλιο. Οποιοσδήποτε ιδιώτης συλλαμβανόταν με την κατηγορία της πώλησης υφασμάτων σε αυτό το χρώμα, τιμωρούνταν με αποκεφαλισμό.

Ο Άγιος Δημήτριος με τους χορηγούς του ναού του στη Θεσσαλονίκη, ψηφιδωτό από τη βόρεια όψη του νοτιοανατολικού πεσσού του κεντρικού κλίτους, 7ος αι. (;). Ο κρατικός αξιωματούχος φορά χρυσοΰφαντη trabea και στο δεξί χέρι κρατά ακακία. Προέλευση εικόνας: Agdimitriosthes.gr

Στα τέλη του 7ου αι. παρατηρείται μία αλλαγή στην τελετουργική ενδυμασία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, ανιχνεύσιμη μέσα από τα νομίσματα και τις σφραγίδες. Γύρω από τον αυτοκρατορικό χιτώνα (σκαραμάγγιον ή διβητήσιον) τυλιγόταν μία μακριά ταινία, ποικιλμένη με πολύτιμα πετράδια, ο επονομαζόμενος λώρος. Συγκεκριμένα, τύλιγε το πρόσθιο κεντρικό τμήμα του κορμού μέχρι και λίγο πιο κάτω από το ύψος των γονάτων, τη μέση και απέληγε στο αριστερό χέρι του αυτοκράτορα. Ο λώρος κατάγεται από ένα είδος τηβέννου, την trabea, την οποία φορούσαν οι ύπατοι και άλλοι αξιωματούχοι κυρίως κατά την τέλεση θριάμβων ή σε εορτές στον ιππόδρομο. Ένα τέτοιο ένδυμα μπορούμε να θαυμάσουμε σε ένα ψηφιδωτό, που εικονίζει έναν κρατικό δωρητή του ναού του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Ο λώρος θεωρείται ότι συμβόλιζε τη θνητή φύση του αυτοκράτορα (ίδια με όλους τους υπηκόους!), επειδή έμοιαζε με νεκρικό σάβανο. Βέβαια, το εύλογο ερώτημα είναι αν όντως επιτύγχανε τον σκοπό του με όλη αυτή την πολυτέλεια. Ωστόσο, στην αυτοκρατορική –και όχι μόνο– εικονογραφία απαντάται και ένα πραγματικά ταπεινό στοιχείο˙ πρόκειται για τη λεγόμενη ακακία, ένα σακουλάκι γεμάτο χώμα, το οποίο υπενθύμιζε στον αυτοκράτορα το βιβλικό «χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει» (Γεν. 3, 19). Έτσι, ο βασιλεύς δε θα έπρεπε να καταδυναστεύει αυταρχικά τους υπηκόους του, αλλά να τους υπηρετεί με δικαιοσύνη, αυτοθυσία και ανεξικακία (εξ ου και ο όρος «ακακία»), αναλογιζόμενος την απολογία που θα δώσει ενώπιον του Θεού για τα έργα του. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ο βυζαντινός λαός απάντησε δυναμικά στον αυταρχισμό ορισμένων αυτοκρατόρων. Έτσι, η απολυταρχία δεν υπήρχε στο Βυζάντιο. Ούτε κάποιου είδους «θεοποίηση» των αυτοκρατόρων. Ο φωτοστέφανος που περιέβαλλε την κεφαλή τους στις εικονιστικές παραστάσεις υπενθύμιζε απλά το γεγονός ότι ήταν οι εκλεκτοί του Θεού και όχι ότι θεωρούνταν εκ προοιμίου άγιοι.

Όσον αφορά τα στέμματα της μεσοβυζαντινής περιόδου (περ. 9ος – 12ος αι.), παγιώνεται το πιο ψηλό στέμμα, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπεται πλήρως το διάδημα, όπως συμπεραίνεται, από τον αυτοκράτορα, που εικονίζεται γονυπετής ενώπιον του Χριστού πάνω από τη βασίλειο πύλη της Αγίας Σοφίας και μάλλον φέρει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Λέοντα Στ΄ του Σοφού (886-912). Επίσης, παγιώνεται η συνήθεια να κρέμονται από τα στέμματα αλυσίδες με πολλά μαργαριτάρια, τα λεγόμενα πρεπενδούλια (από το λατινικό ρήμα prependere=κρεμώ). Οι Κομνηνοί (1081-1185) θα προσθέσουν και έναν ημισφαιρικό «ουρανό». Πέρα από τα παραπάνω, καλυπτόταν και ο λαιμός του αυτοκράτορα με το λεγόμενο μανιάκιον.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) με τη σύζυγό του Ειρήνη ενώπιον της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου. Ο βασιλεύς φοράει διβητήσιον, λώρο, στέμμα με ημισφαιρικό «ουρανό» και κρατάει αποκόμβιον, δηλαδή βαλάντιο με τρία τουλάχιστον κιλά χρυσά νομίσματα ως δωρεά. Ψηφιδωτό από το νότιο υπερώο της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Προέλευση εικόνας: Commons.wikimedia.org

Από αυτή την περίοδο είναι ευτύχημα που μας σώζονται τρία στέμματα: το ένα είναι διάδημα από επιχρυσωμένο άργυρο και ανήκει στην περίοδο του Λέοντα Στ΄ (εικονίζεται ο ίδιος σε σμάλτο). Φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Επρόκειτο για ανάθημα, καθώς διακρίνονται υποδοχείς για γάντζους ανάρτησης. Το δεύτερο ανήκει στην περίοδο του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055) και βρέθηκε κατά τύχη σε ένα χωράφι το 1860. Έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά του. Ωστόσο, είναι εξαιρετικό και εικονίζει σε ξεχωριστά πλακίδια τον Μονομάχο μαζί με τη σύζυγό του, Ζωή, και την αδερφή της, Θεοδώρα, δύο χορεύτριες και τις προσωποποιήσεις της Αλήθειας και της Ταπείνωσης. Το τρίτο είναι δώρο του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078) στον Ούγγρο βασιλιά Geza Α΄ (1074-1077). Το κάτω τμήμα αποτελείται από ένα έλασμα με πλακίδια, που εικονίζουν τους δύο ηγεμόνες και ιερές μορφές, καθώς και πολύτιμους λίθους. Σε αυτό κάποια στιγμή προστέθηκαν από τους Ούγγρους διασταυρούμενα ελάσματα, τα οποία σχημάτισαν έναν «ουρανό», που θυμίζει κομνήνεια στέμματα. Σώζονται και τα πρεπενδούλια. Το στέμμα αυτό κατέστη το εθνικό σύμβολο της Ουγγαρίας.

Η στρατιωτική εξάρτυση των αυτοκρατόρων αλλάζει αυτή την περίοδο. Προτιμάται ο φολιδωτός θώρακας (από πολλά συναρμοσμένα πλακίδια), ένας χιτωνίσκος και τουβία (στενά παντελόνια), ενώ δε λείπει και ο μανδύας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της απεικόνισης του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976-1025) σε ένα ψαλτήριο, που φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, να δέχεται σύμβολα εξουσίας από τον Χριστό και τους αγγέλους, ενώ τον προσκυνούν Βούλγαροι αιχμάλωτοι.

Στην υστεροβυζαντινή περίοδο (1204-1453) το στέμμα γίνεται ωοειδές. Απομίμησή του είναι η μίτρα των σημερινών ορθοδόξων επισκόπων. Αυτή, μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, συμβόλιζε την πνευματική εξουσία των ιεραρχών, οι οποίοι τρόπον τινά υποκατέστησαν την πολιτική. Με το αυτοκρατορικό διβητήσιον μάλλον συνδέεται και ο αρχιερατικός σάκκος. Φαίνεται ότι τουλάχιστον από τον 11ο αι. ο αυτοκράτορας παραχωρούσε άδεια να φέρεται σάκκος όχι μόνο από πατριάρχες, αλλά και από διάφορους άλλους αρχιεπισκόπους. Τέλος, ας αναφερθεί ότι μόλις επί Παλαιολόγων γίνεται σύμβολο του κράτους ο περίφημος δικέφαλος αετός, ο οποίος απαντάται σε αυτοκρατορικά υποπόδια, αλλά και ενδυμασίες.

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, ο Σέρβος κράλης Μιλούτιν και ο άγιος Πρωτομάρτυρας Στέφανος. Ο Ανδρόνικος εικονίζεται με σκήπτρο, δηλώνοντας την ανωτερότητά του έναντι του Μιλούτιν. Καθολικό μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους, νάρθηκας (λιτή), νότιο τμήμα του ανατολικού τοίχου. Προέλευση εικόνας: Διονυσόπουλος, Νίκος (2012), Πορτρέτα κοσμικών δωρητών στην εντοίχια ζωγραφική του Αγίου Όρους (14ος – αρχές 16ου αι.). Πηγή εικόνας: Η ιστορική και ιδεολογική διάσταση της εικονογραφίας του ορθόδοξου ηγεμόνα στο αθωνικό περιβάλλον, διδακτορική διατριβή, Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Πολλοί ξένοι ηγεμόνες θέλησαν να γίνουν μέτοχοι του μεγαλείου του Βυζαντίου μέσα από την απομίμηση των αυτοκρατορικών διασήμων. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των Νορμανδών βασιλέων Ρογήρου Α΄ και Γουλιέλμου Β΄, οι οποίοι εικονίστηκαν σε ψηφιδωτά με σκαραμάγγιο και λώρο. Αξιομνημόνευτες είναι και οι απεικονίσεις βασιλέων της Γεωργίας. Ωστόσο, αυτοί που μιμήθηκαν με τον πιο εμφατικό τρόπο τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες ήταν οι Σέρβοι ηγεμόνες, κράληδες (=βασιλείς) και δεσπότες. Τα πορτρέτα τους στέκουν μέχρι σήμερα, όχι ως σιωπηλοί, αλλά ως ηχηρότατοι μάρτυρες μίας γοητευτικής εποχής.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ανδρούδης, Πασχάλης (2019), Βυζαντινή Γλυπτική και Μικροτεχνία, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκης.
  • Delvoye, Charles (2014), Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μ. Β. Παπαδάκη, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα.
  • Διονυσόπουλος, Νίκος (2012), Πορτρέτα κοσμικών δωρητών στην εντοίχια ζωγραφική του Αγίου Όρους (14ος – αρχές 16ου αι.)-Η ιστορική και ιδεολογική διάσταση της εικονογραφίας του ορθόδοξου ηγεμόνα στο αθωνικό περιβάλλον, διδακτορική διατριβή, Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
  • Kiss, Etele (2000), «The State of Research on the Monomachos Crown and Some Further Thoughts», στο: Pevny, Olenka (επιμ.), Perceptions of Byzantium and its Neighbours (843-1261), New York: Yale University Press.
  • Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1987), Η Βυζαντινή Ιστορία από τις πηγές, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας.
  • Κουκόπουλος, Αθανάσιος (2021), Οι ρίζες της ελληνικής φουστανέλας, Φιλαλήθεια. Διαθέσιμο εδώ.
  • Μέντζος, Αριστοτέλης (2010), Τα ψηφιδωτά της ανοικοδόμησης του ναού του Αγίου Δημητρίου στον 7ο αι. μ.Χ., Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών.
  • Μεντιδάκης, Γεώργιος (2007), Τύπος και συμβολισμός στην ορθόδοξη λατρεία, τόμος 1, Ηράκλειο.
  • Πανσελήνου, Ναυσικά (2000), Βυζαντινή Ζωγραφική-Η Βυζαντινή Κοινωνία και οι Εικόνες της, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Κουκόπουλος
Θανάσης Κουκόπουλος
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ με ειδίκευση στην αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και μαθαίνει γερμανικά και ρωσικά. Αγαπάει πολύ την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης και την ιστορία γενικότερα και ιδιαίτερα τον βυζαντινό πολιτισμό, αλλά και την μπαρόκ τέχνη. Όνειρό του είναι να γίνει θεράπων της βυζαντινολογίας.