Του Νικόλαου Τσελέντη,
Η ρωσική προκλητικότητα και η μετατροπή των σκαιών απειλών της σε μια νέα πραγματικότητα, αυτή του πολέμου, συντάραξαν συθέμελα τη διεθνή κοινότητα, η οποία κλήθηκε αφενός να προστατεύσει την πληγείσα Ουκρανία από το ενδεχόμενο της ολικής κατάρρευσης και αφετέρου να δείξει ενότητα, ως προς τη στάση της απέναντι στην επιτιθέμενη χώρα. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των μηχανισμών λήψης αποφάσεων, αλλά και της φανερούς ύπαρξης διαφορετικών συμφερόντων μεταξύ των κρατών, η αντίδρασή τους ήταν ιδιαιτέρως γοργή, καθώς από το επίπεδο της προφορικής καταδίκης της Ρωσίας πέρασαν σε βαρύτατες κυρώσεις και στη μεταφορά οπλισμών στο πεδίο της μάχης, ανοίγοντας, παράλληλα, τα σύνορα για τους κατατρεγμένους πολίτες, εντός λίγων ημερών. Μάλιστα, ορισμένοι πολιτικοί, που μέχρι πρότινος έπλεκαν το εγκώμιο του Vladimir Putin και υποστήριζαν ανελεύθερες μεθόδους, προέβησαν σε ιδεολογικές κυβιστήσεις, παρουσιαζόμενοι ως συνδετικοί κρίκοι των δύο μερών.
Οι προσωπικότητες που ανέκαθεν θαύμαζαν και συντηρούσαν δεσμούς με το Κρεμλίνο τοποθετούνται στους κόλπους της συντηρητικής και ακραίας δεξιάς, διακρίνονται για τον ευρωσκεπτικισμό τους –γι’ αυτό και αποκτούν ευρεία απήχηση τα τελευταία χρόνια–, παραμερίζουν τις ελευθερίες των πολιτών τους, θεωρώντας πως συνιστούν «υποκριτικά δημιουργήματα της Δύσης», η οποία, με τη σειρά της, πιέζει τα κράτη τους να δεχθούν ξένες επιρροές και να απωλέσουν την εθνική τους ταυτότητα. Για τους λαϊκιστές, λοιπόν, η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στην απόκτηση της εξουσίας ή στην εξασφάλιση της παραμονής τους σε αυτήν με οιονδήποτε τρόπο, βρίσκοντας έμπιστους συμμάχους βάσει γεωπολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων, αδιαφορώντας για τον χαρακτήρα του πολιτεύματος ή για τις αρχές που εκείνοι πρεσβεύουν. Στην περίπτωση του Putin δε, ο Ρώσος Πρόεδρος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δημοφιλέστερες πολιτικές φιγούρες παγκοσμίως –πολλάκις έχει γίνει viral ή meme– και λογίζεται ως το σύμβολο της κατάρριψης του κινήματος της πολιτικής ορθότητας, οπότε εύλογα χαίρει εκτίμησης από ομοϊδεάτες. Άρα, γιατί στράφηκαν εναντίον του;
Εντός της Γηραιάς Ηπείρου, μπορεί κάποιος να εικάσει τους λόγους για τους οποίους οι ευρωσκεπτικιστές πολιτικοί άλλαξαν ριζικά τη ρητορική τους. Στην Ιταλία, επί παραδείγματι, ο Matteo Salvini, πρώην Υπουργός Εσωτερικών και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο παρελθόν, παρόλο που είχε επιρρίψει βαρύτατους μύδρους προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θέματα όπως το προσφυγικό, εντούτοις επισκέφθηκε προσφάτως την πολωνική πόλη Przemyśl, στα σύνορα με την Ουκρανία, προκειμένου να εκφράσει τη συμπαράστασή του στον ξεριζωμένο πληθυσμό. Φυσικά, η εν λόγω κίνηση πραγματοποιήθηκε τόσο για να καλύψει τη «λατρεία» του προς τον Ρώσο μονάρχη (είχε φωτογραφηθεί φορώντας μπλούζα με το πρόσωπο του Putin) όσο και για να ευνοηθεί στην ιταλική σκηνή, που κάθε άλλο παρά ενωμένη είναι∙ η γνώμη των πολιτών για τον πόλεμο είναι ξεκάθαρη. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Γαλλίδα Marine Le Pen, η οποία λάμβανε χρηματοδοτήσεις για τις προεκλογικές της καμπάνιες από ρωσικές τράπεζες, κάνοντας λόγο για ένα αυταρχικό καθεστώς και ονοματίζοντας την εισβολή ως «καθαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου». Αυτή η στροφή 180 μοιρών προκύπτει από τον ερχομό των γαλλικών προεδρικών εκλογών, με τον Emmanuel Macron να κερδίζει, προς το παρόν, στα προγνωστικά, χάρη στην ενεργή ειρηνευτική του δράση.
Κι αν τα προαναφερθέντα πρόσωπα, μαζί με τις νέες πρωτοβουλίες τους, δεν προκαλούν ιδιαίτερη συγκίνηση σε πολλούς, καθώς δεν βρίσκονται στο ανώτατο αξίωμα της χώρας τους και δεν μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στα τεκταινόμενα, μάλλον υπάρχει κάποιος που είναι σε θέση να το πράξει: ο Ούγγρος Πρωθυπουργός, Viktor Orbán. Ο Orbán ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με την πολιτική, όντας αρχηγός του ρεφορμιστικού φοιτητικού κινήματος «Συμμαχία των Νέων Δημοκρατιών» –πρόδρομου του συντηρητικού κόμματος Fidesz–, και έγινε ευρέως γνωστός με μία ομιλία του, το 1989, όταν απαίτησε δημοσίως την αποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων από την πατρίδα του. Η ανέλιξή του υλοποιήθηκε, μέσα σε διάστημα λίγων χρόνων, καταλαμβάνοντας την πρωθυπουργία το 1998, δίχως, ωστόσο, να κατορθώνει να την επεκτείνει για μία ακόμη τετραετία. Τότε, ξεκίνησε η «μεταμόρφωσή» του.
Χάνοντας στις επόμενες δύο εκλογικές αναμετρήσεις από τους σοσιαλιστές, ο Orbán προχώρησε σε αναδιάρθρωση του κόμματός του και, εκμεταλλευόμενος τις εξελίξεις προς το λυκαυγές της δεκαετίας του 2010, συνασπίστηκε με το Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα, αποκομίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών του Κοινοβουλίου. Ο Ούγγρος Πρωθυπουργός υιοθέτησε μακράν πιο συντηρητικές απόψεις, κατέστειλε τις αντιπολιτευτικές φωνές και στοχοποίησε συγκεκριμένες ομάδες ατόμων (π.χ. LGBTQ+ κοινότητα), έγινε ένας δυνατός «πονοκέφαλος» για την Ε.Ε., φέρνοντας αντίρρηση σε αναρίθμητες προτάσεις της και βρήκε έναν έμπιστο φίλο προς ανατολάς. Από τη συνάντηση του Orbán με τον Putin στην Αγία Πετρούπολη, το 2010, η ουγγρική κυβέρνηση εγκατέλειψε κάθε αντιρωσική αφήγηση και, ως δια μαγείας, ξέχασε τα κατάλοιπα της Σοβιετικής Ένωσης, συνάπτοντας συμφωνίες εμπορικού –και όχι μόνο– χαρακτήρα (δάνεια δισεκατομμυρίων, εισαγωγές αερίου, επέκταση πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, άδειες παραμονής στην Ουγγαρία για Ρώσους ολιγάρχες, δογματισμός των ΜΜΕ).
Το ‘‘honeymoon’’ των δύο χωρών επλήγη σφόδρα από την ανυποχώρητη εξωτερική πολιτική που επέβαλε ο Putin, ανοίγοντας τον «ασκό του Αιόλου», σε μια περιοχή με εξέχοντα συμφέροντα για τη Δύση. Αρχής γενομένης των πρώτων βομβαρδισμών και της εισόδου των στρατευμάτων στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, οι Δυτικοί κλιμάκωσαν σταδιακά τα μέτρα κατά της «Αρκούδας», επιδιώκοντας έναν πάσης φύσεως απομονωτισμό της. Ο Orbán, δεχόμενος πιέσεις πανταχόθεν, αναγκάστηκε να καταδικάσει, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ένωσης, την παραβίαση της κυριαρχίας ενός τρίτου κράτους, μολονότι τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο για «επιχείρηση» και όχι για «εισβολή». Αξίζει να επισημανθεί ότι ο δυτικός δάκτυλος δεν θα πετύχαινε το επιθυμητό αποτέλεσμα εάν δεν ανέκυπτε μια μαζική κινητοποίηση των Ούγγρων στο εσωτερικό, διαδηλώνοντας με σύνθημα «Έξω οι Ρώσοι!», το οποίο και δανείστηκαν από το λογύδριο του νεαρού τότε Orbán, ενόσω πλησιάζουν οι κοινοβουλευτικές εκλογές, στις 3 Απριλίου.
Συνοψίζοντας, ο Viktor Orbán βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία για να αυξήσει τη συμμετοχή του στον ρου του ουκρανικού ζητήματος, παρουσιάζοντας την Ουγγαρία ως τους κυανοκράνους ανά τον κόσμο. Ωστόσο, η πρόωρη μετάλλαξή του δεν πρέπει να λογίζεται επ’ ουδενί ως μία ευεργεσία για το καλό της ανθρωπότητας, επειδή ο ίδιος αμφισβητεί εντόνως τον ηθικό σκοπό της αγγλοσαξονικής επιρροής και προσδοκά την πρωτοκαθεδρία της Κίνας στο διεθνές στερέωμα, η οποία απέχει παρασάγγας από τις δημοκρατικές αρετές. Με άλλα λόγια, η τωρινή έκρυθμη κατάσταση δύναται να λειτουργήσει ως λυδία λίθος, ούτως ώστε να κατανοήσει η Ε.Ε. τις πραγματικές προθέσεις του αυταρχικού πολιτικού, κρατώντας πάντοτε μικρό καλάθι για την ειλικρίνειά του, αφού σαν ένας καλός DJ έχει μάθει να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του εκάστοτε ακροατή, καθιστώντας τον εαυτό του αρεστό μα και απαραίτητο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “The metamorphosis of Visegrad’s populists”, Euractiv, διαθέσιμο εδώ
- “Europe’s populists are rushing to distance themselves from Vladimir Putin”, CNN, διαθέσιμο εδώ
- “Orbán treads fine line as Hungarian opinion swings against Russia”, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- “Ukraine crisis upends Hungary’s election race as Orban faces heat over ties with Russia”, Independent, διαθέσιμο εδώ
- “Mixmaster Orban: Why Hungary’s prime minister keeps changing his tune”, European Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ