Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία να δείχνει το σκληρό του πρόσωπο, αναλογιζόμενοι τις απώλειες σε όλα τα επίπεδα, ωστόσο, οι παράπλευρες απώλειες, αν και ηθικά κατώτερες, ανακύπτουν διαρκώς σε όποια χώρα έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και η Ελλάδα, η οποία ήδη πληρώνει ακριβά τις συνέπειες στον οικονομικό τομέα, καθώς η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ασφυκτιά εξαιτίας τις ενεργειακής κρίσης και αναμένεται να επιδεινωθεί λόγω του ότι οι τουριστικές ροές, ορμώμενες από τη Ρωσία, έχουν πλέον ανακοπεί εξαιτίας των διεθνών και ευρωπαϊκών κυρώσεων, που της έχουν επιβληθεί για τις παράνομες ενέργειές της. Η μεγάλη εικόνα είναι, πάντα, αυτή που δημιουργεί το πλαίσιο για τον μικρόκοσμο του πολίτη και της καθημερινότητάς του.
Η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των καυσίμων, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και τις διαρκείς ανατιμήσεις στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων, επαναφέρουν το ελληνικό νοικοκυριό στην καρδιά της κρίσης, στην οποία σίγουρα δεν απειλείται η ζωή του, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας, αλλά τίθεται σε ευάλωτες συνθήκες για πολλοστή φορά η ασφάλεια του βιοτικού του επιπέδου και δυσχεραίνεται η ανταπόκρισή του στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Γίνεται διαρκώς λόγος για το κράτος-δικαίου και την έννοια της αλληλεγγύης, τις οποίες ασπάζεται η χώρα ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο, μπορεί οι διαδικασίες σε πολιτικοδιοικητική κλίμακα να έχουν προσαρμοστεί στις αρχές αυτές, αλλά το αγκάθι της οικονομίας δεν επιτρέπει στους ιθύνοντες να αποδείξουν στους πολίτες κατά πόσο δύνανται να τις εφαρμόσουν.
Τα μέτρα στήριξης, τα οποία ανακοινώθηκαν για τα ευάλωτα νοικοκυριά και αφορούσαν σε μία μικροεπιδοματική πολιτική, η οποία δεν καλύπτει ούτε το ήμισυ του πραγματικού προβλήματος, περισσότερο οργή προκαλούν παρά ανακούφιση. Το καθεστώς δημοσιονομικής εποπτείας, στο οποίο συνεχίζει να βρίσκεται η χώρα μας, παρά την έξοδο από τη μνημονιακή περίοδο, σίγουρα δε μπορεί να λησμονάται, αλλά ο πολίτης, εν τέλει, επιδιώκει λύσεις για τα δικά του προβλήματα, στα οποία η πολιτεία δεν του δίνει το περιθώριο να ξεπεράσει. Όλοι σίγουρα γνωρίζουν τις υφιστάμενες πιέσεις, ακόμη και οι πολιτικοί που δικαίως σπεύδουν όλοι να κρίνουν λόγω της εκτελεστότητας και του νομοθετικού του χαρακτήρα τους. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση δεν κείτεται στην αδιαφορία, αλλά στην ιδεολογία.
Δε μιλάμε για τη γνωστή αντίστιξη δεξιάς – αριστεράς, που ταλανίζει την πολιτική ιστορία της Ελλάδας μεταπολεμικά και συνεχίζει μέσω διαφορετικών μορφών μέχρι και σήμερα, εξοβελίζοντας τα παράθυρα ευκαιρίας για λύσεις σε χρόνιες παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η ρίζα του προβλήματος αφορά την πρόσληψη του πολιτικά φιλελεύθερου κόσμου, στον οποίο όλοι επιδιώκουν τη μέθεξη, αλλά αναζητούν τον τρόπο αυτής. Πώς μπορείς να δημιουργείς συνθήκες πολιτικού φιλελευθερισμού στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον διαβίωσης, όταν, από τη μία πλευρά, η συνταγματική πραγματικότητα εξασφαλίζει τα δικαιώματα και οριοθετεί τις υποχρεώσεις, αλλά η οικονομική πραγματικότητα κτίζει διαρκώς φραγμούς στη φιλελευθεροποίηση των πολιτών, όταν δεν του επιτρέπει να δει τη μεγάλη εικόνα και τον περιορίζει στα προβλήματα του μικροκόσμου του;
Τονίζουμε ξανά ότι το πρόβλημα δεν είναι ούτε η παγκοσμιοποίηση ούτε ο φιλελευθερισμός, αλλά συνίσταται στις πολιτικές και κοινωνικές επιλογές, που επιτελούνται μέσα στις συνθήκες που αυτά τα δύο επιτελούν συναρμοστικά. Ο κομματικός διαξιφισμός για την καθημερινότητα των εκπροσωπούντων νοικοκυριών και κοινωνικών ομάδων, η διαρκής κόντρα πλειοψηφίας και μειοψηφίας δεν επιτρέπουν στα εκτελεστικά όργανα να διαφύγουν της διλημματικής επιλογής. Σίγουρα, δεν υπάρχουν απλές λύσεις σε πολυσύνθετα προβλήματα και σε αυτό ακριβώς το σημείο συνίσταται ο προβληματισμός. Σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς, όπου η ευκαιρία για εύρεση αποτελεσματικών λύσεων επιρρίπτεται μόνο στο κυβερνητικό κόμμα, σίγουρα επιφέρει δημοκρατικό εκφαυλισμό όχι στους τύπους, αλλά στην ποιότητα των θεσμών. Κάθε πρόταση χρειάζεται αντιπρόταση, χωρίς εντάσεις, αλλά με ψυχρή λογική και αλληλέγγυα συναισθήματα, εμπεδώνοντας τα νοικοκυριά ως ένα, χωρίς να χρωματίζονται κομματικά. Η ευθύνη ανήκει στην Κυβέρνηση, καθώς αυτή φέρει τη νομιμοποίηση της απόφασης. Οι υπόλοιποι, όμως, δεν είναι απλά θεατές αυτών των αποφάσεων, έχουν την ευθύνη να πιέσουν με τα ορθά και νόμιμα εργαλεία την εκάστοτε κυβέρνηση προς μία κατεύθυνση, που θα ήταν πρόσφορο να αντιληφθεί.
Εμπεδώνοντας οι πολιτικοί πως σημασία δεν έχει το πώς αντιλαμβάνονται πολιτικά τoν κόσμο, αλλά το τι μπορεί να επιτελεστεί, ώστε να ξεπεραστούν οι αντικειμενικές δυσκολίες αυτού τόσο σε επίπεδο κυβέρνησης όσο και στο αντιπολιτευτικό μέτωπο, τότε μπορεί να εκκινήσει μία διαδικασία, όπου και ο απλός πολίτης μπορεί να εναποθέσει ξανά τις ελπίδες του στους αντιπροσώπους του, περιορίζοντας τα εκτεταμένα φαινόμενα πολιτικής αδιαφορίας και εκλογικής αποχής. Για να συμβεί αυτό στην εποχή της ατομικότητας, ο ίδιος ο πολιτικός πρέπει να δράσει προς το συμφέρον του πολίτη και της ουσιαστικής διευκόλυνσης της καθημερινότητάς του, δίνοντάς του διαρκώς ευκαιρίες για ανάπτυξη του βιοτικού του επιπέδου, όχι ανησυχίες για το πώς θα διατηρήσει το ήδη περιορισμένο εισόδημά του, ώστε να δυσανασχετεί με το πολιτικό σύστημα. Η ποιοτική διήθηση μέσω της κατηγοριοποίησης των νοικοκυριών – ευάλωτων, μεσαίων, εύπορων – συνιστά από μόνη της το κλειδί για τις οικονομικές λύσεις, οι οποίες μπορούν να υπάρξουν, ώστε να αποφεύγονται τόσο οι ελιτιστικές επιλογές όσο και οι εξισωτικές αποφάσεις και, καταληκτικά, μπορεί να μετατραπεί όχι σε αίτιο πολιτικής σύγκρουσης, όπως συμβαίνει μέχρι στιγμής, αλλά στην εξισορρόπηση και την εκλογίκευση της πολυφωνίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος.