Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Παρατηρώντας το σύνολο των πολέμων που έχουν λάβει χώρα στη μακραίωνη παρουσία του ανθρώπου στη Γη, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε ένα κυνικό, αλλά όχι αναληθές συμπέρασμα: Ο πόλεμος έχει την ικανότητα να ανατρέψει τις υφιστάμενες ισορροπίες. Πράγματι, το τέλος μιας σειράς πολεμικών συγκρούσεων βρίσκει, συνήθως, τους νικητές σε μία θέση, όπου τους ανοίγονται νέες προοπτικές. Με πιο απλά λόγια, μέσω των επιλογών που θα κάνουν κατά την απομάκρυνσή τους από τα πεδία των μαχών, τους δίνεται η ευκαιρία να «γράψουν ιστορία».
Οι Περσικοί Πόλεμοι δεν αποτελούν την εξαίρεση της άνωθεν συνθήκης. Οπωσδήποτε η επιτυχής αντιμετώπιση των στρατευμάτων μιας στρατιωτικής υπερδύναμης, όπως ήταν η Περσική Αυτοκρατορία, συνιστά μία μεγάλη νίκη, μία εποποιία για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες παραμέρισαν τις όποιες διαφορές είχαν και ενώθηκαν αγωνιζόμενες για την ύπαρξή τους. Στη σύγχρονη εποχή, γνωρίζουμε ότι τα νούμερα, που μας έχουν γίνει γνωστά από τις αρχαιοελληνικές πηγές σχετικά με το μέγεθος των περσικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στον ελλαδικό χώρο είναι υπερβολικά. Ωστόσο, αυτό δε μειώνει την επιτυχία του ελληνικού συνασπισμού, αλλά, αντιθέτως, μας δίνει μία εικόνα του δέους που προκαλούσαν τα αντίπαλα στρατεύματα στα μάτια των ελληνικών δυνάμεων και το πόσο δύσκολη ήταν η αντιμετώπισή τους.
Στο παρόν άρθρο, όμως, δε θα αναφερθούμε στα γεγονότα του Περσικού Πολέμου, αλλά σε όσα συνέβησαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και καθόρισαν, έως έναν βαθμό, τις κυρίαρχες δυνάμεις μέχρι την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στα τέλη του 479 π.Χ. Ο περσικός στρατός αντιμετωπίστηκε για άλλη μία φορά επιτυχώς στη μάχη των Πλαταιών. Η ήττα που ακολουθεί στη ναυμαχία της Μυκάλης εξαναγκάζει το περσικό στρατόπεδο να απομακρυνθεί από τον ελλαδικό χώρο, ηττημένο για δεύτερη φορά. Οι ελληνικές πόλεις νικήτριες, αλλά βαριά πληγωμένες, μπορούν πλέον απερίσπαστες να ασχοληθούν με τα δικά τους ζητήματα.
Οι «ανοιχτοί λογαριασμοί» του ελληνικού στρατοπέδου ήταν πολλοί. Ένα βασικό ζήτημα ήταν η στάση που θα τηρούνταν έναντι των δυνάμεων, που τάχθηκαν με το περσικό στρατόπεδο. Οι ελληνικές περιοχές που μεταπήδησαν με την πλευρά της ασιατικής αυτοκρατορίας δεν ήταν αμελητέα ποσότητα. Για την ακρίβεια, αποτελούσαν την πλειοψηφία. Οι λόγοι που τους οδήγησαν σ’ αυτήν την απόφαση ποικίλλουν. Ασφαλώς και ο εξαναγκασμός ήταν ένας από αυτούς, αλλά όχι ο μοναδικός.
Στην ιστορία έχουν καταγραφεί 2 περιπτώσεις που ίσως μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε το σκεπτικό των ελληνικών περιοχών που «Μήδισαν» και την αντιμετώπισή τους. Το πρώτο είναι το παράδειγμα του βασιλείου της Μακεδονίας. Το τελευταίο, βρισκόμενο αρκετά κοντά στα δυτικά σύνορα της Περσικής Αυτοκρατορίας, δε μπορούσε παρά να συνταχθεί με την περσική πλευρά. Όμως, μας είναι γνωστή η δράση του Μακεδόνα βασιλιά, Αλεξάνδρου Α΄, ο οποίος προσπαθούσε να πληροφορεί την ελληνική πλευρά για τις κινήσεις του περσικού στρατού. Στον αντίποδα, η Θήβα, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε κοντινή απόσταση με πόλεις που εντάχθηκαν στον αντι-περσικό συνασπισμό, επέλεξε να υποκύψει στην ασιατική υπερδύναμη.
Για περιπτώσεις αντίστοιχες με αυτές της Θήβας, οι Έλληνες σύμμαχοι είχαν αποφασίσει το 481 π.Χ. ότι μετά το τέλος του πολέμου θα προχωρούσαν στη λήψη μέτρων εις βάρος των φιλικά προσκείμενων στους Πέρσες πόλεων. Όμως, μετά την ευτυχή για τις συμμαχικές δυνάμεις έκβαση του πολέμου, οι νικητές δεν προχώρησαν σε αντίποινα εις βάρος των πόλεων, που είχαν ταχθεί με τους αντιπάλους τους. Εύλογα θα αναζητήσει κανείς τον λόγο της αδράνειας των νικητών. Η απάντηση είναι πολύ απλή. Το σύνολο του ελληνικού συνασπισμού είχε βγει εξουθενωμένο από αυτή τη σειρά πολεμικών συγκρούσεων. Ορισμένες πόλεις, όπως η Αθήνα, γνώρισαν την οργή των Περσών και ισοπεδώθηκαν. Όπως είναι λογικό, λοιπόν, προτίμησαν να ασχοληθούν με τα εσωτερικά τους ζητήματα. Ωστόσο, η «ρετσινιά» του Μηδισμού θα συνόδευε για μεγάλο χρονικό διάστημα τους Έλληνες συμμάχους των Περσών.
Δεν ήταν, όμως, το ίδιο ήπια η αντίδρασή τους έναντι ορισμένων ατόμων, που τάχθηκαν με την πλευρά των Περσών. Υπήρχε ο φόβος ότι οι Πέρσες θα έχουν μία πολυεπίπεδη βοήθεια μέσω «δικών τους ανθρώπων», οι οποίοι θα βρίσκονταν εντός των ελληνικών πόλεων. Για τον λόγο αυτό η αντίδρασή τους σε τέτοια περιστατικά ήταν σκληρή και άμεση. Η κατηγορία του Μηδισμού, όμως, δεν άργησε να μετατραπεί σε ένα όπλο στη φαρέτρα των πολιτικών, προκειμένου να απομακρύνουν από τον πολιτικό στίβο τους αντιπάλους τους. Έτσι, λοιπόν, δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι όσοι κατηγορήθηκαν για Μηδισμό είχαν πράγματι αναπτύξει επαφές με την Περσική Αυτοκρατορία ή έπεσαν θύματα μικροπολιτικών παιχνιδιών.
Η ποινή όλων όσοι κατηγορούνταν για Μηδισμό δεν είναι η ίδια. Παρατηρούμε την περίπτωση του Παυσανία στη Σπάρτη, όπου ο άνθρωπος των επιτυχιών, αυτός που εκδίωξε τον περσικό στρατό από την ελληνική επικράτεια, καταδιώκεται από τους Λακεδαιμονίους λόγω αυτής της κατηγορίας. Η πρόθεση των συμπολιτών του ήταν να τον σκοτώσουν. Για τον λόγο αυτό καταφεύγει στον ναό της Αθηνάς, όπου ως χώρος λατρείας απαγορευόταν να σημειωθεί φόνος. Ωστόσο, οι Λακεδαιμόνιοι χτίζουν κάθε πιθανή έξοδο διαφυγής. Μετά από αυτό, ο Παυσανίας βρίσκει τραγικό τέλος, με τις πηγές να κάνουν λόγο για θάνατο από ασιτία ή αυτοκτονία.
Στην Αθήνα η κατηγορία του Μηδισμού ήταν φυσικά ιδιαιτέρως σημαντική. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Θεμιστοκλής. Ο ήρωας της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα κατηγορήθηκε για Μηδισμό, ως συνεργός του Παυσανία, χωρίς να γνωρίζουμε, εάν οι κατηγορίες ευσταθούσαν. Γνωρίζοντας τις συνέπειες που θα υπήρχαν σε πιθανή καταδίκη του, αποφασίζει να απομακρυνθεί τόσο από την Αθήνα όσο και από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, καταφθάνοντας στην αυλή του Πέρση βασιλιά.
Ένα άλλο γεγονός που έκρινε σε μεγάλο βαθμό τον καθαρισμό των στρατοπέδων κατά τις επόμενες δεκαετίες ήταν η στάση των Λακεδαιμονίων έναντι των μικρότερων ελληνικών δυνάμεων. Η πελοποννησιακή υπερδύναμη αρνήθηκε να υιοθετήσει τον άτυπο ρόλο του «προστάτη», πιθανώς διστάζοντας να αναλάβει μία τέτοια ευθύνη. Έτσι, οι ελληνικές πόλεις, που πίστευαν ότι η περσική απειλή θα επέστρεφε στο μέλλον, στράφηκαν στην Αθήνα. Η τελευταία θεώρησε σωστό τη δημιουργία μιας συμμαχίας με σκοπό την απόκρουση ενδεχόμενης περσικής εισβολής, τη γνωστή Δηλιακή Συμμαχία.
Αυτές ήταν, σε γενικές γραμμές, οι πρώτες κινήσεις των ελληνικών πόλεων μετά τη μάχη των Πλαταιών. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, παρά το γεγονός ότι δε δίνεται ιδιαίτερη ιστορική βάση σε αυτή την ιστορική περίοδο, οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σε όλους τους τομείς καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες δεκαετίες, τον λεγόμενο «χρυσό αιώνα» της Αθήνας και του ηγέτη της, Περικλή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lefevre, Francois (2016), Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου, Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου Καρδαμίτσα
- Matyszak, Philip (2017), Sparta: Rise of a Warrior Nation, Barnsley: Pen & Sword Books Ltd
- Mosse, Claude (2002), Η ιστορία μιας δημοκρατίας: Αθήνα, 3η ανατύπωση, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης