Της Μαρίας Χαραλαμπίδου,
Η διασφάλιση των δικαιωμάτων του ασθενούς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προάσπιση του επιπέδου προνοίας της υγείας των πολιτών. Τα ανθρώπινα δικαιώματα που έχουν άμεση σχέση με την υγεία, δηλαδή αυτά του δικαιώματος στη ζωή, στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα, στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, στην ασφάλεια, στην αξιοπρεπή μεταχείριση, στην παροχή υπηρεσιών υγείας και στη διαφύλαξη της υγείας, με κατάλληλα μέτρα πρόληψης ασθενειών, συνιστούν θεμελιώδεις πυλώνες που χρήζουν επιτακτικής προστασίας, γεγονός που συντελείται με τη θεσμοθέτηση πλήθους εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών νομικών κειμένων.
Πρωταρχική πηγή του δικαίου της υγείας είναι το Σύνταγμα που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην υγεία σε πλήθος άρθρων του.
Το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος δημιουργεί την υποχρέωση του κράτους να µεριμνά για την υγεία των πολιτών και να λαµβάνει ειδικά µέτρα για την περίθαλψη των απόρων. Με αφετηρία έναν ευρύ ορισµό, το κοινωνικό δικαίωµα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του κράτους να προβαίνει σε θετικές ενέργειες, ώστε να εξασφαλίζεται προληπτικά ή θεραπευτικά, αν όχι η πλήρης, πάντως η ανώτερη δυνατή σωµατική, ψυχική και διανοητική ευεξία του. Η πτυχή αυτή του δικαιώματος θα µπορούσε να περιλαµβάνει ενδεικτικά τα ακόλουθα: 1) τη διαθεσιµότητα υποδοµών, αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και λειτουργικών προγραµµάτων, για τη δηµόσια υγεία και τη φροντίδα υγείας, 2) την προσβασιμότητα κάθε προσώπου που βρίσκεται στη δικαιοδοσία κράτους µέλους στις υποδοµές, στα αγαθά και στις υπηρεσίες υγείας, 3) την αποδοχή της ιατρικής ηθικής και την καταλληλότητα των υποδοµών, αγαθών και υπηρεσιών ως προς την υποδοχή σχετικά µε πρόσωπα που διαφέρουν σε σχέση µε το φύλο, την ηλικία και το πολιτιστικό επίπεδο και 4) τη διασφάλιση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας των υποδοµών, αγαθών και υπηρεσιών του δηµοσίου και ιδιωτικού τοµέα σε σχέση µε την επιστηµονική και ιατρική καταλληλότητα. Τελικώς, η προαγωγή της υγείας είναι δυνατή µε περισσότερους τρόπους και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του νοµοθέτη να καθορίσει το είδος και την έκταση της συνταγµατικής προστασίας µε βάση την πολιτική, οικονοµική και κοινωνική εκτίµηση των υγειονοµικών αναγκών του πληθυσµού.
Στο Σύνταγµα του 1975 δεν υπήρχε συνταγµατική διάταξη που να κατοχυρώνει, µε σαφήνεια, το ατοµικό δικαίωµα στην υγεία και οι ερµηνευτές και εφαρµοστές του δικαίου αναζήτησαν άλλες βάσεις για τη θεµελίωσή του. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε το άρθρο 5 παρ. 5, σύµφωνα µε το οποίο ο καθένας έχει δικαίωµα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Ειδικός νόµος επεξηγεί και οριοθετεί τα σχετικά µε την προστασία του προσώπου έναντι βιοϊατρικών παρεµβάσεων. Έτσι, το ατοµικό δικαίωµα στην υγεία αποκτά αυτοτελή συνταγµατική κατοχύρωση και περιεχόµενο επιτακτικότερο και περισσότερο απτό. Συγκεκριµένα, το περιεχόµενο του ατοµικού δικαιώµατος στην προστασία της υγείας συνίσταται στην υποχρέωση του κράτους, και κάθε ιδιώτη, να απέχει από οποιαδήποτε συµπεριφορά ικανή να προσβάλει τη σωµατική ή ψυχική ευεξία των ανθρώπων ή να περιορίσει την ελευθερία τους να αποφασίζουν οι ίδιοι για θέµατα που αφορούν την προσωπική τους υγεία.
Το Σύνταγμα περιέχει σειρά άλλων θεµελιωδών διατάξεων και αρχών που διέπουν όλο το φάρµα των υγειονοµικών υπηρεσιών, αγαθών και φροντίδων, όπως ο σεβασµός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας (2 παρ 1 Συντ.), η αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων (άρθρ. 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 Συντ.) και το δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ.).
Εκτός από το Σύνταγμα, υπάρχουν επιπλέον νομικά κείμενα που δίνουν στον πολίτη το δικαίωμα να ασκεί ακώλυτα το δικαίωμα στην υγεία και στην πρόσβαση στις υπηρεσίες της. Σύµφωνα µε το άρθρο 1 του ν. 1397/1983, το κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών και οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιµα σε κάθε πολίτη. Στο όνοµα του περιορισµού του ρόλου του κράτους και της µεγαλύτερης ελευθερίας επιλογής υπηρεσιών από τους ασθενείς, τροποποιήθηκε το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1397/1983 µε το άρθρο 1 του ν. 2071/1992 και, πλέον, το κράτος δεν παρέχει υπηρεσίες υγείας, αλλά µεριµνά για την ίδρυση, λειτουργία, οργάνωση και εποπτεία των κατάλληλων φορέων, είτε δηµοσίων είτε ιδιωτικών, για την εξασφάλιση της υγείας των πολιτών και την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματός τους στην προάσπισή της.
Προστασία του δικαιώματος στην υγεία παρέχεται και σε διεθνές επίπεδο. Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει κάθε διάκριση, λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής και θρησκείας ή πεποιθήσεων. Το άρθρο 35 ορίζει ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στην πρόληψη σε θέματα υγείας και να απολαμβάνει ιατρικής περίθαλψης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.
Επιπλέον, στη Σύμβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (νόμος 2619/1998) εμπεριέχεται το άρθρο 11, το οποίο απαγορεύει κάθε μορφής διάκριση εις βάρος προσώπου, επί τη βάσει του γενετικού κληρονομικού υλικού του.
Προς την ως άνω κατεύθυνση έχει ταχθεί και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, ο οποίος διακρίνει τόσο την υποχρέωση παροχής ιατρικών υπηρεσιών όσο και την υποχρέωση σεβασµού του ασθενούς και απαγόρευσης των διακρίσεων.
Η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργηµα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωµατικής, πνευµατικής και ψυχικής υγείας τους ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφισή του από τον πόνο (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3418/2005). Ειδικότερα, πρωταρχικό καθήκον του ιατρού είναι να διατηρεί τη ζωή, να προστατεύει και να αποκαθιστά την υγεία, καθώς και να ανακουφίζει τον πόνο, όπως προβλέπεται στον όρκο του Ιπποκράτη, τον οποίο οφείλει να τηρεί (άρθρο 2 παρ. 2 ν. 3418/2005), ασκώντας το ιατρικό λειτούργηµα, σύµφωνα πάντα µε τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήµης και µε απόλυτο σεβασµό στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3418/2005, «ο ιατρός δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενούς». Επίσης, τον βαρύνει ιδιαίτερη νοµική υποχρέωση για παροχή ιατρικής φροντίδας και μέριμνας και «δεν µπορεί να αρνείται την προσφορά των υπηρεσιών του για λόγους άσχετους προς την επιστηµονική του επάρκεια, εκτός αν συντρέχει ειδικός λόγος που να καθιστά αντικειµενικά αδύνατη την προσφορά των υπηρεσιών του» (άρθρ. 9 παρ. 2 ν. 3418/2005).
Εν συνεχεία, σύµφωνα µε το άρθρο 8 ν. 3418/2005, ο ιατρός φροντίζει για την ανάπτυξη σχέσεων αµοιβαίας εµπιστοσύνης και σεβασµού µεταξύ αυτού και των ασθενών, τους ακούει, τους συµπεριφέρεται με σεβασμό και κατανόηση, σέβεται τις απόψεις, την ιδιωτικότητα και την αξιοπρέπειά τους (άρθρ. 2 παρ. 2 ν. 3418/2005) και λειτουργεί όπως αρµόζει στην επιστήµη του και την αποστολή του λειτουργήµατός του (άρθρ. 2 παρ. 1 ν. 3418/2005).
Τέλος, ρητή διάταξη για τα δικαιώµατα του νοσοκοµειακού ασθενούς στην Ελλάδα περικλείεται στον ν. 2071/1992 (αρ.47).
Ο σεβασµός απέναντι στον ασθενή πρέπει να εκδηλώνεται όχι µόνο κατά την εν γένει άσκηση της ιατρικής και της νοσηλευτικής, αλλά και κατά τις παραϊατρικές υπηρεσίες, την κατάλληλη µεταχείριση και την αποτελεσµατική διοικητική και τεχνική εξυπηρέτηση. Βάσει αυτών, η συμπεριφορά του ιατρού οφείλει να κυριεύεται από απόλυτο σεβασµό στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια κατά την άσκηση του ιατρικού λειτουργήµατος, δίχως να παρεµβαίνει στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του ασθενούς, παρά µόνο στο µέτρο, στον βαθµό και στην έκταση που είναι αναγκαίο και αρκετό για την αποτελεσµατική προσφορά των ιατρικών υπηρεσιών του και εφόσον αυτό του έχει επιτραπεί από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Στην προαγωγή του δικαιώµατος αυτού συµβάλλει η υποχρέωση του ιατρού να απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, χωρίς διάκριση φύλου, φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισµού, κοινωνικής θέσης ή πολιτικής ιδεολογίας» (άρθρα 2 παρ. 3, 8 παρ. 4 ν. 3418/2005). Απαγορεύεται, συνεπώς, η απόρριψη αιτήµατος νοσηλείας για οποιαδήποτε αιτία που σχετίζεται µε το πρόσωπο του ασθενούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το Δημόσιο Δίκαιο της Υγείας, Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη Πατρίνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2009
- Συνταγματικό Δίκαιο, Κ. Χρυσόγονος, Εκδ. Σάκκουλα, 2014
- Ερμηνεία Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν 3418/2005) Εμμανουήλ Λασκαρίδης, διαθέσιμο εδώ