Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Το ελληνικό στοιχείο από αρχαιοτάτων χρόνων είχε μια ιδιαίτερη και στενή επαφή με τη θάλασσα. Η γεωμορφολογία του χώρου ευνοούσε από την αρχή την ενασχόληση των ανθρώπων με το υγρό στοιχείο, με αποτέλεσμα την εξέλιξη τόσο των πλοίων παντός είδους όσο και των θαλάσσιων διαδρομών, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με διάφορους λαούς και πολιτισμούς της Μεσογείου. Ένας σημαντικός παράγοντας που κρίνεται απαραίτητος για την εξέλιξη των δραστηριοτήτων αυτών είναι και η ύπαρξη λιμανιών.
Τα λιμάνια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα χρησιμεύουν για την ασφαλή προσάραξη των πλοίων και την προστασία τους από τα υδάτινα ρεύματα, θα μπορούσαν να χωριστούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες, στα φυσικά και στα τεχνητά. Φυσικά λιμάνια έχουμε, όταν η ξηρά δημιουργεί έναν κολπίσκο, ο οποίος στην ουσία «αγκαλιάζει» τη θάλασσα, ενώ σε περιπτώσεις που δεν έχουμε τη φύση για σύμμαχο, έρχεται ο άνθρωπος για να το πράξει, στήνοντας προκυμαίες, κρηπιδώματα, προβλήτες και άλλα παρόμοια έργα.
Για την περίοδο της αρχαιότητας δεν υπάρχουν πολλές γραπτές πηγές για τον τρόπο κατασκευής των λιμανιών, ωστόσο, αυτά που μας έχουν διασωθεί αποτελούν θαυμάσια δείγματα για το πώς έφτιαχναν οι άνθρωποι, τότε, τα λιμάνια τους. Ένα παράδειγμα αρχαίου συγγραφέα που ασχολήθηκε με αυτόν τον τομέα είναι ο μαθηματικός και μηχανικός της ελληνιστικής περιόδου Φίλων, ο αποκαλούμενος Βυζάντιος, ο οποίος μέσα από το έργο του Λιμενοποιικά μάς πληροφορεί για την κατασκευή των λιμανιών και ευρύτερα των λιμενικών έργων. Ύστερα, από την πλευρά των Ρωμαίων έχουμε τον Βιτρούβιο, που με το πόνημά του De architectura libri decem (δηλαδή, δέκα βιβλία για την αρχιτεκτονική) μας φωτίζει, μεταξύ άλλων, και για τον τρόπο κατασκευής των λιμανιών και πιο συγκεκριμένα στο 4ο βιβλίο του. Αυτό ήταν ένα μικρό δείγμα συγγραφέων, που ασχολήθηκαν με την περιγραφή του τρόπου δημιουργίας ενός λιμανιού.
Συνεχίζοντας, τώρα, την αφήγησή μας, ήρθε η ώρα να δούμε ένα λιμάνι του ελλαδικού χώρου, που κατείχε μεγάλη σημασία και αυτό ήταν το λιμάνι της Σάμου. Η ίδρυσή του φαίνεται πως έγινε από τον τύραννο του νησιού Πολυκράτη γύρω στα 530 π.Χ. και εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα δημοσίων έργων που ξεκίνησε, όπως ήταν, επίσης, και το Ευπαλίνειο όρυγμα, η δημιουργία τείχους στην περιοχή της Ακρόπολης του νησιού, η ανέγερση του ναού της Ήρας και άλλων παρόμοιων έργων. Ως προς το λιμάνι του, λοιπόν, αξίζει πρώτο από όλα να αναφέρουμε ότι ανήκει στην κατηγορία των κλειστών λιμένων. Ο όρος αυτός στην Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για την περιγραφή των πολεμικών λιμανιών, ένα απαραίτητο χαρακτηριστικό για ένα νησί που επιδιώκει να έχει σημαντικό ρόλο στην περιοχή του. Ο τόπος που επιλέχθηκε για την κατασκευή του ήταν το νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, κοντά στο σημερινό Πυθαγόρειο.
Όντας πολεμικό λιμάνι, δε θα μπορούσε να μη διαθέτει και τα απαραίτητα τείχη για την προστασία του, που έφταναν τα 170 μέτρα από την πλευρά του βορρά προς τον νότο και συνέχιζαν προς δυσμάς με άλλα 85 μέτρα, ενώ διέθετε και ένα διατείχισμα, που προστάτευε την πόλη σε περίπτωση που το λιμάνι καταλαμβάνονταν από εχθρικές δυνάμεις. Τα τείχη αυτά επεκτείνονταν και προς τη θάλασσα, δημιουργώντας ένα μικρό άνοιγμα 20 μέτρων, από το οποίο μπορούσαν να μπουν και να βγουν τα πλοία, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «κλειστό». Τον 4ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να προστίθενται και κάποιοι πύργοι κατά μήκος των τειχών, είτε κυκλικού είτε τετράγωνου σχήματος, για την περαιτέρω προστασία του. Το λιμάνι διέθετε, επίσης, όπως είναι φυσικό, και νεώσοικους, δηλαδή, κτήρια, στα οποία φυλάσσονταν οι τριήρεις έξω από το νερό. Ο αριθμός των πλοίων που μπορούσαν να δεχτούν οι νεώσοικοι κυμαινόταν στα 100, κάτι που σημαίνει πως διέθετε 33 νεωσοίκους, με τον καθένα να μπορεί να δεχτεί 3 πλοία. Η πορεία του λιμένα θα είναι σταθερή τους επόμενους αιώνες και η επόμενη μεγάλη αλλαγή θα έρθει επί Ρωμαίων.
Έτσι, κατά τη ρωμαιοκρατία ο χαρακτήρας του λιμανιού αλλάζει και από πολεμικό γίνεται εμπορικό. Γι’ αυτόν τον λόγο γκρεμίζονται τα τείχη, το διατείχισμα και, φυσικά, τα τείχη των 20 μέτρων που υπήρχαν στην είσοδο, με αποτέλεσμα να μπορούν να εισρεύσουν πολύ περισσότερα πλοία. Το πέρασμα του χρόνου θα βρει το λιμάνι με σημαντική παρουσία στον εμπορικό τομέα κατά τους βυζαντινούς και οθωμανικούς χρόνους.
Σήμερα, είναι λίγα τα απομεινάρια του αρχαίου λιμένα, τα οποία ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές του 1988 και έπειτα το 1993-94, αναδεικνύοντας τον χώρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σιμώσι, Αγγελική, Ο «κλειστός» πολεμικός λιμένας Αρχαίας πόλεως Σάμου, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Διαθέσιμο εδώ
- Blackman, David (1982), “Ancient harbours in the Mediterranean. Part 1” στο The International Journal of Nautical Archaeology and Underwater Exploration 19821, 11.2. pp 79-102
- Σιμώσι, Αγγελική (2010), «Ο κλειστός πολεμικός λιμένας Αρχαίας πόλεως Σάμου», στο Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ 114