Της Ειρήνης Διακρούση,
«Τα χρόνια της Δόξας», μία φράση που ακούμε συχνά για τους Βαλκανικούς Πολέμους, και είναι ευρέως γνωστά τα θετικά αποτελέσματα που είχαν για την Ελλάδα, ιδιαίτερα ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Πιο συγκεκριμένα, στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, η Ρουμανία επετίθετο στα βόρεια σύνορα της Βουλγαρίας, οι συμμαχικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Σερβίας στα δυτικά και η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα ανατολικά της χώρας, με αποτέλεσμα η Βουλγαρία να εξαναγκαστεί να ζητήσει ειρήνη με όρους ευνοϊκούς προς τους αντίπαλούς της.
Οι ειρηνευτικές αντιπροσωπείες συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι στις 30 Ιουλίου 1913. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκπροσωπούσε την ελληνική πλευρά και ο Titu Majorescu τη ρουμανική. Ο Dimitar Tonchev ηγήθηκε τη βουλγαρική αντιπροσωπεία, ενώ ήλπιζε να διχάσει τον νικηφόρο συνασπισμό, γεγονός που απέτυχε. Μέσα από τη συμμετοχή των πρέσβεών τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις διατηρούσαν την παρουσία τους στις συζητήσεις. Οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν σε πενθήμερη ανακωχή, που ξεκίνησε από την επόμενη μέρα. Οι μάχες είχαν διαρκέσει 33 ημέρες.
Η Βουλγαρία συμβιβάστηκε πρώτα με τη Ρουμανία, παραδεχόμενη την απώλεια της νότιας Δοβρούτσα. Η σημαντική αυτή περιοχή καταλαμβάνει περίπου 7.500 τετρ. χιλ., ενώ είχε πληθυσμό γύρω στα 282.000 ατόμα και περιείχε το οχυρό της Σιλίστρας, την πόλη του Τουτρακάν, στη νότια όχθη του Δούναβη και την πόλη του Μπάλτσικ στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, η Βουλγαρία συμφώνησε να πάρει τους στρατιώτες της από όλα τα υπάρχοντα οχυρά και να μην χτίσει οχυρά στο Ρούσε ή στο Σούμεν ή σε ακτίνα κύκλου 20 χλμ. γύρω από το Μπάλτσικ. Στη συνέχεια, η Ρουμανία λειτούργησε ως μετριοπαθής δύναμη και παρέμεινε η ισχυρότερη δύναμη στα Βαλκάνια.
Η συμφωνία μεταξύ της Βουλγαρίας και των πρώην συμμάχων ήταν πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από το παλιό ζήτημα της Μακεδονίας. Και οι δύο πλευρές ήθελαν να καταλάβουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας γινόταν. Οι Βούλγαροι ήλπιζαν να αποκτήσουν την ανατολική όχθη του Βαρδάρη ως σύνορό τους, ενώ οι Σέρβοι ήθελαν να αποκτήσουν τη Μακεδονία μέχρι την κοιλάδα Στρυμόνα. Αυτό θα στερούσε από τη Βουλγαρία όλη τη Μακεδονία. Η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία, υποστηρίζοντας τη Βουλγαρία, ανάγκασαν τη Σερβία να μετριάσει τα αιτήματά της. Ωστόσο, επέμεινε να διατηρήσει το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας στη λεκάνη απορροής μεταξύ του Βαρδάρη και του Στρύμονα μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Με αυτή τη ρύθμιση, η Σερβία αύξησε την επικράτειά της από 48.300 σε 87.700 τετρ. χιλ. και τον πληθυσμό της κατά περισσότερο από 1.500.000.
Μία αντιπροσωπεία του Μαυροβουνίου παρευρέθηκε στη διάσκεψη του Βουκουρεστίου και απλώς ζήτησε να ληφθούν υπόψιν οι σερβικές φιλοδοξίες κατά την ανάθεση εδάφους στη Σερβία. Με αυτή την κίνησή τους, οι Μαυροβούνιοι ήλπιζαν να αποκτήσουν μία ευνοϊκή διαίρεση του Σαντζακίου, επιδίωξη που επιβεβαιώθηκε με την υπογραφή μιας συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών στο Βελιγράδι στις 7 Νοεμβρίου.
Η οριακή γραμμή που χώριζε την Ελλάδα από τη Βουλγαρία χαρασσόταν από την κορυφή του όρους Μπέλες μέχρι τις εκβολές του Νέστου στο Αιγαίο Πέλαγος. Η μεγαλύτερη δυσκολία μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας ήταν το λιμάνι της Καβάλας. Έχοντας χάσει τη Θεσσαλονίκη, οι Βούλγαροι ήθελαν να διατηρήσουν μία καλή θαλάσσια εμπορική εγκατάσταση για την εξυπηρέτηση των νεοαποκτηθέντων εδαφών που βρίσκονταν απέναντι από τη Ροδόπη. Η Καβάλα ήταν, επίσης, το επίκεντρο μιας ακριβής καπνοπαραγωγικής περιοχής στην ανατολική Μακεδονία. Οι Έλληνες, με την υποστήριξη των Γερμανών και των Γάλλων, δεν θα παραχωρούσαν την Καβάλα. Η επιθυμία του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’ να υποστηρίξει τον κουνιάδο του, Βασιλιά Κωνσταντίνο, ήταν σημαντική για την εξασφάλιση του λιμανιού στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η Βουλγαρία διατήρησε τις σχετικά ανεκμετάλλευτες εγκαταστάσεις στην Αλεξανδρούπολη ως έξοδο στο Αιγαίο. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα διεύρυνε την έκτασή της από 64.790 σε 108.610 τετρ. χιλ. και τον πληθυσμό της από 2.660.000 σε 4.363.000, ενώ το έδαφος που προσαρτήθηκε περιελάμβανε την Ήπειρο, τη νότια Μακεδονία και την ανατολική ακτή του Αιγαίου. Επιπλέον, η Κρήτη ανατέθηκε οριστικά στην Ελλάδα και καταλήφθηκε επίσημα στις 14 Δεκεμβρίου.
Οι εκτάσεις που απέκτησε η Βουλγαρία, αν και πολύ περιορισμένες, δεν ήταν εντελώς αμελητέες. Τα καθαρά κέρδη της σε έδαφος που περιελάμβαναν ένα κομμάτι της Μακεδονίας, της δυτικής Θράκης και 70 μιλίων της ακτής του Αιγαίου, ήταν περίπου 25.000 τετρ. χιλ. και οι κάτοικοι αυξήθηκαν κατά 129.000.
Οι εκπρόσωποι ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους στις 8 Αυγούστου 1913, ενώ στις 10 Αυγούστου υπέγραψαν τη συνθήκη. Το κύριο αποτέλεσμα ήταν η διαίρεση της Μακεδονίας σε τρία μέρη: η Ελλάδα απέκτησε τις περιοχές του Αιγαίου, η Σερβία με τη σειρά της ένα σημαντικό τμήμα της Μακεδονίας και η Βουλγαρία μόνο τη νοτιοανατολική γωνία, γνωστή και ως Μακεδονία του Πιρίν. Κατανοούμε, λοιπόν, ότι για την Ελλάδα και τη Σερβία, η συνθήκη ήταν μια επιτυχία. Όχι μόνο διεύρυναν τα εδάφη τους, αλλά και αποδυνάμωσαν σημαντικά τη Βουλγαρία. Η Σερβία αναδείχθηκε ως η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη νότια του Δούναβη, ενώ η Ρουμανία καθιερώθηκε ως «διαιτητής» της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Βέβαια, η συνθήκη είχε δύο θεμελιώδη ελαττώματα. Καταρχάς, τα όρια που καθόριζε είχαν ελάχιστη σχέση με την εθνικότητα των κατοίκων των περιοχών που επλήγησαν. Από τη μία, οι αλύτρωτοι Ρουμάνοι ζούσαν κυρίως στην Τρανσυλβανία, τη Βακοβίνα και τη Βεσσαραβία και, ως εκ τούτου, η Ρουμανία δεν κατάφερε να τελειοποιήσει τη διόρθωση των συνόρων της. Από την άλλη, στα βορειοδυτικά, η Ελλάδα συνάντησε την αντίθεση της Ιταλίας στο ζήτημα της νότιας Αλβανίας. Στην ανάθεση των νησιών του Αιγαίου ήταν, επίσης, δυσαρεστημένη και εξακολουθούσε να διεκδικεί έναν μεγάλο αριθμό αλύτρωτων ομογενών. Κατά δεύτερον, το τίμημα των Βαλκανικών Πολέμων για τη Βουλγαρία ήταν ιδιαίτερα βαρύ και δεν μπορούσε να δεχτεί τη συνθήκη ως μόνιμη διευθέτηση. Ο Tonchev, ο αρχηγός της βουλγαρικής αντιπροσωπείας στο Βουκουρέστι, είπε: «Είτε οι Δυνάμεις θα αλλάξουν είτε θα τις καταστρέψουμε εμείς οι ίδιοι».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Richard C. Hall (2000), Warfare and History. The Balkan Wars 1912-1913 Prelude to the First Wold War, London: Routledge
- Frank Maloy Anderson (1920), Handbook for the diplomatic history of Europe, Asia and Africa 1870-1914, Washington: Government Printing Office