Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Οι αυθέντες του Λουζινιάν ήταν από το 1154 υποτελείς των βασιλέων της Αγγλίας, μια σχέση που θα μπορούσε να ερμηνεύσει την υποστήριξη του βασιλιά Ριχάρδου προς τον Γκυ ντε Λουζινιάν κατά τη Γ΄ Σταυροφορία. Ο έντονος ανταγωνισμός που υπήρχε μεταξύ του βασιλέα της Αγγλίας Ριχάρδου και του βασιλέα της Γαλλίας Φιλίππου Αυγούστου, βρήκε στην Ανατολή πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί. Ο βασιλιάς Φίλιππος έφτασε στην Ανατολή στις 20 Απριλίου του 1191, με αποτέλεσμα ο Γκυ ντε Λουζινιάν να έρθει σε ιδιαίτερα δύσκολα θέση. Με αυτόν τον τρόπο, ο Φίλιππος θα εξασφάλιζε την ανάληψη της εξουσίας και ο Γκυ θα έχανε κάθε ελπίδα να διατηρήσει τον θρόνο. Έτσι, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγει αυτήν την προοπτική, ο Γκυ έπλευσε στην Κύπρο για να συναντήσει τον Ριχάρδο με μια ομάδα από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του. Η επιτυχία τους, όμως, ήταν περιορισμένη, όταν στις 11 Μαΐου συνάντησαν τον Άγγλο βασιλιά, ο οποίος δέχθηκε τον όρκο υποτέλειάς τους. Έτσι, δεσμεύτηκε να τους υποστηρίξει και παραχώρησε στον Γκυ μια σημαντική οικονομική βοήθεια. Το ενδιαφέρον του βασιλιά επικεντρωνόταν στην κατάκτηση της Κύπρου και ο Γκυ αναγκάστηκε να τον βοηθήσει στην εκστρατεία του. Για 380 χρόνια, από την κατάκτησή της από τον βασιλέα της Αγγλίας Ριχάρδο Α΄ τον Μάιο του 1191 μέχρι και την άλωση της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς τον Αύγουστο του 1571, η Κύπρος βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής του δυτικοευρωπαϊκού επεκτατισμού.
Με την ολοκλήρωση της κατάκτησης και λίγες εβδομάδες πριν την αναχώρησή του και την πτώση της Άκρας στους Αγίους Τόπους, ο βασιλιάς Ριχάρδος πούλησε τα δικαιώματά του επί του νησιού στους Ναΐτες Ιππότες, όπου και ακολούθησε μια περίοδος κυριαρχίας τους μέχρι τον Απρίλιο του 1191. Το τάγμα των ιπποτών έστειλε στο νησί ανεπαρκή αριθμό στρατιωτών για να ελέγχουν τον λαό. Οι Κύπριοι αποπειράθηκαν να εξεγερθούν, όμως η μικρή δύναμη των Ναϊτών επιχείρησε επίθεση, σκοτώνοντας έναν σημαντικό αριθμό από τους εξεγερθέντες. Αν και το επεισόδιο μπορούσε να θεωρηθεί νίκη, το τάγμα είχε πληγεί αρκετά. Το νησί, έπειτα, θα περάσει στην κυριαρχία του Γκυ ντε Λουζινιάν, που ήταν πρόθυμος να το αγοράσει. Σε διάστημα λιγότερο από έναν μήνα, ο καγκελάριος του Γκυ, Πέτρος της Αγκουλέμης, συγκέντρωσε το ποσό χωρίς δυσκολία και έτσι η πώληση της Κύπρου στον Γκυ ντε Λουζινιάν σηματοδότησε την έναρξη της λατινικής διακυβέρνησης του νησιού, που θα διαρκούσε για τρεις αιώνες.
Αν και το καθεστώς των Λουζινιανών προήλθε από το κίνημα των σταυροφόρων, επέζησε όλων των σταυροφορικών εκστρατειών στους Αγίους Τόπους. Η επιτυχής κατάκτηση από τον βασιλιά Ριχάρδο, η διακυβέρνηση των Ναϊτών πριν να αναλάβουν οι Λουζινιανοί αλλά και η ύπαρξη της θάλασσας που παρείχε ασφάλεια, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο οι Λουζινιανοί θα οργάνωναν τους φεουδάρχες υποτελείς τους. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν, καθώς και οι Λατίνοι έποικοι, φάνηκαν τυχεροί, από την άποψη πως η κατάκτηση υπήρξε μια εύκολη υπόθεση και συνεπώς, δεν επηρέασε την οικονομία, και αυτό γιατί η επιτυχία του Ριχάρδου δεν χαρακτηριζόταν από σφαγές και μεγάλες καταστροφές, καθιστώντας εφικτή την εγκαθίδρυση μιας νέας γαιοκτητικής τάξης, με τον δικό της πολιτισμό και εκκλησιαστική οργάνωση. Αυτό υπήρξε το εμφανέστερο αποτέλεσμα της κατάκτησης και της επακόλουθης απόκτησης του νησιού από τον Γκυ.
Ο Γκυ ντε Λουζινιάν είχε υποδείξει ως διάδοχό του στην Κύπρο τον αδελφό του Γοδεφρείδο, αλλά δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον. Έτσι, οι υποτελείς του Γκυ επέλεξαν ως αυθέντη τους τον άλλο του αδελφό, τον Αιμερύ. Εφόσον ο Αιμερύ ήταν ο πρεσβύτερος αδελφός, η άνοδός του στον θρόνο δεν αποτελούσε ακριβώς κληρονομικό δικαίωμα, αλλά χάρις στη μακρόχρονη εμπειρία του στην Ανατολή. Η επιλογή του υπήρξε αναμφίβολα συνετή και φυσιολογική. Συγκεκριμένα, σε διάστημα τριών χρόνων από τον θάνατο του Γκυ, ο Αιμερύ είχε ήδη δύο σημαντικά επιτεύγματα στο ενεργητικό του: πρώτον, την ίδρυση μιας λατινικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας· δεύτερον: την ανύψωση της Κύπρου σε βασίλειο, με τον εαυτό του ως τον πρώτο βασιλέα. Ο Αιμερύ έλαβε τον βασιλικό τίτλο από τον αυτοκράτορα της Δύσης, Ερρίκο Στ΄ Χοενστάουφεν.
O Αιμερύ είχε πολλά να κερδίσει από την ανύψωση της νησιωτικής του κτήσης σε βασίλειο, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε την αναγνώριση της επικυριαρχίας του Ερρίκου. Η κατοχή του στέμματος θα αύξανε το προσωπικό του γόητρο και θα βοηθούσε στην εξασφάλιση της συνέχειας της διακυβέρνησης του νησιού από τους απόγονούς του. Το 1197, ο Ερρίκος επισκέφθηκε τον Αιμερύ στην Κύπρο, όπου οι δύο μονάρχες σύναψαν συμμαχία, η οποία βασίστηκε στη συμφωνία ότι οι τρεις γιοι του Αιμερύ θα παντρεύονταν τις τρεις κόρες του Ερρίκου. Ο Κύπριος βασιλέας είχε αποκομίσει πολλά κέρδη από τη συμφωνία: είχε εξασφαλίσει την ακύρωση του χρέους του οίκου του, επανέκτησε το δικαίωμα του κοντοστάβλου (στρατιωτικό αξίωμα που κατείχε ιεραρχικά την τρίτη θέση μετά από εκείνες του Πρωτοστράτορα και του μεγάλου Στρατοπεδάρχη) της Ιερουσαλήμ. Επίσης, απέκτησε τη Γιάφα, αν και στη συνέχεια την έχασε από τους μουσουλμάνους· αλλά πάνω απ’ όλα, είχε εξασφαλίσει την αναγνώριση της θέσης του ως βασιλέα ενός ανεξάρτητου από τον ισχυρότερο των υπόλοιπων Χριστιανών ηγεμόνων της Ανατολής.
Αρχικά, ο Γκυ και αργότερα ο Αιμερύ ντε Λουζινιάν είχαν εγκαθιδρύσει μόνιμη διακυβέρνηση στην Κύπρο έως και το 1205, που πέθανε ο τελευταίος και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ούγος. Αργότερα, η απουσία άμεσων διαδόχων δυσχέραναν την ήδη περίπλοκη δυναστική διαμάχη, όμως το 1267 εμφανίστηκαν δύο διεκδικητές για τον θρόνο της Κύπρου: οι γιοι των δυο αδελφών του Ερρίκου Α΄, Μαρίας και Ισαβέλλας, και το κάθε ζευγάρι είχε έναν γιο ονομαζόμενο Ούγο, τον Ούγο ντε Μπριέν και τον Ούγο της Αντιόχειας-Λουζινιάν, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία. Έτσι, το 1267, έγινε αντιβασιλέας στην Άκρα καθώς και στην Κύπρο, όπου ο Ούγος ντε Μπριέν δεν είχε διεκδικήσει προηγουμένως τα δικαιώματά του και έτσι η στέψη έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων του 1267. Ο βασιλιάς Ούγος Γ΄ πέθανε το 1284 και τον διαδέχθηκε ο πρεσβύτερος εν ζωή γιος, που πέθανε και αυτός με τη σειρά του το επόμενος έτος για να τον διαδεχθεί ο Ερρίκος Β΄, που βασίλεψε μέχρι το 1324.
Με τον θάνατό του, ο θρόνος πέρασε στον ανιψιό του Ούγο Δ΄, που ούτε η δική του άνοδος, αλλά ούτε και του γιου του Πέτρου Α΄ αμφισβητήθηκαν, αλλά αντίθετα οι βασιλείες αυτών των δύο θεωρούνται η περίοδος κατά την οποία η Κύπρος των Λουζινιανών έφτασε στο απόγειο της δύναμης και ευημερία της. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ιακώβου Α΄, η δυναστεία απέκτησε ένα τρίτο στέμμα, αυτό της Κιλικιανής Αρμενίας, που ήταν τιμητικός τίτλος μόνο, εφόσον η Κιλικία υπέκυψε στους μουσουλμάνους λίγα χρόνια νωρίτερα.
Τέλος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιανού, οι Μαμελούκοι εισέβαλαν στην Κύπρο, ενώ μετά τον θάνατο του Ιωάννη Β΄, το 1458, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηρικτών του διαδόχου του και εκείνων του νόθου γιου του Ιακώβου. Ο Ιάκωβος επικράτησε και κυβέρνησε μέχρι τον θάνατό του το 1473, ενώ ο μοναδικός νόμιμος γιος του πέθανε σε νηπιακή ηλικία το επόμενο έτος. Με τον θάνατό του, λοιπόν, η δυναστεία εξέπνευσε και έτσι η Βενετή ευγενής Αικατερίνη Κορνάρο βασίλευσε μόνη της υπό την κηδεμονία της Βενετίας μέχρι το 1489, όταν και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, επιτρέποντας στη Βενετία να αναλάβει πλήρως την κυριαρχία. Με την αναχώρησή της για τη Δύση το ίδιο έτος, η κυπριακή μοναρχία έπαψε πλέον να υφίσταται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μοσχονάς Ν.Γ. (2008), Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσμος, Αθήνα: Εκδόσεις Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών
- Lock Peter (1998), Οι Φράγκοι στο Αιγαίο 1204-1500, Αθήνα: Εκδόσεις Ενάλιος
- Edbury W. Peter (2003), Το βασίλειο της Κύπρου και οι Σταυροφορίες 1191-1374, Αθήνα: Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα