Της Δήμητρας Αργυρού,
Εργατικό Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την κοινωνική σχέση εξαρτημένης εργασίας. Από τη σκοπιά του εργατικού δικαίου, εργασία είναι η ενέργεια που ένα άτομο, ο μισθωτός, προσφέρει σε κάποιον άλλον, τον εργοδότη, στο πλαίσιο μιας ειδικής έννομης σχέσης, που ονομάζεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η έννομη αυτή σχέση ρυθμίζεται από τη σύμβαση εργασίας, η οποία είναι σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του ν.765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό ως αντάλλαγμα για την παροχή αυτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 648 ΑΚ: «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό». Ειδικότερα, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υφίσταται, όταν τα μέρη δεν συμφώνησαν σε ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, αλλά ούτε η χρονική αυτή διάρκεια μπορεί να συναχθεί από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ορισμένου χρόνου, όταν καθορίζεται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένου χρονικού σημείου, ή μέχρι την επέλευση ορισμένου γεγονότος, ή την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου. Το παραπάνω μπορεί να συμφωνηθεί ρητά ή σιωπηρά, είτε να προκύπτει από το σκοπό και το είδος της συμβάσεως. Μετά την περάτωση του χρονικού σημείου ή την επέλευση του γεγονότος, η σύμβαση παύει να ισχύει αυτοδικαίως, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία αυτής και καταβολή αποζημίωσης, με βάση και το άρθρο 669 ΑΚ.
Βασικό στοιχείο στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η εξάρτηση. Η έννοια της εξάρτησης αποτελεί την προϋπόθεση εφαρμογής του εργατικού δικαίου. Ο εργαζόμενος υπόκειται σε εξάρτηση από τον εργοδότη. Για τη διαπίστωση της ύπαρξης εξάρτησης έχουν αναπτυχθεί ορισμένες θεωρίες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει η θεωρία της οικονομικής, της λειτουργικής ή αλλιώς οργανικής, της προσωπικής και της νομικής εξάρτησης.
Σύμφωνα με τη θεωρία της οικονομικής εξάρτησης, αναγκαίο συστατικό στοιχείο είναι η «μη αυτοτέλεια» και ο πορισμός του παρέχοντος εργασία από τον εργοδότη, λόγω της οικονομικής υπεροχής του τελευταίου. Στη συγκεκριμένη προσέγγιση ο εργαζόμενος από την εργασία του καλύπτει συνολικά ή σε μεγάλο μέρος τα μέσα συντήρησής του, ενώ παράλληλα στην εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας αφιερώνει ολόκληρο το χρόνο της απασχόλησής του. Υπό μια ευρύτερη έννοια, οικονομική εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη υπάρχει και όταν ο πρώτος δεν διαθέτει κεφάλαια και δεν έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει για λογαριασμό του την εργασία τρίτων. Ως εκ τούτου, δεν αναλαμβάνει ο ίδιος τον κίνδυνο (επιχειρηματικό ή οικονομικό) από την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δραστηριότητάς του. Η θεωρία αυτή δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο για τη διάγνωση του στοιχείου της εξάρτησης και λαμβάνεται υπόψη από τη νομολογία ως επικουρικό κριτήριο.
Για τη θεωρία της λειτουργικής ή οργανικής εξάρτησης, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί η ένταξη του εργαζομένου στην οργάνωση της εκμετάλλευσης του εργοδότη, δηλαδή η ενσωμάτωση του μισθωτού ως λειτουργικό στοιχείο της επιχείρησης του εργοδότη, χωρίς, όμως, η ένταξη αυτή να προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την επί τόπου παρουσία του εργαζομένου. Η θεωρία αυτή δεν έχει επικρατήσει στη χώρα μας. Η θεωρία της προσωπικής εξάρτησης, που είναι γερμανικής προελεύσεως, καθώς και η κρατούσα στη χώρα μας, κρίνει πως κρίσιμο στοιχείο της εξάρτησης αποτελεί ότι η εργασία παρέχεται υπό τη διεύθυνση και τις οδηγίες του εργοδότη ως προς τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο παροχής εργασίας. Ωστόσο, ο εργοδότης δικαιούται να ρυθμίζει τους όρους παροχής εργασίας, μόνον όταν δεν ρυθμίζονται ήδη από ιεραρχικά ανώτερους κανόνες δικαίου. Ο εργοδότης έχει, επίσης, το δικαίωμα να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς τις οδηγίες και τις εντολές του.
Τέλος, η θεωρία της νομικής εξάρτησης, προέρχεται από τη Γαλλία και ταυτίζεται ουσιωδώς με τη θεωρία της προσωπικής εξάρτησης. Το διευθυντικό αυτό δικαίωμα του εργοδότη προέρχεται ακριβώς λόγω της ισχύος της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Οι θεωρίες της νομικής και προσωπικής εξάρτησης έχουν υιοθετηθεί από την ελληνική νομολογία. Κατά πάγια νομολογία «…ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές» (ενδ.: ΑΠ 602/2017, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 608/2014, ΟλΑΠ 28/2005). Το στοιχείο της εξάρτησης, μάλιστα, δεν παύει να υπάρχει και στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλίες κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων.
Ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίδουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, αλλά αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Το Δικαστήριο θα συνεκτιμήσει όλα τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν de facto στη συγκεκριμένη περίπτωση και θα ερμηνεύσει τη σύμβαση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα όσα συμφωνήθηκαν από τα μέρη, αφού αναζητείται η αληθής βούληση των μερών (173 ΑΚ), με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (200 ΑΚ). Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες περιπτώσεις που διάφοροι τυπικοί ή ουσιαστικοί νόμοι καθορίζουν ευθέως τη μορφή απασχόλησης σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων.
Στη σημερινή εποχή, αναδύονται ευέλικτες μορφές απασχόλησης έναντι της κλασσικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Αυτό έγινε σαφέστατα προδήλως εντονότερο, με αφορμή τη διεθνή και εθνική οικονομική κρίση και ύφεση εξαιτίας της πανδημίας Covid-19. Η τηλεργασία εν μέσω της πανδημίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου ο εργαζόμενος δεν παρέχει την εργασία του στον τόπο που είχε προσδιορίσει αρχικώς ο εργοδότης, ενδεχομένως στην επιχείρηση του, ενώ παράλληλα ο έλεγχος που δύναται να πραγματοποιήσει στον εργαζόμενο δυσχεραίνεται ουσιαστικά. Στο μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον, το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη ως μέσο προσδιορισμού μιας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας φαίνεται να φθίνει. Αναντίρρητα, όμως, η όποια ευελιξία παρέχεται στον εργαζόμενο ως προς τον τόπο, τρόπο και χρόνο παροχής της απασχόλησής του δεν στερεί από την εργασία του το στοιχείο της εξάρτησης.
Συμπερασματικά, οι εργασιακές σχέσεις εξελίσσονται διαρκώς, ώστε να έρχονται στο προσκήνιο πολλές διαφορετικές μορφές συμβάσεων εργασίας. Ωστόσο, η αξιολόγηση μιας σύμβασης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι σημαντική για την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του εργατικού δικαίου και την ανάγκη απομείωσης του επιχειρηματικού κινδύνου. Απώτερος σκοπός είναι η προστασία του εργαζομένου ως «ασθενέστερου» μέρους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας: Ποια είναι επιτέλους, αυτή η άγνωστη;», διαθέσιμο εδώ
- «Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και η διάκριση αυτής από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και τη σύμβαση έργου – Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας και ανήκει στο Δικαστήριο και δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίδουν σε αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος», διαθέσιμο εδώ
- «Διάκριση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών», διαθέσιμο εδώ