Της Χριστίνας Τάτση,
Σύμφωνα με μελέτες του πρόσφατου παρελθόντος, περισσότερο από το 30% του γενικού πληθυσμού της Ελλάδας πάσχει από περιοδοντίτιδα, ενώ στην Αμερική υπολογίζεται ότι περίπου το 80% των ατόμων άνω των 45 ετών πάσχουν από αυτήν, από το αρχικό έως το προχωρημένο στάδιο. Πρόκειται για μια φλεγμονώδη νόσο των ούλων και των περιοδοντικών ιστών, συμπεριλαμβανομένου και του φατνιακού οστού που στηρίζει τα δόντια μας, η οποία αποτελεί εξέλιξη της ουλίτιδας.
Πιο συγκεκριμένα, παθογόνα μικρόβια, κυρίως Gram (-), διεισδύουν βαθύτερα στον χώρο μεταξύ του δοντιού και των ούλων, στους περιοδοντικούς θύλακες, ενασβεστιώνονται και παράγουν τοξίνες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται τρυγία, η γνωστή σε όλους «πέτρα». Έτσι, η φλεγμονή και η μόλυνση επεκτείνονται στο οστό της γνάθου και, πλέον, η βλάβη που προκαλείται αρχίζει να γίνεται μη αναστρέψιμη.
Είναι, ωστόσο, σημαντικό να αναφέρουμε πως η περιοδοντική νόσος έχει βραδεία εξέλιξη και, συνεπώς, τα συμπτώματά της μπορεί να εμφανιστούν σε βάθος χρόνου. Σε αρχικό στάδιο, αυτό που εντοπίζεται είναι χαλάρωση των ούλων και έντονη αιμορραγία αυτών κατά το βούρτσισμα. Ακόμα, παρατηρείται εισχώρηση των μικροβίων στους περιοδοντικούς θύλακες (3-6 mm), ενώ η απώλεια της οστικής μάζας είναι ήπια. Η μετρίου βαθμού περιοδοντίτιδα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη υφίζηση των ούλων, άρα και αυξημένο κίνδυνο ευαισθησίας και τερηδόνας, μόλυνση των περιοδοντικών συνδέσμων και του φατνιακού οστού, αυξημένη κινητικότητα των δοντιών, καθώς και ύπαρξη περιοδοντικών θυλάκων από 6-7mm. Τέλος, σε αρκετά προχωρημένο στάδιο, το οστό της γνάθου υποχωρεί σε βαθμό άνω του 50%, τα δόντια χάνουν τη στήριξή τους, εμφανίζουν έντονη κινητικότητα και, τελικά, μπορεί να πέσουν από μόνα τους.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η νόσος αυτή συνδέεται με κάποια καρδιακά νοσήματα. Ειδικότερα, εφόσον δεν έχουν απομακρυνθεί τα υπεύθυνα για την περιοδοντική νόσο μικρόβια, τα οποία προκαλούν φλεγμονή και καταστροφή ιστών, είναι πιθανό αυτά, μέσω της συστηματικής κυκλοφορίας, να μεταφερθούν σε άλλα όργανα ζωτικής σημασίας, όπως η καρδιά, και να προκαλέσουν νέες εστίες λοίμωξης. Ως απόδειξη αυτού, έχει δειχθεί ότι το P. Gingivalis, το οποίο αποτελεί μέρος του δυσβιωτικού μικροβιώματος της περιοδοντίτιδας, είναι το πιο συχνά εμφανιζόμενο παθογόνο στη στεφανιαία αρτηρία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα φαίνεται και η πιθανή βακτηριακή συνέργεια των μικροβίων που προέρχονται από διάφορες περιοχές του σώματος, πέραν της στοματικής κοιλότητας. Με τον τρόπο αυτόν, ο κίνδυνος ανάπτυξης λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας, δηλαδή, μικροβιακής φλεγμονής ενδοκαρδιακών δομών που έρχονται σε επαφή με το αίμα, αυξάνεται. Ωστόσο, παρόλο που η περιοδοντίτιδα δεν είναι σπάνια νόσος, η πιθανότητα εμφάνισης ενδοκαρδίτιδας είναι πολύ μικρή.
Ακόμη, η περιοδοντίτιδα συμβάλλει στη στένωση και την απόφραξη των αρτηριών, δηλαδή, μπορεί να οδηγήσει στην αθηροσκλήρωση. Αθηροσκλήρωση ονομάζεται η συνηθέστερη μορφή αρτηριοσκλήρωσης, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλες εναποθέσεις χοληστερόλης, ασβεστίου και λιπιδίων στα τοιχώματα των αρτηριών. Αυτό μπορεί να συμβεί, καθώς η χρόνια φλεγμονή διεγείρει το ανοσοποιητικό σύστημα και, με τον τρόπο αυτόν, ευνοεί την παραγωγή χημικών ουσιών, οι οποίες εμπλέκονται στον σχηματισμό της αθηρωματικής πλάκας, πλούσια σε χοληστερόλη. Επίσης, στο αίμα αυξάνονται το ινωδογόνο, η HDL χοληστερίνη και κάποιες πρωτεΐνες φλεγμονής, όπως η CRP.
Σύμφωνα, λοιπόν, με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες, τα άτομα που πάσχουν από περιοδοντική νόσο εμφανίζουν δύο φορές υψηλότερο κίνδυνο για έμφραγμα του μυοκαρδίου σε σχέση με τους ανθρώπους με υγιές περιοδόντιο. Έτσι, καθίσταται αναγκαία η διατήρηση υγιούς στοματικού περιβάλλοντος, παράλληλα με τον έλεγχο άλλων γνωστών επιβαρυντικών παραγόντων (κάπνισμα, παχυσαρκία, υπέρταση, αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης, άγχος), για την πρόληψη και την αποφυγή καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Είναι, ωστόσο, εξίσου σημαντικό να αναφέρουμε πως σε ασθενείς με ορισμένους τύπους καρδιακών παθήσεων υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που πρέπει να τηρούνται, όταν πραγματοποιείται κάποια περιοδοντική επέμβαση. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι η προληπτική χορήγηση χημειοπροφύλαξης (αντιβίωσης), ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος μόλυνσης της καρδιάς, λόγω μεταφοράς βακτηρίων από το στόμα. Γενικότερα, κατανοούμε ότι είναι σημαντική η εξάλειψη των παθογόνων μικροβίων στη στοματική κοιλότητα, προκειμένου να βελτιωθεί η γενική υγεία και, παράλληλα, να περιοριστούν οι πιθανότητες καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βρότσος Α. Ιωάννης, Καρούσης Κ. Ιωάννης, Περιοδοντολογία Εμφυτευματολογία, ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2016
Αντώνης Β. Κωνσταντινίδης, Περιοδοντολογία, Μεθοδολογία της θεραπευτικής των νόσων του περιοδοντίου, Ιδιωτική έκδοση, 2007 - Αθηροσκλήρωση, iatronet.gr. Διαθέσιμο εδώ
- P. M. Bartold, T. E. Van Dyke (2018), An appraisal of the role of specific bacteria in the initial pathogenesis of periodontitis, Journal of Clinical Periodontology. Διαθέσιμο εδώ
- Kimmo Mattila, Does periodontitis cause heart disease?, European Heart Journal, Volume 24, Issue 23, 1 December 2003, Pages 2079–2080. Διαθέσιμο εδώ