Της Ιωάννας Χριστακοπούλου,
Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η ταχύτατη εξάπλωσή της σε κάθε έκφανση της καθημερινής μας ζωής, την καθιστούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της. Ένα εξ αυτών, που είναι και σχετικά και το πιο καινούριο, αποτελεί και η λεγόμενη χρηματοοικονομική καινοτομία, απόρροια της οποία συνιστούν τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα (FinTech). Ως τέτοια, ορίζονται οι τεχνολογικώς ενεργοποιημένες χρηματοπιστωτικές καινοτομίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα, εφαρμογές, διαδικασίες ή προϊόντα με σχετικό ουσιαστικό αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στα ιδρύματα και στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα προϊόντα αυτά γνώρισαν ραγδαία άνοδο ενόψει της πανδημίας, όπου μεσουράνησε το ηλεκτρονικό εμπόριο, αλλά και στο παρόν διάστημα, λόγω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας. Ωστόσο, όπως είναι εύλογο, δοθέντων μάλιστα και των συνθηκών, ανακύπτουν νέα ζητήματα, με κυριότερο αυτό της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Καίτοι, θα ήταν παράλειψη πριν υπεισέλθουμε στα ζητήματα αυτά, να μην γίνει λόγος για τα πλεονεκτήματα των χρηματοοικονομικών προϊόντων και δη των ψηφιακών νομισμάτων.
Καταρχάς, μπορούν να λειτουργούν 24/7 και οι συναλλαγές να είναι στιγμιαίες. Επιπλέον, είναι εύκολα προσβάσιμα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο στο εσωτερικό όσο και διασυνοριακά, ενώ μπορούν να επιτύχουν έναν βαθμό διαλειτουργικότητας, καθώς ορισμένα stablecoins αναπαράγονται επί του παρόντος σε πολλαπλές αλυσίδες μπλοκ. Επομένως, για την περαιτέρω ανάπτυξη και καινοτομία της αγοράς, απαιτείται ένα παγκόσμιο δίκτυο διαλειτουργικότητας που να συνδέει ασφαλώς όλα τα σχετικά δίκτυα.
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το ρίσκο που ενέχουν αυτού του είδους οι συναλλαγές. Κατά πρώτον, σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχει περιορισμένη πληροφόρηση και διαφάνεια σχετικά με τα αποθεματικά ή τη διαχείριση αυτών των αποθεματικών και τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται και κατά δεύτερον, τα περισσότερα stablecoins μεταφέρονται μέσω συστημάτων και οντοτήτων που δεν απαιτούν γνωστοποίηση ή επαλήθευση ταυτότητας χρήστη ή συμμόρφωση στα εκάστοτε εποπτικά πρότυπα.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η δημιουργία και η διοχέτευση των ψηφιακών νομισμάτων τελεί ελάχιστα έως καθόλου υπό την εποπτεία των κεντρικών τραπεζών. Αυτό, βέβαια, έγκειται κατά κόρον στο γεγονός ότι τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα για τα προϊόντα αυτά είναι περιορισμένα, και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, συνιστούν νέες τάσεις της αγοράς. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι εποπτικές αρχές και οι κυβερνήσεις έχουν αρχίσει πλέον να αντιλαμβάνονται ότι οι ρυθμίσεις για τα ψηφιακά νομίσματα θα μπορούσαν να συντελεστούν κατά τρόπο όμοιο με αυτόν των εποπτευόμενων ιδρυμάτων, καθώς αυτά εκτελούν πολλές από τις λειτουργίες τους σε αυτό το μοτίβο.
Αυτό έχει ως συνέπεια να απαιτείται οι εκδότες των ψηφιακών νομισμάτων να είναι ασφαλισμένοι στα εκάστοτε ταμεία ασφάλισης καταθέσεων, αλλά και σε παρόχους υπηρεσιών φύλαξης χαρτοφυλακίου που υπόκεινται σε κρατική εποπτεία. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν θα λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας όσον αφορά την κυκλοφορία των αγαθών αυτών στην αγορά. Απεναντίας, θα μπορούσε κάλλιστα να ειπωθεί ότι η εφαρμογή εποπτικών κανόνων δημιουργεί όχι μόνο ασφάλεια συναλλαγών και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και ασφάλεια δικαίου. Η τελευταία ειδικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επιτελεί έναν διαμεσολαβητικό ρόλο, ούτως ώστε όχι μόνο να διατηρείται η ασφάλεια στις συναλλαγές, αλλά και να μεγιστοποιούνται τα εκάστοτε οφέλη. Ας μην ξεχνάμε ότι οι χώρες που στερήθηκαν το (εμπορικό τους) δίκαιο όχι μόνο δεν ήκμασαν, αλλά γνώρισαν τον οικονομικό μαρασμό.
Κάπως έτσι φτάνουμε σταδιακά και στην ελληνική πραγματικότητα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, βλέποντας τις εξελίξεις να τρέχουν, προέβη τον Ιούνιο του 2021 στη θέσπιση του λεγόμενου Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος (εν συντομία «Περιβάλλον»), το οποίο εντάσσεται στις εποπτικές αρμοδιότητες της ΤτΕ, ενώ οι όροι και οι προϋποθέσεις της λειτουργίας του Περιβάλλοντος ρυθμίζονται με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ υπ’ αριθμόν 189/1/14.05.2021. Επισημαίνεται δε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που τελούν ήδη από αυτό το καθεστώς μπορούν κατόπιν δικής τους αίτησης να εντάξουν τυχόν νέα προϊόντα στο «Περιβάλλον».
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα κανονιστικό καθεστώς, το οποίο αφήνει περιθώρια σε εταιρείες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTechs) να δράσουν εντός ενός πλαισίου στο οποίο μπορούν να δοκιμάσουν τις καινοτόμες προτάσεις τους σε μικρή κλίμακα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, υπό την καθοδήγηση και σε άμεση συνεργασία με την ΤτΕ, με απαραίτητη προϋπόθεση αφενός μεν την αδειοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος και αφετέρου δε την πλήρωση των κριτηρίων που η ίδια η Τράπεζα έχει θέσει.
Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν από τη ΤτΕ ενόψει του καταιγισμού των εξελίξεων κρίνονται ιδιαίτερα λυσιτελή αλλά και ακριβή, ως προς την αντιμετώπιση κακόβουλων συμπεριφορών στις συναλλαγές με ψηφιακά νομίσματα. Αξίζει να τονισθεί ότι αποτέλεσε την ένατη χώρα στην Ε.Ε. που προχώρησε στη λήψη δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Βέβαια, δεν θα πρέπει να παροράται το γεγονός ότι ο δρόμος είναι μεν ακόμη μακρύς αλλά όχι δύσβατος, κάτι το τοπίο θα μπορούσε να διαλευκανθεί έτη περισσότερο με τη λήψη νέων μέτρων, όπως η διασυνοριακή επέκταση του «Περιβάλλοντος», η προσωρινή-δοκιμαστική περίοδος αδειοδότησης των συμμετεχόντων, αλλά και η ανάπτυξη ενός Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος (digital sandbox), δηλαδή μίας πλατφόρμας που θα παρέχει στους συμμετέχοντες συνθετικά δεδομένα εντός των οποίων θα μπορούν να κάνουν τις δοκιμές τους.