Του Σπύρου Βαλαβάνη,
Στο μεταίχμιο μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα τα Ιωάννινα ήταν μία ευημερούσα πόλη κάτω από την επικυριαρχία του Αλή Πασά Τεπελενλή, κέντρο ενός μεγάλου ημιαυτόνομου πασαλικιού, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Στα τριάντα τρία χρόνια της διακυβέρνησής του η πόλη γνώρισε μία πρωτοφανή οικονομική και πνευματική άνοδο και από περιφερειακή οθωμανική πόλη μετατράπηκε σε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του ελλαδικού χώρου, αλλά και της ευρύτερης νότιας Βαλκανικής. Αυτή η πρωτόγνωρη ανάπτυξη άφησε το στίγμα της και στην αρχιτεκτονική, που άνθισε εκείνη την περίοδο. Σε αυτό το άρθρο θα αναλύσουμε αυτήν ακριβώς την πολεοδομική ανάπτυξη.
Ο Αλή ανέλαβε τη διοίκηση των Ιωαννίνων το 1788 και έκτοτε δε σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί να αυτονομηθεί από τη σουλτανική εξουσία, σε βαθμό, μάλιστα, που επιχείρησε να δημιουργήσει ανεξάρτητο κράτος. Την αυλή του συγκροτούσαν Έλληνες και Αλβανοί, όπως ο Θανάσης Βάγιας και ο αιμοβόρος Βεληγκέκας, ενώ είναι γεγονός ότι δίπλα του ανδρώθηκε ένα μεγάλο μέρος της κατοπινής στρατιωτικής ηγεσίας της Ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Μάρκος Μπότσαρης κλπ. Στα χρόνια της διακυβέρνησής του κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πασαλίκι, το οποίο στη μεγαλύτερη έκτασή του περιελάμβανε την Ήπειρο, τη δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και τμήμα της Πελοποννήσου, με τα Ιωάννινα να είναι η λαμπρή του πρωτεύουσα. Εκμεταλλευόμενος την παρακμή της κεντρικής εξουσίας, απέκτησε ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία και τα Ιωάννινα έφθασαν στο μέγιστο επίπεδο οικονομικής και πολιτισμικής άνθισης, ως μία από τις πιο εύρωστες πόλεις των Βαλκανίων, με έναν πληθυσμό που ανερχόταν σε 30-40.000 κατοίκους. Τα δεκάδες ευρωπαϊκά προξενεία που ιδρύθηκαν, ενίσχυαν τη σχέση του τοπάρχη με τη Δύση, ενώ μεγάλοι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Ψαλίδας δίδαξαν στις περίφημες Σχολές της πόλης.
Ως πρωτεύουσα του κράτους του τα Ιωάννινα έπρεπε να έχουν την ανάλογη λαμπρότητα. Η οικονομική άνοδος οδήγησε σύντομα και σε πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης τόσο υπό την αιγίδα του ίδιου του Αλή όσο και των εύπορων ιδιωτών. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε εκείνα τα μνημεία που κτίστηκαν στα χρόνια του Αλή Πασά και διατηρούνται ως σήμερα. Αρχικά, πρέπει να τονιστεί ότι το κάστρο ήταν το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της πόλης. Οι οχυρώσεις που διατηρούνται σήμερα είναι κυρίως αυτές που χρονολογούνται από την άφιξη του Αλή στα Ιωάννινα ως το 1815, οπότε ξεκινά η ρήξη του με την Υψηλή Πύλη. Κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης ζούσε ισχυρός χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Διονύσιου του Φιλοσόφου (1611) εκδιώχθηκε εκτός των τειχών και η διαμονή εκεί επιτρεπόταν στο εξής μόνο σε μουσουλμάνους και Εβραίους. Επομένως, την περίοδο του Αλή το κάστρο ήταν ένας κατεξοχήν μουσουλμανικός οικισμός.
Το κάστρο διαθέτει δύο ακροπόλεις: το Ιτς Καλέ στα νοτιοανατολικά και την ακρόπολη του Ασλάν Πασά στα βοεριοανατολικά. Στη νοτιοανατολική βρισκόταν το πολυτελέστατο παλατιανό συγκρότημα (Σεράγι) του Αλή, συνδεόμενο με το Φετιχιέ τζαμί, το πρώτο ισλαμικό τέμενος που ιδρύθηκε στην πόλη το 1430 και ανακαινίσθηκε από τον Αλή. Το σεράγι καταστράφηκε γύρω στα 1870, αλλά τα θεμέλιά του έχουν ανασκαφτεί πρόσφατα από την 8η Εφορία Αρχαιοτήτων. Ένα άλλο κτήριο που σώζεται και είναι γνωστό ως «Θησαυροφυλάκιο» πιθανότατα συνδεόταν με το σεράγι. Επιπλέον, σώζονται το κτήριο των πολλαπλών εκδηλώσεων, το οποίο, επίσης, αποτελούσε τμήμα του σαραγιού, μαζί με το λουτρικό συγκρότημα (χαμάμ), τμήματα του οποίου μόνο διατηρούνται. Επίσης, διατηρείται το κτήριο των μαγειρείων, που χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς και η πυριτιδαποθήκη. Στη βορειανατολική ακρόπολη κυριαρχεί το θρησκευτικό συγκρότημα του Ασλάν πασά, το οποίο ιδρύθηκε τη δεύτερη δεκαετία του 17ου αιώνα και για αυτό δε θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο. Τέλος, το Σουφαρί Σεράι, που χρονολογείται την περίοδο 1815-1820, βρίσκεται κοντά στη βορειοανατολική ακρόπολη και ήταν ο στρατώνας του ιππικού.
Πέρα από τα παραπάνω παραδείγματα, άλλα αρχιτεκτονήματα από αυτή την περίοδο δε σώζονται, καθώς κατά την πολιορκία του κάστρου από τα σουλτανικά στρατεύματα (1820-1822), πολλά από αυτά πυρπολήθηκαν από τον ίδιο τον Αλή για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Όσον αφορά τα αρχιτεκτονήματα εκτός κάστρου, πρώτο παράδειγμα αποτελεί το οχυρωματικό έργο του προμαχώνα Λιθαρίτσια, που οικοδομήθηκε από τον Αλή περίπου το 1800 πάνω στον ομώνυμο βραχώδη λόφο νοτιοδυτικά του κάστρου και αποτελούσε μια πρώτη γραμμή άμυνας σε περίπτωση επίθεσης. Στην κορυφή του προμαχώνα ο Αλής έχτισε τρία σεράγια, ένα δικό του, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Fraywald, και δύο για τους γιους του Μουχτάρ και Βελή, τα οποία καταστράφηκαν κατά την πολιορκία της πόλης.
Στην εκτός τειχών πόλη, όπου από το 1611 και εξής ζούσε η χριστιανική κοινότητα, σώζονται τα περισσότερα χριστιανικά μνημεία και λίγα οθωμανικά, καθώς μετά τους Βαλκανικούς πολέμους πολλά καταστράφηκαν λόγω των αρνητικών συνειρμών, με τους οποίους ήταν συνδεδεμένα. Από τα οθωμανικά μνημεία το μόνο που σώζεται σήμερα από αυτή την περίοδο είναι το λεγόμενο Συγκρότημα του Βελή Πασά, που ιδρύθηκε στα τέλη του 18ου αι. από τον δευτερότοκο γιο του Αλή. Περιλαμβάνει το τζαμί του Βελή ή Τσιεκούρ τζαμί πάνω στα υπολείμματα παλαιότερου τεμένους του 16ου-17ου αιώνα, συνοδευόμενο από τον μεντρεσέ του (ιεροδιδασκαλείο, όπου μουσουλμάνοι σπουδαστές διδάσκονταν γραφή, ανάγνωση και διάφορες επιστήμες) και τα μαγειρεία. Αυτό το συγκρότημα θεωρείται πως εξυπηρετούσε τις ανάγκες του σαραγιού του Βελή.
Από τα χριστιανικά μνημεία διατηρείται ένα πλήθος εκκλησιών, που λειτουργούν αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Αρκετοί υπάρχοντες ναοί κτίστηκαν και ανακαινίσθηκαν από την τοπική κοινότητα ή τον κλήρο, καθώς η πολιτική του Αλή χαρακτηριζόταν από θρησκευτική ανοχή και εύνοια απέναντι στον ελληνικό πληθυσμό. Είναι η περίοδος που στην ηπειρωτική Ελλάδα επικρατούσε ο αρχιτεκτονικός τύπος της τρίκλιτης βασιλικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων ναών είναι η Αγία Αικατερίνη (1771), που ανακαινίσθηκε το 1801, και η Αγία Μαρίνα (1791), η οποία ανακαινίσθηκε το 1809. Στα περίχωρα της πόλης (στη σημερινή Πανεπιστημιούπολη) ανεγείρεται στις αρχές του 19ου αι. η μονή Αγίου Γεωργίου Περιστεράς ή Δουρούτης από τον ομώνυμο κτήτορα Γεώργιο Δουρούτη. Πολλοί ναοί υπέστησαν σοβαρές ζημιές στην πολιορκία του 1820 για να επανοικοδομηθούν αργότερα.
Τέλος, από τις ιδιωτικές κατοικίες, δυστυχώς, σώζεται μόνο ένα παράδειγμα από τη συγκεκριμένη περίοδο. Πρόκειται για την οικία του Χουσεΐν μπέη που οικοδομήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και ήταν η μόνη που διασώθηκε από την καταστροφή της πόλης το 1820, ενώ, αργότερα, έγινε η έδρα του τοπικού μητροπολίτη. Για αυτό και είναι γνωστή και ως το σπίτι του Δεσπότη. Η κάτοψη της οικίας έχει σχήμα Π. Στην αυλή βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι και στον όροφο τα ιδιωτικά διαμερίσματα.
Το τέλος της χρυσής αυτής εποχής των Ιωάννινων έληξε με τη βίαιη πτώση του Αλή στις αρχές του 1822. Η σύγκρουσή του με την Πύλη ξεκίνησε ήδη από το 1812, όταν του αφαιρέθηκε η Πελοπόννησος και η Θεσσαλία. Το 1820 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ κήρυξε τον Αλή αποστάτη και διέταξε την κατάληψη των Ιωαννίνων και τη σύλληψη του ίδιου. Επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος τοποθετήθηκε ο Χουρσίτ Πασάς και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ξεκίνησε η πολιορκία της πόλης. Σταδιακά όλοι οι πιστοί αυλικοί του Αλή τον εγκατέλειψαν και ο ίδιος κατέφυγε στο νησί των Ιωαννίνων, όπου δολοφονήθηκε από άνδρες του Χουρσίτ στις 3 Φεβρουαρίου 1822. Η πόλη από εκεί και πέρα έχασε την παλιά αίγλη της, αλλά σύντομα κατάφερε να ανακάμψει ως το 1913, οπότε ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Παρ’ όλα αυτά, η περίοδος του Αλή Πασά θεωρείται ακόμα ως μία από τις πιο ένδοξες στιγμές της ιστορίας της πόλης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2012), Μνημεία των Ιωαννίνων, Ιωάννινα: ΥΠ.ΠΑΙΔ.Θ.Π.Α-8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
- Συλλογικό έργο (2009), Η Οθωμανική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων
- Ραπακούσης, Φώτης, Αλή Πασάς, Κυρά Βασιλική, Κυρά Φροσύνη, Ιωάννινα: Μουσειακό Συγκρότημα Νήσου Ιωαννίνων