Του Παναγιώτη Στρίκου,
Μια αρκετά παλιά, ίσως ξεχασμένη για πολλούς ταινία, το “Cinema Paradiso”, αποτελεί ένα κινηματογραφικό αριστούργημα στο οποίο άφησε το αποτύπωμά του ο σπουδαίος Τζουζέπε Τορνατόρε. Μια κομβικής σημασίας ταινία για τον ιταλικό και παγκόσμιο κινηματογράφο με βαθιά κοινωνικά, πολιτικά, ανθρωπιστικά και κινηματογραφικά μηνύματα.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ταινία βιωματική -και ως εκ τούτου αφηγηματική- όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο μικρός Τότο. Η ταινία βέβαια, ξεκινά με τον διάσημο σκηνοθέτη Σαλβατόρε να μαθαίνει πως πέθανε ο Αλφρέντο. Ο Σαλβατόρε είναι ο μικρός Τότο ύστερα από 30 χρόνια και ο Αλφρέντο ο κύριος που είχε το σινεμά Cinema Paradiso στο χωριό του στη Σικελία, το οποίο ο Σαλβατόρε είχε να επισκεφθεί τρεις δεκαετίες. Η ταινία επεξεργάζεται με ιδιαίτερο τρόπο τις εναλλαγές του χρόνου, παρουσιάζοντας στην αρχή τον μικρό Τότο ως τον διάσημο πλέον σκηνοθέτη. Όταν ήταν μικρός, συνήθιζε να το σκάει από το σπίτι και να πηγαίνει κρυφά από τη μητέρα του (ο πατέρας του ήταν στον πόλεμο) να βοηθήσει τον Αλφρέντο στην προβολή ταινιών. Οι δυο τους ανέπτυξαν μια ισχυρή, απελευθερωμένη σχέση.
Μια μέρα όμως, το σινεμά του Αλφρέντο καίγεται, με συνέπεια ο ίδιος να τυφλωθεί. Η ταινία μεταπηδά και δείχνει τον Τότο έφηβο πλέον να συνεχίζει να δουλεύει στο καινούριο Cinema Paradiso, πλάι στον τυφλό και γερασμένο Αλφρέντο. Ερωτεύεται την κόρη ενός πλουσίου, την Ελένα, με την οποία χωρίζει λόγω της άρνησης του πατέρα της. Ο Τότο, αποκαρδιωμένος, πάει στον στρατό, στέλνοντας στην Ελένα συνεχώς γράμματα, χωρίς ουδεμία ανταπόκριση από την πλευρά της.
Ύστερα από χρόνια, ο Τότο γυρνώντας για την κηδεία του Αλφρέντο, βλέπει το Cinema Paradiso, αυτό το λαμπρό κέντρο πολιτισμού και συναθροίσεων να είναι έτοιμο να γκρεμιστεί και να γίνει πάρκινγκ αυτοκινήτων. Η μητέρα του τού δίνει μια σειρά από φιλμ, τα οποία κράταγε ο Αλφρέντο προοριζόμενα για τον Σαλβατόρε. Την εποχή του ‘50 η λογοκρισία διαφέντευε τον κινηματογράφο -συνεπώς η εξουσία τις μάζες, καθώς τότε ο κινηματογράφος ήταν λαϊκή διασκέδαση- με αποτέλεσμα οι σκηνές όπου οι πρωταγωνιστές φιλιόντουσαν -αλλά και οτιδήποτε σεξουαλικό- να κόβονταν από το φιλμ. Στα φιλμ ο Αλφρέντο είχε κρατήσει όλες τις σκηνές των φιλιών για τον Σαλβατόρε, με τον ίδιο όταν τις βλέπει να ξεσπά σε κλάματα. Γραπτή και αρθρογραφημένη αυτή η σκηνή ίσως δεν συγκινεί, αλλά η εικόνα της δίνει μια τεράστια δυναμική με απέραντο συγκινησιακό και νοσταλγικό βάθος, ένα από τα θαύματα του κινηματογράφου.
Ανέφερα πως είναι μια ταινία βιωματική, καθώς εξιστορεί τη μεταπολεμική Ιταλία και την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση της εποχής, συνδυαζόμενη και επηρεαζόμενη από τον κινηματογράφο. Ο κινηματογράφος την εποχή εκείνη αποτελούσε ένα κέντρο διασκέδασης για τις λαϊκές τάξεις (ψυχαγωγία έγινε αργότερα, όταν αναγνωρίστηκε από τους διανοούμενους ως τέχνη). Έτσι λοιπόν, η ταινία πέρα από τις μεταπολεμικές κοινωνικές διεργασίες της εποχής, τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τη μιζέρια, παρουσιάζει και τις διεργασίες τις οποίες υπέστη ο κινηματογράφος στο πέρασμα του χρόνου και θα ήταν δυνατόν να πούμε πως ακολούθησε, συμβάδισε και συμμετείχε στις κοινωνικές αλλαγές. Επιπλέον, φανερώνει τον ρομαντισμό της εποχής, ιδίως στις σκηνές με την Ελένα, αλλά και μια φίνα και αγνή εποχή πολύ μακριά από τη δική μας.
Μια ταινία άκρως συγκινησιακή, ανθρώπινη και νοσταλγική, κατά την οποία η δύναμη της εικόνας φανερώνει πως ο κινηματογράφος μπορεί να ξεπεράσει τον γραπτό λόγο, δίνοντας στη γραπτή μυθοπλασία υπερβατικές ικανότητες.