Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Η έμφυλη βία και, πιο συγκεκριμένα, η βία κατά των γυναικών συνιστούν ένα διαχρονικό φαινόμενο που σήμερα ειδικά έχει λάβει γιγαντιαίες διαστάσεις, κυρίως λόγω του πλήθους καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση και των γυναικοκτονιών που λαμβάνουν χώρα και βρίσκουν το φως της δημοσιότητας. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα η έμφυλη βία να κυριαρχεί όλο και περισσότερο στον δημόσιο λόγο και να εξετάζεται από επιστημονική σκοπιά, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι ρίζες του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομένου, αλλά και να βρεθούν τρόποι καταπολέμησής του.
Βασικός θεματικός άξονας, λοιπόν, του συλλογικού τόμου Έμφυλη βία – Βία κατά των γυναικών, σε επιμέλεια των Ντίνα Βαΐου, Γεωργίας Πετράκη και Μαρίας Στρατηγάκη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, δεν είναι άλλος από την έμφυλη βία, η οποία προσεγγίζεται από διάφορες σκοπιές, τόσο κοινωνικού και πολιτικού όσο και νομικού περιεχομένου. Για την ακρίβεια, στον εν λόγω τόμο περιλαμβάνονται είκοσι κείμενα βασιζόμενα σε πρωτότυπες εργασίες στο πεδίο της βίας κατά των γυναικών και της έμφυλης βίας, τα οποία συγκεντρώθηκαν μετά από ανοιχτή πρόσκληση που απηύθυνε το Εργαστήριο Σπουδών Φύλου του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, τον Ιανουάριο του 2020.
Ο συγκεκριμένος τόμος είναι χωρισμένος σε τρεις ενότητες άρθρων, συγκεκριμένα στην πρώτη ενότητα «Νόμοι και πολιτικές» πραγματοποιείται μια κριτική επισκόπηση του νομοθετικού πλαισίου για τις βασικές μορφές βίας κατά των γυναικών και αναφέρονται ορισμένες δημόσιες πολιτικές που μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Ειδικότερα, η Χριστίνα Μαραμπουτάκη αναλύει το έγκλημα του βιασμού στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, ενώ η Ναυσικά Μοσχοβάκου προσεγγίζει το ζήτημα της σεξουαλικής συναίνεσης, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί αναμφίβολα το έγκλημα του βιασμού, παρόλο που κάποιοι συνδέουν τον βιασμό μονάχα με την άσκηση βίας.
Στη συνέχεια, η Γεωργία Τσακλαγκάνου πραγματοποιεί μια εκτενή αναφορά στη βιομηχανία του σεξ και στο πώς αυτή συνδέεται με τη βία κατά των γυναικών και συνιστά καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ο Κωνσταντίνος Ι. Πανάγος παίρνει τη σκυτάλη για να θίξει το άγνωστο σε πολλούς θέμα της ποινικής διαμεσολάβησης σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και η Παναγιώτα Πετρόγλου αναλύει τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 190 και το πώς αυτή μπορεί να συνεισφέρει στην καταπολέμηση της έμφυλης βίας στην εργασία. Η Φωτεινή Μηλιώνη, μετέπειτα, αναφέρεται στον ρόλο της νομικής συμβουλευτικής για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, τονίζοντας τη σημασία της πληροφόρησης και ενημέρωσης του νομοθετικού πλαισίου, ούτως ώστε τα θύματα να μιλούν περισσότερο, και ο Ανδρέας Ντούνης συνοψίζει τις θεσμικές και πολιτικές παρεμβάσεις κατά της έμφυλης βίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και τονίζει τη σημασία της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, με την οποία αναγνωρίζεται η βία κατά των γυναικών ως αιτία και συνέπεια των έμφυλων ανισοτήτων. Τέλος, η Αρετή Μαυρομμάτη-Λαγάνη εξετάζει ενδεχόμενες πολιτικές για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε έξι διαφορετικά κράτη της Ευρώπης, αλλά και στην Ελλάδα, και η Θωμαΐς Κάββουρα προσεγγίζει την ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών, μέσα από τις εμπειρίες συμβούλων και στελεχών των Συμβουλευτικών Κέντρων και των Ξενώνων Φιλοξενίας των γυναικών-θυμάτων βίας.
Στη δεύτερη ενότητα «Πολλαπλές Διακρίσεις» οι γυναίκες προσεγγίζονται ως κοινωνικά υποκείμενα που υπόκεινται σε διαφορετικά επίπεδα εξουσίας στα οποία, στην κεντρική κατηγορία «φύλο» προστίθενται οι κατηγορίες «τάξη», «φυλή», «έθνος», «θρησκεία» κ.ά. Η Μαρία Βαλασάκη, ο Κωνσταντίνος Πατέρας, η Κωνσταντίνα Σκλάβου και ο Αναστάσιος Ματρογιαννάκης αναλύουν τις πολλαπλές διακρίσεις για τη βία κατά των γυναικών, οι οποίες αφορούν κυρίως την προσφυγική συνθήκη των γυναικών καθ’ όλη τη διάρκεια του προσφυγικού ταξιδιού και στον τόπο διαμονής, σε χώρους προστατευμένους και σε χώρους αλληλεγγύης, όπως οι ξενώνες φροντίδας κακοποιημένων γυναικών, τα συμβουλευτικά κέντρα και τα εθνικά κέντρα κοινωνικής αλληλεγγύης. Εν συνεχεία της παραπάνω προσέγγισης, η Μαρία Κωνσταντίνα-Χολέβα περιγράφει το φαινόμενο της έμφυλης βίας σε γυναίκες-πρόσφυγες στην Ελλάδα, οι οποίες συχνά εγκαταλείπουν τους τόπους διαμονής τους και ζητούν άσυλο ακριβώς επειδή υφίστανται έμφυλη βία.
Μετέπειτα, η Αναστασία Χαλκιά, η Ιωάννα Τσιγκανού και η Μάρθα Λεμπέση παρουσιάζουν μαρτυρίες Συρίων γυναικών προσφύγων, οι οποίες έχουν υποστεί βία «κατά συρροή» σε καιρούς πολέμου. Η Ειρήνη Σωτηροπούλου εξετάζει πώς ορισμένες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης μπορούν να εμπεριέχουν βίαιες συμπεριφορές, ειδικά κατά των γυναικών που θεωρούνται πιο «ευάλωτες» είτε με τη μορφή ψυχολογικής βίας είτε με τη μορφή σωματικής και λεκτικής βίας. Τέλος, η Αθανασία Κοντοχρήστου διερευνά πώς η έμφυλη βία μπορεί να οδηγήσει σε γυναικοκτονία, βασιζόμενη στο παράδειγμα της Ελλάδας μέσα από το μοντέλο της Ιταλίας και θέτει το εξής ερώτημα: πώς γίνεται αυτό το φαινόμενο να έχει αναγνωριστεί σε ορισμένες μόνο χώρες, ενώ πλέον θεωρείται «παγκόσμια πραγματικότητα» και ποιος ο ρόλος του γυναικείου κινήματος για να αλλάξει αυτή η κατάσταση;
Στην τρίτη και τελευταία ενότητα «Αναπαραστάσεις και λόγος για τη βία» γίνεται λόγος για τα διαφορετικά πεδία έκφρασης λόγου για την έμφυλη βία και τη βία κατά των γυναικών και πώς, ορισμένες φορές, τείνει να φυσικοποιείται η βία και να παρουσιάζεται ως κάτι κοινότοπο μέσα από συγκεκριμένες διατυπώσεις. Συγκεκριμένα, η Μαρία Κράνη αναλύει τη ρητορική και τα εγκλήματα μίσους κατά των γυναικών, ειδικά στον χώρο του διαδικτύου και εντοπίζει τις συχνές πρακτικές με τις οποίες η βία αποκρύπτεται ή δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια. Έπειτα, η Μαρία Κάλφα και η Σεβαστή Χατζηφωτίου παρουσιάζουν την αποτύπωση της έμφυλης βίας και της γυναικοκτονίας στον δημόσιο λόγο και, μάλιστα, πώς ο λόγος των ΜΜΕ προωθεί συγκεκριμένες αναπαραστάσεις της βίας με τους όρους που συνήθως χρησιμοποιεί.
Ακολούθως, η Μαρούλα Κανταράκη ερευνά το αν η έμφυλη βία γίνεται αντιληπτή με τον ίδιο τρόπο από όλα τα άτομα και με αρωγό της μια συγκεκριμένη έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο και το μορφωτικό επίπεδο, διαμορφώνεται πλέον μια συναντίληψη για τη σχέση φύλου και βίας. Ο Φώτης Πολίτης αναφέρεται στις αναπαραστάσεις βίας εναντίον γυναικών στο έργο του Στρατή Μυριβήλη, αποτυπώνοντας έτσι την κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο του Μεσοπολέμου, ενώ η Ελένη Φανιουδάκη μαζί με τον Νικόλαο Ευφραιμίδη ιχνηλατούν τον ρόλο της γυναίκας στο ρεμπέτικο τραγούδι και πώς αυτή αντιμετωπίζεται ως θύμα, αλλά και ως εξιλαστήριος θύτης που είναι υπεύθυνος για τη βίαιη συμπεριφορά των ανδρών. Τέλος, η Ματίνα Παπαγιαννοπούλου επικεντρώνεται στον ρόλο των γυναικείων σωμάτων στις ενημερωτικές καμπάνιες κατά της διεθνικής σωματεμπορίας γυναικών και πώς αυτές δημιουργούν έμφυλα στερεότυπα ως μια άλλη μορφή βίας.
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, την ανάγνωση αυτού του συλλογικού τόμου, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και επιμορφωτικό βιβλίο που θέτει επί τάπητος το μείζον κοινωνικό ζήτημα της έμφυλης βίας και της βίας κατά των γυναικών και φωτίζει πλευρές του συγκεκριμένου φαινομένου που ίσως ήταν άγνωστες στον αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να διαβαστεί, καθώς όχι μόνο πληροφορεί και προβληματίζει τον αναγνώστη, αλλά και τον συστήνει με τη σπουδαία νομικό-κοινωνιολόγο και φεμινίστρια Καίτη Παπαρρήγα-Κωσταβάρα, στην οποία και αφιερώνεται το παρόν έργο, ως μια γυναίκα σταθμό στους αγώνες για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.