11 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤο Μέγα ή Ιερόν Παλάτιον της Κωνσταντινούπολης: Το συγκρότημα, όπου παλλόταν η...

Το Μέγα ή Ιερόν Παλάτιον της Κωνσταντινούπολης: Το συγκρότημα, όπου παλλόταν η καρδιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας


Του Θανάση Κουκόπουλου,

Στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου του Κερατίου, σε μία έκταση 100 εκταρίων, ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε να οικοδομήσει το κεντρικό ανακτορικό συγκρότημα της νέας πρωτεύουσας, το οποίο ονομάστηκε «Μέγα ή Ιερόν Παλάτιον». Τα επίθετα που επιλέχθηκαν συνδέονται ολοφάνερα με την έντονη μεταφυσικοποίηση του προσώπου του βυζαντινού αυτοκράτορα, πρακτική που έχει τις ρίζες της στη θεοποίηση των παγανιστών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Το βυζαντινό κράτος όφειλε να αποτελεί την επίγεια προτύπωση του παραδείσου, με σκοπό τη σωτηρία όλου του κόσμου και δε θα μπορούσε να υπάρχει πιο κατάλληλο μέρος από το κεντρικό παλάτι για την προεικόνιση του μεγαλείου της βασιλείας των ουρανών.

Το Μέγα Παλάτιον βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού τεμένους Sultanahmet (γνωστό και ως «Μπλε Τζαμί»). Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο των αρχαιολόγων είναι εξαιρετικά δύσκολο. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι αποσπασματικά. Ωστόσο, σπουδαιότατο είναι ένα ψηφιδωτό δάπεδο με διάφορες βουκολικές και ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές σε λευκό κάμπο, όπως κυνήγι και πάλη ζώων, αγροτικές σκηνές (π.χ. άρμεγμα κατσικιών), φανταστικά ζώα (π.χ. γρύπας, μονόκερος), παιχνίδια παιδιών, πρόσωπα που θυμίζουν προσωπεία αρχαίου θεάτρου κ.α. Για τη χρονολόγησή του έχει χυθεί πολύ μελάνι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακολουθεί την ελληνιστική παράδοση, η ποιότητα της εκτέλεσης και της φυσιοκρατικής απόδοσης των σκηνών είναι μοναδική και αποτελεί έναν ακόμη σύνδεσμο μεταξύ βυζαντινού και αρχαίου κόσμου.

Πηγή εικόνας: Κούτουλας, Διαμαντής (2006), Flora-Άνθουσα: Μυστική Κωνσταντινούπολη, Αθήνα: Εκδ. Έσοπτρον

Κατά τα άλλα, οι όποιες αποκαταστάσεις του συγκροτήματος βασίζονται περισσότερο στις γραπτές πηγές και ιδιαίτερα στο έργο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (912-959) Ἔκθεσις Περί Βασιλείου Τάξεως, πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για τη βυζαντινή τελετουργία εν γένει. Φαίνεται ότι το Μέγα Παλάτιον είχε μία ασύμμετρη όψη, η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν οικοδομήθηκε με βάση κάποιον κεντρικό άξονα, ενώ σημαντικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση έπαιξαν και οι διάφορες επεμβάσεις και προσθήκες των μεταγενέστερων αυτοκρατόρων. Έτσι, συχνά στη βιβλιογραφία, αλλά και στις πρωτογενείς πηγές, τα επιμέρους τμήματα του συγκροτήματος αναφέρονται ως διακριτά «παλάτια», δεδομένου κιόλας ότι κτίζονταν σε ανισόπεδες μεταξύ τους εκτάσεις. Επρόκειτο, στην ουσία, για ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα από χώρους διοίκησης, κοιτώνες, αίθουσες θρόνου, υποδοχής και συμποσίων, κήπους, περίπτερα, διαβάσεις και παρεκκλήσια. Το παρόν άρθρο επιχειρεί ακροθιγώς να παρουσιάσει τους σημαντικότερους χώρους του.

Η κεντρική είσοδος του συγκροτήματος βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την Αγία Σοφία (μεσολαβούσε ανάμεσά τους η πλατεία του Αυγουσταίου) και ονομαζόταν Χαλκή Πύλη (είτε από τη χάλκινη θύρα της εισόδου είτε από τα χάλκινα επιχρυσωμένα κεραμίδια που τη στέγαζαν). Επρόκειτο ουσιαστικά για μία διάβαση στεγασμένη με τρούλο, ο οποίος εδραζόταν πάνω σε σφαιρικά τρίγωνα, πεσσούς και καμάρες. Ανακατασκευάστηκε μετά τη στάση του «Νίκα» το 532. Εδώ βρισκόταν αναρτημένη μία εικόνα του Χριστού, η καθαίρεση της οποίας το 726 σηματοδότησε την έναρξη της εικονομαχίας. Τη Χαλκή Πύλη φρουρούσαν άνδρες του σώματος της ανακτορικής φρουράς των Σχολών (Scholae Palatini) με γυμνά σπαθιά. Ακριβώς πίσω από την πύλη βρίσκονταν τα καταλύματά τους.

Ακολουθούσε ένας μεγάλος ανοιχτός περίβολος με την προσωνυμία Δελφείον ή Δέλφαξ. Έπειτα, ο επισκέπτης συναντούσε τον Τρίκλινο των 19 Ακκουβιτών (από το λατινικό ρήμα accumbo = κάθομαι για δείπνο), χώρο συμποσίων με 19 ανάκλιντρα, που προοριζόταν για δείπνα με ξένους πρεσβευτές. Οι συμμετέχοντες έτρωγαν ανακεκλιμμένοι, πρακτική που ακολουθούσαν και οι Αρχαίοι στα συμπόσιά τους. Εδώ εξετίθεντο προς προσκύνηση από τους αυλικούς οι σοροί των νεκρών αυτοκρατόρων. Προς ανατολάς βρισκόταν το Κονσιστώριον (από το λατινικό ρήμα consistere = στέκομαι), όπου τα μέλη της Συγκλήτου και του αυτοκρατορικού συμβουλίου στέκονταν όρθια.

Ανασκαφές στο Μέγα Παλάτιον. Πηγή εικόνας: thebyzantinelegacy.com

Ακόμα ανατολικότερα βρισκόταν το «παλάτι» της Μαγναύρας, το οποίο χρησίμευε ως αίθουσα του θρόνου, αλλά και ως χώρος στέγασης του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης μετά τη λήξη της εικονομαχίας. Αρχικά, πρέπει να οικοδομήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως βασιλική, αλλά κάποια στιγμή θα ανακατασκευάστηκε ως σταυροειδής εγγεγραμμένος (μάλλον τέλη 9ου-αρχές 10ου αι.). Ας αφήσουμε έναν αυτόπτη μάρτυρα, τον επίσκοπο Κρεμόνας Λιουτπράνδο, μέσα από την περιγραφή της αίθουσας του θρόνου στο έργο του Antapodosis, να μας μαγέψει: «Μπροστά στο κάθισμα του θρόνου ήταν ένα μπρούτζινο, αλλά επιχρυσωμένο δένδρο, τα κλαδιά του οποίου ήταν γεμάτα με επιχρυσωμένα χάλκινα πουλιά διαφόρων ειδών, που το καθένα κελαηδούσε με τον τρόπο του. Ο αυτοκρατορικός θρόνος ήταν τοποθετημένος με τόση δεξιοτεχνία, που σε μια στιγμή φαινόταν να στέκεται πάνω στο πάτωμα και αμέσως μετά ψηλά και ύστερα ακόμα πιο μεγαλοπρεπής. Τον φρουρούσαν δύο τεράστια λιοντάρια, δεν ξέρω αν ήταν χάλκινα ή ξύλινα, ήταν όμως, καλυμμένα με χρυσάφι και χτυπούσαν την ουρά τους κάτω, άνοιγαν το στόμα τους και εβρυχώντο κουνώντας τις γλώσσες τους. Σε αυτό το ανάκτορο, λοιπόν, με οδήγησαν, στις πλάτες δύο ευνούχων, ενώπιον του αυτοκράτορα… Ξάπλωσα μπρούμυτα τρεις φορές και προσκύνησα. Όταν, όμως, σήκωσα το κεφάλι μου, εκείνον που πριν είχα δει να κάθεται κάπως πιο ψηλά από το δάπεδο, τώρα τον είδα να φορά άλλα ρούχα και να βρίσκεται ψηλά στο ταβάνι!». Τέλος, ας σημειωθεί πως από τη Μαγναύρα ξεκίνησε η πομπή των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330, κατευθυνόμενη προς την Αγορά του Κωνσταντίνου.

Μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄ (565-578), κέντρο του Μεγάλου Παλατίου ήταν το «ανάκτορο» της Δάφνης. Πήρε το όνομά του είτε από ένα άγαλμα της νύμφης Δάφνης, το οποίο είχε μεταφερθεί από τη Ρώμη, είτε από τα στεφάνια δάφνης που έδινε στους συγκλητικούς ο αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου. Μέσω της Δάφνης, ο αυτοκράτορας κατευθυνόταν προς το λεγόμενο «κάθισμά» του στον Ιππόδρομο. Και αυτό το τμήμα του Ιερού Παλατίου ανακαινίστηκε μετά τη στάση του «Νίκα». Εδώ υπήρχε και παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο, όπου τελούνταν οι αυτοκρατορικοί γάμοι.

Ο ανιψιός και διάδοχος του Ιουστινιανού, Ιουστίνος Β΄, οικοδόμησε τον Χρυσοτρίκλινο, πυρήνας του οποίου ήταν μία οκταγωνική αίθουσα θρόνου. Οι κόγχες της επικοινωνούσαν με άλλους χώρους. Μέσα σε αυτήν την κεντρική αίθουσα βρισκόταν μία εγκατάσταση, που θα πρέπει να ήταν ολόιδια με αυτήν της Μαγναύρας, όπως την περιέγραψε ο Λιουτπράνδος. Ο θρόνος έβλεπε προς την ανατολή (κατά μίμηση του προσανατολισμού του ιερού βήματος των εκκλησιών, τονίζοντας προφανώς ότι ο αυτοκράτορας είχε τη θεία εύνοια). Νοτίως του οκταγωνικού πυρήνα βρισκόταν μία αίθουσα βασιλικού δείπνου (Αριστητήριον), ενώ δίπλα θα πρέπει να ήταν και ο προσωπικός κοιτώνας του αυτοκράτορα. Στο συγκρότημα του Χρυσοτρίκλινου φυλάσσονταν και τα διάσημα (=ενδύματα και διακριτικά σύμβολα του αυτοκράτορα).

Πέρσες παίζουν έφιππο πόλο. Μικρογραφία χειρογράφου (περ. 1525-30). Πηγή εικόνας: metmuseum.org

Διαβάσεις προς τα ανατολικά οδηγούσαν στο παρεκκλήσιο της Παναγίας του Φάρου και τη Νέα Εκκλησία, την οποία οικοδόμησε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ (867-886). Στη θέση της από την εποχή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) υπήρχε το Τζυκανιστήριον, ένα ανοιχτό γήπεδο, που προοριζόταν για το πολύ δημοφιλές στη βυζαντινή αυλή παιχνίδι του έφιππου πόλο (τζυκάνιον). Το παιχνίδι είναι περσικής προέλευσης (η φράση tshy-gau σημαίνει «σπρώχνω την μπάλα»). Οι διαγωνιζόμενοι προσπαθούσαν να ελέγξουν τη μπάλα μέσω ειδικών μπαστουνιών, ανεβασμένοι σε άλογα. Μετά την ίδρυση της Νέας Εκκλησίας, κατασκευάστηκε ένα μεγαλύτερο γήπεδο πιο ανατολικά.

Αξίζει να σημειωθούν και οι προσθήκες της εποχής του αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842), ο οποίος επιχείρησε να αναπαραγάγει ισλαμικά πρότυπα. Συγκεκριμένα, οικοδόμησε μία νέα αίθουσα θρόνου, τον Τρίκογχον, ο οποίος διέθετε πολυτελείς ορθομαρμαρώσεις, ψηφιδωτά σε χρυσό κάμπο και επιγράμματα (έμμετρες επιγραφές) κατά μίμηση αραβουργημάτων. Είχε τη μορφή εκκλησίας με τρία κλίτη και τρεις τρούλους. Στην κεντρική κόγχη βρισκόταν ο θρόνος του αυτοκράτορα και στις πλευρικές οι θρόνοι των συμβασιλέων. Ο Θεόφιλος οικοδόμησε, επίσης, και το Σίγμα, μία ημικυκλική στοά σε σχήμα λατινικού C (εξ ου και η ονομασία). Ανάμεσα στον Τρίκογχο και το Σίγμα και εντός κήπων κατασκεύασε περίπτερα κατά μίμηση της αραβικής αρχιτεκτονικής. Αυτά είχαν ιδιαίτερα ονόματα (π.χ. Έρως, ο οποίος χρησίμευε για τη φύλαξη όπλων και διέθετε τοιχογραφικό διάκοσμο με απεικονίσεις όπλων).

Υποθετική αναπαράσταση του ψηφιδωτού της προσωποποιημένης Γης από μία αίθουσα του Ιερού Παλατίου. Πηγή εικόνας: Μπαζαίου-Barabas, Θεώνη (1994), Το εντοίχιο ψηφιδωτό της Γης στο Ιερό Παλάτιο και οι «εκφράσεις» του Κωνσταντίνου Μανασσή και Μανουήλ Φιλή: Ρεαλισμός και ρητορεία, Byzantina Symmeikta 9/2, σελ. 115α, εικ. 1. Διαθέσιμο εδώ

Το Μέγα Παλάτιον έπαψε να χρησιμοποιείται ως το κύριο ανακτορικό συγκρότημα της πρωτεύουσας επί δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185), οι οποίοι προτιμούσαν τις Βλαχέρνες. Ωστόσο, δεν εγκαταλείφθηκε αμέσως εξ ολοκλήρου. Η αρχαιολογική σκαπάνη έδειξε ότι στο β΄ μισό του 12ου αι. ένα τμήμα του είχε μετατραπεί σε αποθήκη. Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η λογοτεχνική περιγραφή (Έκφρασις) ενός κυκλικού ψηφιδωτού μίας αίθουσας συμποσίου του Ιερού Παλατίου από έναν λόγιο και ιστοριογράφο του 12ου αι., τον Κωνσταντίνο Μανασσή. Επρόκειτο για την απεικόνιση της προσωποποίησης της Γης, η οποία κρατούσε στάχυα και περιβαλλόταν από εννέα διάχωρα, τα οποία παρίσταναν ζώα, φρούτα και καρπούς. Σύμβολο της αφθονίας των αγαθών, της ευημερίας και απόηχος του μεγαλείου μίας αυτοκρατορίας που άρχισε να παραπαίει και να μην είναι ποτέ πια όπως πριν. Λίγο πριν την άλωση του 1453 το Μέγα/Ιερόν Παλάτιον δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας ερειπιώνας…


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ανδρούδης, Πασχάλης (2019), Βυζαντινή Γλυπτική και Μικροτεχνία, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκης.
  • Μπαζαίου-Barabas, Θεώνη (1994), «Το εντοίχιο ψηφιδωτό της Γης στο Ιερό Παλάτιο και οι «εκφράσεις» του Κωνσταντίνου Μανασσή και Μανουήλ Φιλή: Ρεαλισμός και ρητορεία», Byzantina Symmeikta9/2, σελ. 95-115. Διαθέσιμο εδώ
  • Delvoye, Charles (2014), Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μ. Β. Παπαδάκη, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα.
  • Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1987), Η Βυζαντινή Ιστορία από τις πηγές, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας.
  • Κούτουλας, Διαμαντής (2006), Flora-Άνθουσα: Μυστική Κωνσταντινούπολη, Αθήνα: Εκδ. Έσοπτρον
  • Krautheimer, Richard (2006), Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Μαλλούχου-Τουφανό, Φανή, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Κουκόπουλος
Θανάσης Κουκόπουλος
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Είναι τελειόφοιτος του τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ με ειδίκευση στην αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και μαθαίνει γερμανικά και ρωσικά. Αγαπάει πολύ την αρχαιολογία, την ιστορία της τέχνης και την ιστορία γενικότερα και ιδιαίτερα τον βυζαντινό πολιτισμό, αλλά και την μπαρόκ τέχνη. Όνειρό του είναι να γίνει θεράπων της βυζαντινολογίας.