Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Το ζήτημα της νομιμοποίησης και προστασίας του κληρονόμου απασχολούσε ανέκαθεν το αστικό δίκαιο, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις ο κληρονόμος καλείται να αποδείξει το κληρονομικό του δικαίωμα, ώστε να επωφεληθεί της κληρονομίας. Σκοπός της νομιμοποίησης του κληρονόμου, λοιπόν, είναι να διευκολύνεται τόσο ο κληρονόμος, στις περιπτώσεις που δυσκολεύεται να πείσει έναν τρίτο για το κληρονομικό του δικαίωμα, αλλά και να προστατεύεται ο καλόπιστος τρίτος, που συναλλάσσεται για κληρονομιαία αντικείμενα.
Ένας από τους τρόπους νομιμοποίησης και προστασίας του κληρονόμου είναι ο θεσμός του κληρονομητηρίου, το οποίο είναι ένα δικαστικό πιστοποιητικό, εκδιδόμενο από τον ειρηνοδίκη του δικαστηρίου της κληρονομίας, που δημιουργεί τεκμήριο ότι αυτός που κατονομάζεται στο κληρονομητήριο ως κληρονόμος έχει το κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο αναφέρεται στο κληρονομητήριο, και δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις, πέραν των αναγραφόμενων σε αυτό. Το εν λόγω πιστοποιητικό εκδίδεται από τον γραμματέα, αφού τηρηθεί ορισμένη διαδικασία, στην οποία μπορεί να παρεμβάλλεται και δικαστική απόφαση. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι συνιστά ένα δημόσιο έγγραφο που επιτελεί και το ρόλο του αποδεικτικού μέσου, με αυξημένη, μάλιστα, αποδεικτική ισχύ.
Η ρύθμιση του θεσμού του κληρονομητηρίου περιέχεται στα άρθρα 1956-1977 του Αστικού Κώδικα, όπου περιγράφεται η όλη διαδικασία και, μάλιστα, ορίζεται ότι το κληρονομητήριο παρέχεται κατόπιν αιτήσεως του κληρονόμου, φυσικού ή νομικού προσώπου, ανεξάρτητα από το λόγο κλήσης του στην κληρονομία. Κρίσιμης σημασίας είναι το γεγονός ότι η υποβολή αίτησης από τον κληρονόμο για έκδοση κληρονομητηρίου αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας, οπότε η κτήση της κληρονομίας εκ μέρους του καθίσταται οριστική.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του κληρονομητηρίου είναι η δημιουργία νόμιμου μαχητού τεκμηρίου για το κληρονομικό δικαίωμα του αναγραφόμενου ως κληρονόμου. Όπως αναφέρεται, άλλωστε, στο άρθρο 1962 του Αστικού Κώδικα και στο άρθρο 821 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκείνος που κατονομάζεται στο κληρονομητήριο ως κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης τεκμαίρεται ότι έχει το δικαίωμα που αναφέρεται στο πιστοποιητικό αυτό και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις, εκτός από εκείνες που αναφέρονται σε αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, το μαχητό τεκμήριο που δημιουργεί το κληρονομητήριο επιδέχεται ανταπόδειξη και για να περιβληθεί η κρίση αυτή του ειρηνοδίκη την ισχύ δεδικασμένου, απαιτείται να ασκηθεί σχετική αναγνωριστική αγωγή ή αγωγή περί κλήρου και να εκδοθεί αντίστοιχη δικαστική απόφαση, στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Πάντως, ο νομοθέτης καθιέρωσε, για την προστασία των καλόπιστων τρίτων, τη δημόσια πίστη του κληρονομητηρίου, δηλαδή την προστασία που παρέχει αυτό στους τρίτους, οι οποίοι συναλλάσσονται καλόπιστα με τον φερόμενο στο κληρονομητήριο ως δικαιούχο και με αντικείμενο συναλλαγής κληρονομιαία στοιχεία. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1963 του Αστικού Κώδικα και στο άρθρο 822 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ορίζεται ότι κάθε δικαιοπραξία ή δικαστική πράξη, όποιου ονομάζεται στο κληρονομητήριο κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης, με ή απέναντι σε τρίτους ή εκ τρίτου απέναντί τους, είναι ισχυρή υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση ισχύει το τεκμήριο των ΑΚ 1962 και ΚΠολΔ 821.
Ένας άλλος τρόπος προστασίας και νομιμοποίησης του κληρονόμου —εκτός από το κληρονομητήριο— είναι και η αγωγή περί κλήρου, που αποτελεί τον δικονομικό αγωγό της αξίωσης για προστασία του δικαιώματος επί της κληρονομίας ως συνόλου. Με την αγωγή περί κλήρου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1871 του Αστικού Κώδικα, ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας (νομέα της κληρονομίας), να του αναγνωρίσει το κληρονομικό του δικαίωμα και να του αποδώσει την κληρονομία ή κάποιο αντικείμενο αυτής.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια καθολική αγωγή, αφού αναφέρεται στην προστασία καθολικού δικαιώματος και εισάγει αξίωση επί του συνόλου των ενσώματων και ασώματων αντικειμένων της κληρονομίας, και για μια ενιαία αξίωση, καθώς περικλείει όλες τις επιμέρους αξιώσεις του κληρονόμου για απόδοση των στοιχείων της κληρονομίας και είναι αυτοτελής έναντι των επιμέρους αξιώσεων που έχει ο κληρονόμος, ως προς τα κατ’ ιδίαν περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας.
Εν κατακλείδι, μέσα από αυτή τη σύντομη ανάλυση των θεσμών του κληρονομητηρίου και της περί κλήρου αγωγής, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ελληνική έννομη τάξη έχει προνοήσει υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων του κληρονόμου, προκειμένου, με αυτόν τον τρόπο, να προστατεύεται τόσο το πρόσωπο όσο και η περιουσία-ατομική ιδιοκτησία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014