Του Μάριου Δόγκα,
Η τραγωδία «Ορέστης» του Ευριπίδη διδάχτηκε πρώτη φορά το 408 π.Χ. και μάλιστα αποτελεί το τελευταίο έργο του ποιητή πριν από την οριστική αναχώρησή του από την Αθήνα. Πρόκειται για ένα από τα πολλά αρχαία δράματα που οικοδομείται γύρω από τον μύθο των Ατρειδών, μια ιστορία που υπήρξε πηγή έμπνευσης και για τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο έργο καθίσταται εμφανής για μία ακόμη φορά ο αναθεωρητικός και πρωτοποριακός τρόπος γραφής του Ευριπίδη, ο οποίος μετακινεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από το θεϊκό στο ανθρώπινο επίπεδο, φωτίζοντας όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης και παρουσιάζοντάς τες με ένα γνήσιο ρεαλισμό. Γίνεται, πλέον, η μετάβαση από την πραγματικότητα των ηρώων με υψηλά ιδανικά και αξίες, σε έναν κόσμο σκληρό και ηθικά φθαρμένο, μα συνάμα βαθιά ανθρώπινο.
Αναφορικά με την πλοκή του δράματος, αυτή εκτυλίσσεται στο Άργος, όπου ο μητροκτόνος Ορέστης έχει κατακλυστεί από τις Ερινύες και βρίσκεται σε μια άθλια σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Μαζί με την αδερφή του, την Ηλέκτρα, περιμένουν από τη συνέλευση των Αργείων την ετυμηγορία για την ποινή τους, με τη μόνη τους ελπίδα να είναι η διαμεσολάβηση του θείου τους, Μενέλαου, ώστε να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Όμως, ο Μενέλαος, έπειτα και από την παρέμβαση του Τυνδάρεω, πατέρα της Κλυταιμνήστρας, αποφασίζει να μη δράσει και, έτσι, τα παιδιά του Αγαμέμνονα καταδικάζονται σε θάνατο. Μαζί με τη συνδρομή του αδερφικού φίλου του Ορέστη, Πυλάδη, τα δύο αδέρφια αποφασίζουν να εκδικηθούν τον Μενέλαο, σκοτώνοντας τη γυναίκα του, Ελένη, και αιχμαλωτίζοντας την κόρη του, Ερμιόνη. Τέλος, έπειτα από παρέμβαση του Απόλλωνα, η Ελένη σώζεται και υποδεικνύει στον Ορέστη να καταφύγει, για να δικαστεί στον Άρειο Πάγο. Ύστερα, ο Ορέστης θα παντρευτεί την Ερμιόνη και ο Πυλάδης την Ηλέκτρα.
Ο Ορέστης ως τραγικός ήρωας παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το φρικτό έγκλημα της μητροκτονίας, το οποίο έχει διαπράξει, τον έχει οδηγήσει σε μια σωματική και ψυχική κατάρρευση, σε μια οριακή κατάσταση ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, στη ζωή και στον θάνατο. Ο θεατής βλέπει μπροστά στα μάτια του να εκδηλώνονται οι συνέπειες του εγκλήματος και τον Ορέστη να βιώνει μια πρώτη τιμωρία, όμως, μέσα από τα λόγια του ήρωα, ανιχνεύονται τα κίνητρα που προτάσσει ως ελαφρυντικά. Ο Ευριπίδης έχει επιλέξει να παρουσιάσει στο συγκεκριμένο δράμα κίνητρα διαφορετικής υφής που «όπλισαν» το χέρι του Ορέστη, όπως θρησκευτικά, πολιτικά, καθώς και προσωπικά.
Τα θρησκευτικά κίνητρα διαφαίνονται στις επικλήσεις του Ορέστη στον θεό Απόλλωνα, σύμφωνα με τις οποίες ο ίδιος απλώς υιοθέτησε πιστά τις εντολές του, για να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του. Με αυτήν την επίκληση στη θεϊκή παρέμβαση, ο Ορέστης επιχειρεί να αποποιηθεί ένα μέρος της ευθύνης της δολοφονίας της μητέρας του, μεταφέροντάς το στον ίδιο τον θεό. Προσπαθεί να εντάξει στη δική του πραγματικότητα ένα υπερβατικό επίπεδο, στις εντολές του οποίου κανένας θνητός δε θα τολμούσε να αντιταχθεί, καταδεικνύοντας την έλλειψη επιλογών.
Παρόλα αυτά, δεν αποποιείται εντελώς την ευθύνη, καθώς φαίνεται να δρα και με πολιτικά κίνητρα, που στοχεύουν στην αποκατάσταση της εξουσίας του στην πόλη. Πρόκειται για τον υιό του δολοφονημένου βασιλιά Αγαμέμνονα, ο οποίος έχει υποχρέωση να προστατέψει τον θρόνο και την πατρική περιουσία, καθώς και να διασώσει το όνομα και την τιμή του οίκου των Ατρειδών. Εξάλλου, στις μυθικές διηγήσεις η έννοια της τιμής αποτελούσε ύψιστη αξία που χαρακτηρίζει έναν ήρωα και, έτσι, ο Ορέστης δεν μπορεί να αφήσει ατιμώρητη τη δολοφονία του πατέρα του από τη μητέρα του, Κλυταιμνήστρα, και τον εραστή της, τον Αίγισθο.
Τέλος, δεν μπορεί να εκλείπει το προσωπικό κίνητρο που θέλει τον Ορέστη να κυριεύεται από πάθος και μη μπορώντας να συγκρατήσει την ορμή του, ζητάει και παίρνει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του. Γνωρίζοντας τη βαρύτητα και την ανιερότητα της πράξης του, όπως και το μίασμα που συνεπάγεται, αναζητά ανταπόδοση για να εξιλεωθεί και να αποκαταστήσει την τάξη, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια. Άλλωστε, το γεγονός ότι είναι έρμαιο της παρόρμησής του και δε δύναται να τιθασεύσει τον θυμό του, αποδεικνύεται και από τη συμπεριφορά του μετά από την καταδίκη του σε θάνατο και την απραγία του Μενελάου, όταν κύριο μέλημά του γίνεται το να βρει έναν τρόπο και να προλάβει να εκδικηθεί τον θείο του πριν πεθάνει, όντας διατεθειμένος να σκοτώσει ξανά συγγενικό του πρόσωπο.
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, ο χαρακτήρας του Ορέστη, όπως παρουσιάζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, εμφανίζει πολλές πτυχές. Οπωσδήποτε κυριαρχεί η τραγικότητα του ήρωα, που βρίσκεται μεταξύ θεϊκών και ανθρωπίνων επιταγών, ενώ ο αποτροπιασμός που προκαλεί το έγκλημά του συγκρούεται διαρκώς με μια συμπόνοια για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Επαρκή ή μη τα κίνητρά του εκτίθενται και αφήνονται στην κρίση του θεατή, ωστόσο, η τελική λύτρωση μέσω της εμφάνισης του από μηχανής θεού, δημιουργεί αυτήν την αίσθηση της κάθαρσης, η οποία αποτελεί ζητούμενο κάθε τραγωδίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Montanari, F., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη, 2017, University Studio Press
- Κολιάνου, Δ., Ο Ορέστης και το κίνητρο της μητροκτονίας- Η ευθύνη για τον φόνο της Κλυταιμνήστρας στην τραγική ποίηση, Θεσσαλονίκη, 2020, Διπλωματική εργασία(Α.Π.Θ.)