Του Χρήστου Αργυρόπουλου,
Ένας ελληνικός μυθολογικός «τόπος» είναι αυτός του αλαζονικού θνητού, ο οποίος τιμωρείται από τους θεούς, επειδή τόλμησε να συγκριθεί μαζί τους. Η ιστορία της Νιόβης είναι μια τέτοια, που γεφυρώνει, όμως, και εύγλωττα τη λογική με την πίστη, την αίσθηση με τη γνώση και προσδίδει μια έντονα συναισθηματική διάσταση στη μυθική αφήγηση.
Η Νιόβη ήταν κόρη του βασιλιά της Λυδίας Ταντάλου και της Διώνης, ενώ παντρεύτηκε τον Θηβαίο Αμφίονα. Απέκτησε μαζί του έναν μεγάλο αριθμό παιδιών, με τα αγόρια να είναι ισάριθμα με τα κορίτσια. Η επικρατέστερη –ομηρική– εκδοχή θέλει έξι γιούς και έξι κόρες. Ήταν ιδιαίτερα περήφανη για την ευγονία της, πράγμα εύλογο, καθώς η πολυτεκνία ήταν μεγάλη αρετή για μια γυναίκα της Αρχαιότητας. Τόλμησε, ωστόσο, να συγκριθεί με τη Λητώ, η οποία είχε μόνο ένα ζεύγος διδύμων θεών, την Άρτεμη και τον Απόλλωνα.
Φυσικά, μολονότι λέγεται πως οι δύο γυναίκες ήταν φίλες –στο μυθικό παρελθόν δεν έχει συντελεστεί ακόμα ο οριστικός διαχωρισμός μεταξύ θεών και θνητών– η πράξη αυτή ήταν άκρως προσβλητική. Η Νιόβη αντιπαρέβαλλε την αξία της ως μητέρας θνητών, με αυτή μιας συντρόφου του Δία και μητέρας θεών. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να τιμωρηθεί. Ο Απόλλων με το τόξο του σκότωσε τους έξι γιούς, που κυνηγούσαν ανέμελοι στον Κιθαιρώνα, ενώ η Άρτεμη τις έξι κόρες της, οι οποίες παρέμεναν στο σπίτι. Σύμφωνα με μια παραλλαγή, σώθηκε ένα αγόρι, ίσως ο Αμφίονας υιός ή Αμύκλας και ένα κορίτσι, η οποία, χλομιάζοντας από το τρομερό θέαμα, μετονομάστηκε σε Χλωρίδα.
Η πανευτυχής, αν και αλαζονική, μητέρα έγινε μέσα μια μέρα απολύτως δυστυχισμένη. Η θεία απάντηση τής ήρθε ως φρικτό μάθημα: η ευτυχία ενός θνητού φαντάζει τρομακτικά πρόσκαιρη μπροστά στη διαρκή και αιώνια μακαριότητα των θεών.
Τα σκοτωμένα παιδιά κείτονταν στο αίμα για εννέα μέρες, χωρίς να μπορεί κανείς να τα θάψει, αφού κάθε άνθρωπος που πλησίαζε μεταμορφωνόταν σε πέτρα από το Δια. Η Νιόβη από τη θλίψη της στο διάστημα αυτό έλιωνε νηστική θρηνώντας. Τη δέκατη μέρα, όμως, οι θεοί τη λυπήθηκαν και έθαψαν οι ίδιοι τα άτυχα παιδιά σε δύο κοινούς τάφους, έναν για τα αγόρια και έναν για τα κορίτσια.
Η τραγική μητέρα έπαψε τότε τη νηστεία της και άφησε για πάντα τη Θήβα, πηγαίνοντας στο όρος Σίπυλο της Μικράς Ασίας. Εκεί απολιθώθηκε. Οι θεοί τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα για να τη λυτρώσουν από τον θρήνο της. Όμως, από τα μάτια της, δυο οπές στην πέτρα, εξακολουθούσαν να τρέχουν δάκρυα. Αυτόν τον βράχο έδειχναν αργότερα διαβάτες, λέγοντας πως είναι η Νιόβη που κλαίει.
Η εικόνα μιας μάνας που είχε και κατόπιν έχασε τα πάντα είναι γνωστή σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς. Ο θάνατος ενός ή περισσοτέρων παιδιών αποτελεί έναν από τους χειρότερους φόβους κάθε γονέα και με βεβαιότητα το πάθημα της Νιόβης συγκινούσε το αρχαίο ακροατήριο. Σε μια εποχή, όπου η παιδική θνησιμότητα ήταν χαρακτηριστικά υψηλή, η ιστορία της αποτελεί απόπειρα μεταφυσικής εκλογίκευσης –γεγονός οξύμωρο– ενός τραγικού δεδομένου μέσα από τη ζωή.
Η αιτιολογία είναι μια από τις θεμελιώδεις πτυχές της μυθολογίας, καθώς στόχος του μύθου είναι και να ερμηνεύσει, να συνδέσει την ακατανόητη και σκληρή πραγματικότητα της αρχαίας εμπειρίας με την εξιδανικευμένη και σαφώς οριοθετημένη θεολογική σκέψη της. Μολονότι η παιδική ζωή χιλιετίες πριν δεν είχε την ίδια αξία με σήμερα, ο πόνος για την απώλεια ενός παιδιού δε θα μπορούσε παρά να είναι ίδιος. Δε μιλάμε εδώ για ιστορικές, αλλά για συναισθηματικές πραγματικότητες. Αναμενόμενα, ο άδικος χαμός μιας νέας ζωής προβλημάτιζε έντονα και τον αρχαίο άνθρωπο, ο οποίος, μάλιστα, ενδιαφερόταν έντονα για τη συνέχιση της γενιάς του σε επίπεδο ηθικό και περιουσιακό.
Η απώλεια των απογόνων έθετε σε κίνδυνο τη θεμελιώδη κοινωνική μονάδα του οἴκου. Ο θάνατος ενός παιδιού σηματοδοτούσε χαμένες ελπίδες για βιολογική και οικονομική συνέχεια, η οποία ρίσκαρε το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς. Πώς μπορείς να εξηγήσεις κάτι τόσο σκληρό; Υπάρχει τρόπος για έναν γονιό να αιτιολογήσει, να εκλογικεύσει μια τέτοια απώλεια; Ο μύθος έρχεται να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση.
Οι προοπτικές του οἴκου της Νιόβης ματαιώθηκαν εξαιτίας της αλαζονείας της. Το σχήμα ὕβρις – ἄτη – νέμεσις – τίσις είναι ευρέως γνωστό και δεν έχω στόχο να επεκταθώ σε αυτό. Θα διατυπώσω, αντίθετα, ένα ερώτημα: μήπως εν τέλει στην περίπτωση της Νιόβης η ὕβρις είναι το όχημα μέσα από το οποίο ο μύθος αποπειράται να ερμηνεύσει την απώλεια ενός παιδιού;
Στον αρχαίο κόσμο πολλά παιδιά χάνονταν χωρίς προφανή λόγο. Έτσι, χωρίς φανερές, λογικές ερμηνείες τερματίζονταν οι ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς. Αυτό φαντάζει πραγματικά άδικο και δημιουργεί εύλογες απορίες γύρω από τη νομοτέλεια του κόσμου. Πώς γίνεται το σύμπαν να θέλει παιδιά να υποφέρουν, οικογένειες να διαλύονται; Ο μύθος της Νιόβης, κατά τη γνώμη μου, απαντά σε αυτό το ερώτημα, προσαρμόζοντας τη σκληρότατη πραγματικότητα της παιδικής θνησιμότητας σε ένα πλαίσιο θεολογικό. Παιδιά χάνονται, αλλά όχι χωρίς λόγο. Υπάρχουν φορές που οι γονείς τους ευθύνονται γι’ αυτό. Μια κλασική εκδοχή του ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, θα λέγαμε. Πράγματι, είναι τεράστια η απώλεια της Νιόβης, όμως, δεν είναι και άδικη, αφού η ίδια με τις πράξεις της θύμωσε τους θεούς.
Το αιφνίδιο του θανάτου αιτιολογείται επίσης, καθώς πάγια ήταν η αντίληψη πως όταν κάποιος φεύγει από τη ζωή ανεξήγητα, τότε αυτό αποτελεί χτύπημα από θεό. O Απόλλων και η Άρτεμη συγκεκριμένα, ήδη από την εποχή του Έπους (8ος αι. π.Χ.), συνδέονταν με ταχείς και χωρίς πόνο θανάτους.
Η αφήγηση γεφυρώνει το άχρονο παρελθόν του μύθου με το σήμερα του αρχαίου ακροατηρίου. Αυτό που ενώνει τις δύο εποχές δεν είναι μονάχα μια κοινή αίσθηση κοσμικής τάξης και δικαιοσύνης, αλλά και οι συναισθηματικές πραγματικότητες των ανθρώπων. Η Νιόβη θρηνεί τα παιδιά και τις προοπτικές του οἴκου της, ακριβώς όπως και μια γυναίκα του 6ου ή του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η σύνδεση του μυθικού με τον πραγματικό-ιστορικό χρόνο επιτυγχάνεται και μέσω ενός υλικού αντικειμένου, του βράχου στο Σίπυλο της Μικράς Ασίας. Ο μύθος της Νιόβης δεν αιτιολογεί μονάχα την παιδική θνησιμότητα, αλλά και ένα γεωλογικό φαινόμενο, το οποίο οι άνθρωποι δίχως τα επιστημονικά ερμηνευτικά εργαλεία δε θα μπορούσαν να εξηγήσουν. Πρόκειται, μαθαίνουμε, για έναν βράχο που από δύο κοντινά βαθουλώματά του στάζει νερό. Χωρίς γνώση για τον τρόπο λειτουργίας των υπογείων ρευμάτων ή τη δόμηση των πετρωμάτων του όρους, η εικόνα ενός παράδοξα ανθρωπομορφικού βράχου, ο οποίος πετάει νερό από τα «μάτια» του, αποτελούσε σίγουρα μυστήριο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οποίος επισκέφτηκε την τοποθεσία, η πέτρα από μακριά πράγματι έμοιαζε με γυναίκα που στέκεται θλιμμένη. Οι αισθήσεις της όρασης και της αφής εδώ συναντούν το συναίσθημα του πόνου σε έναν μύθο ερμηνείας της πραγματικότητας. Αυτό κάνει την ιστορία της Νιόβης, τον πόνο της ακόμα πιο απτό, πιο αληθινό.
Η πετρωμένη Νιόβη αποτελούσε τεκμήριο όχι μόνο της αυστηρότητας του θείου, αλλά και της καθολικής εμπειρίας του πόνου της απώλειας. Η ιστορία της, όπως πολλοί αρχαίοι μύθοι, έχει ως στόχο την ερμηνεία μιας ενίοτε ακατανόητης και φαινομενικά αφιλόξενης πραγματικότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1986), Ελληνική Μυθολογία: Οι Ήρωες, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Κερένυϊ, Κάρλ (2013), Η Μυθολογία των Ελλήνων, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία
- Wessels A. – Klooster J. (2021), Inventing Origins? Aetiological Thinking in Greek and Roman Antiquity, Leiden: Brill