Της Σοφίας Τσαπαδά
Τις τελευταίες ημέρες, οι ειδήσεις για τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν συγκλονίσει μεγάλο μέρος του πλανήτη. Η 24η του Φεβρουαρίου ξημέρωσε σκοτεινή και δύσκολη για το Κίεβο, με τις σειρήνες του πολέμου και τις πολλαπλές εκρήξεις να πρωταγωνιστούν. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της αναταραχής, βλέπουμε ανθρώπους πανικόβλητους να τρέχουν, για να μπορέσουν να σωθούν από όλη αυτή τη φρίκη και τον πανικό που ένας πόλεμος πάντα φέρνει, ανεξάρτητα με του πού και πότε γίνεται. Γονείς που αποχαιρετούν τα παιδιά τους, χωρίς να γνωρίζουν αν θα τα ξαναδούν, άτομα κυριολεκτικά στοιβαγμένα σε σταθμούς του μετρό για να προφυλαχτούν από τους βομβαρδισμούς και τραυματίες, είναι κάποιες από τις εικόνες που κάνουν τον γύρο του κόσμου. Εικόνες για εμάς, γιατί για εκείνους τους ανθρώπους είναι η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν αυτό το διάστημα και είναι άγνωστο το πόσο θα διαρκέσει. Μία πραγματικότητα που κάποιος άλλος επέλεξε και τους επέβαλε. Έτσι, από τη μία στιγμή στην άλλη ο λαός της Ουκρανίας βρέθηκε χωρίς στέγη, χωρίς περίθαλψη και χωρίς καμία άλλη προστασία. Βρέθηκε να δοκιμάζεται στην προσφυγιά, καθώς η ειρήνη και η ευημερία θυσιάστηκαν στο όνομα της εξουσίας και του οικονομικού κέρδους.
Δυστυχώς τέτοιες καταστάσεις δεν είναι πρωτόγνωρες, αλλά συνέβησαν και σε άλλες χώρες: η Υεμένη, η Συρία, η Παλαιστίνη, η Σομαλία και πολλές ακόμη, επίσης αντίκρισαν το πρόσωπο του πολέμου και όλα τα δεινά που τον ακολουθούν. Διχόνοιες, θάνατος, οικολογική καταστροφή και ανθρώπινη εξαθλίωση. Κυβερνήσεις και κυβερνώντες που δεν τους ενδιαφέρει κάτι άλλο, πέρα από το προσωπικό τους όφελος έφερναν και συνεχίζουν να φέρνουν ανθρώπους αντιμέτωπους με όλα τα παραπάνω. Το χειρότερο, όμως είναι, ότι αυτές τις απαράδεκτες συνθήκες τις ζούνε και τα παιδιά, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα πιο αθώα θύματα. Πώς μπορεί κάποιος να τους εξηγήσει ότι δεν θα συναντηθούν ξανά με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, ότι δεν θα παίξουν και δεν θα χαρούν χωρίς να νιώθουν πως κάποιος κίνδυνος τα απειλεί; Επίσης πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει στα παιδιά που γεννήθηκαν μέσα στον πόλεμο πώς είναι να είσαι ελεύθερος και ξέγνοιαστος;
Μήπως, όμως το ερώτημα που θα έπρεπε να τεθεί είναι άλλο; Πώς είναι να ζεις έτσι; Τα παιδιά του πολέμου έχουν στερηθεί την εκπαίδευση, ψάχνουν για φαγητό και δουλεύουν για να το αποκτήσουν, πολλές φορές δεν έχουν πόσιμο νερό και αρρωσταίνουν συνεχώς γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές για υγειονομική περίθαλψη. Πολλά από αυτά έχουν χάσει τους γονείς και τα αδέρφια τους και μεγαλώνουν εντελώς μόνα τους. Έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμούς και κάθε είδους εκμετάλλευση. Έχουν βρεθεί και πουληθεί σε σκλαβοπάζαρα, έχουν περάσει ολόκληρες μέρες και νύχτες μέσα σε βάρκες με την ελπίδα πως θα βρεθούνε σε μέρη που θα μπορέσουν να έχουν μία αξιοπρεπή ζωή και μόλις φτάνουν στον προορισμό τους, όσοι βρίσκονται εκεί αντί να τους βοηθήσουν τους ρίχνουν ξανά μέσα στο νερό.
Αλήθεια, πώς θα νιώθαμε εμείς μετά από όλα αυτά; Πώς θα αισθανόμασταν, εάν μας αντιμετώπιζαν σαν πρόβλημα από το οποίο θέλουν επειγόντως να απαλλαγούν, εάν κάποιοι άλλοι «άνθρωποι» έβαζαν φωτιά στο μέρος που κοιμόμασταν, γιατί δεν μας ήθελαν, γιατί φοβόντουσαν μην τους χαλάσουμε το «εξαιρετικό» και «μοναδικό» DNA τους; Το DNA αυτό που αφήνει χιλιάδες αθώους να ξεβράζονται από τη θάλασσα, που βομβαρδίζει αμάχους και αναγκάζει γυναίκες να γεννάνε σε υπόγειους σταθμούς. Ίσως τελικά θα ήταν καλύτερο για όλους να χαλάσει, όποιο DNA κι αν είναι αυτό και να «ποτιστεί» με αγάπη, ενσυναίσθηση και ανθρωπιά, πραγματική και ουσιαστική.
Κανένας δεν θέλησε ξαφνικά να βρεθεί ξεριζωμένος, κανείς γονιός δεν φαντάστηκε ποτέ του πως θα παρακαλούσε να βρεθεί έστω ένα από τα παιδιά του και κανένα παιδί σίγουρα δεν θέλησε να ξυλοκοπηθεί, γιατί η εθνικότητα, η θρησκεία, το χρώμα, η γλώσσα, του δεν ήταν ίδιο με των υπολοίπων. Όμως, όλα αυτά έγιναν και ενώ γινόντουσαν το μοναδικό ερώτημα κάποιων ήταν «τι πρόσφυγες είναι αυτοί που έχουν λεφτά και καλύτερα ρούχα και κινητά από τα δικά μας;» Σε αυτές τις εθνικιστικές-φασιστικές απορίες κάποιοι άνθρωποι απαντούν με πράξεις αλληλεγγύης και πασχίζουν να ξεπλύνουν τη ρατσιστική ντροπή και την ξενοφοβία.
Ο πόλεμος είναι αν όχι το χειρότερο, ένα από τα χειρότερα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν. Η εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών, τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, οι προπαγάνδες και οι διακρίσεις φέρνουν την κοινωνία αντιμέτωπη με μία ζοφερή πραγματικότητα. Αντί, λοιπόν, να φωτίζουμε κτίρια με τη σημαία της πληγείσας χώρας και να απαγορεύουμε έργα σπουδαίων καλλιτεχνών ας μάθουμε στον κόσμο τη σημασία του αλτρουισμού και της αλληλοβοήθειας χωρίς προϋποθέσεις και περιορισμούς. Άλλωστε, τον πόλεμο δεν τον κάνουν οι λαοί, αλλά οι ηγέτες τους και αυτό καλό είναι να μην το ξεχνάμε.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που κάποιος θα βιαστεί να κατηγορήσει αυτούς τους ανθρώπους που φεύγουν από τη χώρα τους και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ας σκεφτεί τα παραπάνω και ας βάλει έστω για λίγο τον εαυτό του στη θέση όλων αυτών των ατόμων. Τελικά, «θα έμενε να πολεμήσει για την πατρίδα του» ή όλα είναι καλά και εύκολα στα λόγια; Κι αν εν τέλει έφευγε, πώς θα αντιμετώπιζε όλον αυτό το ρατσισμό, το μίσος και την επιθετικότητα;