Του Νίκου Διονυσάτου,
Και κάπως έτσι, όπως το πέταγμα μιας πεταλούδας στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να φέρει έναν μουσώνα στην Ινδία, μια ιστορική απόφαση του τέως Προέδρου του Καζακστάν, Nursultan Nazarbayev, το 2017, να αλλάξει μέχρι το 2025 το αλφάβητο της χώρας του από κυριλλικό σε λατινικό, οδήγησε σήμερα στα τραγικά γεγονότα που εκτυλίσσονται στην ουκρανική στέπα.
Εντάξει, σαφώς η απόφαση του Καζάκου δικτάτορα, ελάχιστα επηρέασε από μόνη της την απόφαση του ομολόγου του, Vladimir Putin, να ξαναχτίσει εμπράκτως τη σοβιετική αυτοκρατορία του. Όμως σίγουρα δεν είναι το μόνο σημάδι κατάπτωσης που βιώνει η ρωσική πολιτισμική και κατ’ επέκταση πολιτική επιρροή της Μόσχας στις περιφερειακές της χώρες. Πριν από το Καζακστάν, οι Βαλτικές, οι χώρες του Καυκάσου, η Μολδαβία, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν, άλλαξαν επίσης τα αλφάβητά τους από το κυριλλικό σε λατινικό. Μαζί μάλιστα με το Καζακστάν, και η Μογγολία, σκοπεύει να προχωρήσει στη συγκεκριμένη αλλαγή τα επόμενα χρόνια. Αυτές είναι πολύ ανησυχητικές εξελίξεις για τη Ρωσία, κι ας μην έχουν κάποια πολύ άμεση επίδραση στην εξωτερική της πολιτική.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, τα ρωσικά έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό το status τους ως lingua franca των επιστημών και της πολιτικής, ενώ σε όλη την ανατολική Ευρώπη, τον Καύκασο, την κεντρική και ανατολική Ασία, έχουν σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί σε μια γλώσσα κλάσης κατώτερη σε χρησιμότητα απ’ ό,τι τα αγγλικά, ή φέρ’ ειπείν τα κινεζικά. Η ‘‘soft power”, φυσικά, που το Κρεμλίνο ασκούσε στις χώρες της περιφέρειάς του, με τον πολιτισμικό αντίκτυπό της ως εγγυήτριας δύναμης και μεγαλύτερου ακαδημαϊκού και πολιτικού κέντρου της περιοχής, σίγουρα δεν είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν, τουλάχιστον όχι ακόμα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και του ’00, οι ντόπιες ελίτ των πρώην σοβιετικών χωρών, με φωτεινή εξαίρεση τις Βαλτικές δημοκρατίες, αποτελούνταν από ανθρώπους που είχαν λάβει όλη τη μέση και ανώτερη εκπαίδευσή τους, σε πολλές περιπτώσεις, εξολοκλήρου στα ρωσικά, τα οποία αποτελούσαν τη γλώσσα της προσωπικής ανέλιξης στη σοβιετική ιεραρχία. Αυτοί οι αξιωματούχοι ωστόσο, παρά την έντονη ρωσική παιδεία που είχαν λάβει, γνώριζαν πολύ καλά ότι η εποχή της παντοκρατορίας των Ρώσων έπρεπε να τεθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Έτσι, αγκάλιασαν τον εθνικισμό και τον αυταρχισμό ως πυρήνες των νέων τους ιδεολογιών και ξεκίνησαν να χτίζουν γερές εθνικές ταυτότητες για τις νέες πατρίδες που τώρα διοικούσαν.
Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις, οι αλλαγές στις οποίες οι ηγέτες αυτοί προχωρούσαν επηρέαζαν και τη δική τους προσωπική ταυτότητα. Παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί και ο Πρόεδρος του Τατζικιστάν, ο μοναδικός στην ιστορία της χώρας μέχρι σήμερα, Emomali Rahmon, ή Rahmonov, όπως ήταν γνωστός μέχρι μια απόφασή του, με την οποία έβαζε στόχο τη σταδιακή κατάργηση της παραγωγικής κατάληξης -ov από τα επίθετα όλων των υπηκόων του, προκειμένου να ξεπλύνει τους Τατζίκους από τις δυσάρεστες επιρροές του παρελθόντος τους.
Και μέχρι στιγμής, δεν έχω αναφερθεί καν στις πιο παθιασμένες για απόσχιση χώρες της λίστας των πρώην σοβιετικών κρατών. Σειρά έχουν οι «πολύχρωμες» περιπτώσεις. Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν λάβει ειρηνικές επαναστάσεις διάφορων χρωμάτων σε μια σειρά κρατών-δορυφόρων της Ρωσίας, με κυριότερα παραδείγματα την Ουκρανία και τη Γεωργία, που ως στόχο είχαν την αποτίναξη του καθεστώτος ρωσικού προτεκτοράτου των χωρών αυτών, τη σύνταξη τους με τη Δύση και την έλευση μιας πραγματικής δημοκρατίας χωρίς διαφθορά και τοπικούς ολιγάρχες να κάνουν κουμάντο. Ο εφιάλτης του Putin, δηλαδή, που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει τα ηνία της Ρωσίας από το 1999 και μετά, γινόταν πραγματικότητα.
Η Ρωσική Ομοσπονδία είχε αρχίσει να χάνει αυτό που ένα από τα πρότυπα του Ρώσου Προέδρου θα αποκαλούσε “Lebensraum”, δηλαδή ζωτικό χώρο. Πρώτα ο πόλεμος της Γεωργίας το 2008, επί Medvedev ακόμα, η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η στήριξη του Lukashenko στη Λευκορωσία μετά τις εκλογές του 2020, ο πόλεμος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ την ίδια χρονιά, η επέμβαση στο Καζακστάν τον Ιανουάριο και η τωρινή εισβολή στην Ουκρανία, είναι όλα σημάδια ότι ο «πατερούλης» Putin τιμωρεί με… φωτιά και ατσάλι όποιον τολμάει να παραβιάσει τις κόκκινες γραμμές της «μαμάς» Ρωσίας.
Η Ρωσία δεν είναι πια το στρατιωτικό «τσίρκο» που αγκομαχούσε να ανακαταλάβει την Τσετσενία τη δεκαετία του ’90 και ο Putin δεν πρόκειται να αφήσει κανέναν στον πλανήτη Γη που να μην ξέρει το συγκεκριμένο γεγονός. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι και ακριβώς έτσι για να είμαστε ειλικρινείς. Η Ρωσία είναι μια χώρα που γερνάει, και για την ακρίβεια γερνάει εδώ και δεκαετίες. Ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, οι περισσότερες σοσιαλιστικές δημοκρατίες υπέφεραν από πολύ χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, οφειλόμενα αφενός στις συνθήκες ζωής, και αφετέρου στα εκατομμύρια των νεκρών που έφερε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Επίσης, η ρωσική οικονομία βασίζεται σε τεράστιο βαθμό στο φυσικό αέριο και το πετρέλαιο που η χώρα διαθέτει, πόροι των οποίων η ζήτηση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες. Ο Πρόεδρος Putin, έχοντας αφαιρέσει κάθε όριο προεδρικών θητειών, αναμένεται να παραμείνει στη θέση του τουλάχιστον μέχρι το 2036, ωστόσο ο αγώνας του να παραμείνει στην εξουσία μάλλον δεν θα είναι και ο αγώνας της χώρας του για επιβίωση.
Μέχρι η κλιματική αλλαγή να έχει λιώσει αρκετά τις παγωμένες εκτάσεις του Αρκτικού Ωκεανού στον Βορρά, που πιστεύεται ότι υπάρχουν κοιτάσματα αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων με τα οποία η Ρωσία θα μπορούσε, ακόμη και με σαφώς λιγότερη παγκόσμια ζήτηση, να κάνει απίστευτα οικονομικά ανοίγματα, ο Putin θα είναι «εκτός κάδρου» πια και η χώρα του, κατά πάσα πιθανότητα, πολύ αδύναμη για να καταφέρει να γίνει ξανά παντοκράτειρα του κόσμου, ειδικά σε σύγκριση με τους διεθνείς ανταγωνιστές της, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, χώρες με επίσης σοβαρές αδυναμίες, που ωστόσο ακόμα και τότε, μάλλον θα υπερτερούν έναντι της ρωσικής «αρκούδας».
Αυτό είναι που ο Putin με τους πολέμους και τις επεμβάσεις και τις ραδιουργίες του θέλει να προλάβει. Ο μυστηριώδης άντρας από το Leningrad, ισορροπώντας σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ παγκόσμιου πυρηνικού ολοκαυτώματος και απλών προληπτικών χτυπημάτων σε μικρές γειτονικές χώρες, θέλει να καταστήσει τον αγώνα της δικής του πολιτικής επιβίωσης, σε έναν αγώνα επιβίωσης για μια ρωσική Αυτοκρατορία, που παλεύει λυσσαλέα δεκαετίες ολόκληρες τώρα να προλάβει τους Δυτικούς, Κινέζους, Ινδούς και πάσης φύσεως συντρόφους της, σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο.
Κλείνοντας, θα μιλήσω για τους ανθρώπους πίσω από την πολιτική. Οι λαοί των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, σε αντίθεση με όλη αυτή τη ρητορική περί αδελφοσύνης του Ρώσου δυνάστη, έχουν το δικαίωμα να διαλέγουν δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες, οι οποίοι ακολούθως θα πρέπει να μπορούν να στηρίξουν την ευρωπαϊκή και νατοϊκή προοπτική των χωρών τους, εάν αυτό είναι που επιθυμούν οι περισσότεροι πολίτες τους. Δυστυχώς, αυτή η πολύ απλή και ρόδινη αρχή είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, και όσο τα κλεισίματα ρωσόφωνων σχολείων στις Βαλτικές χώρες, στα πλαίσια της επίτευξης εθνικής ομοιογένειας εκεί, απαντώνται, πάλι σύμφωνα με τον νόμο του Murphy, με πυραύλους και επεκτατικούς πολέμους σε γειτονικές τους, μη-νατοϊκές, χώρες, τότε νομίζω είναι απόλυτα σαφές ότι πλέον ζούμε σε έναν λιγότερο ασφαλή κόσμο, και το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο, από την Ταϊβάν, μέχρι το Κασμίρ και από το Μάλι, μέχρι την Ινδονησία. Καλή μας τύχη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Vladimir Putin, Russia’s resentful leader, takes the world to war, Financial Times, διαθέσιμο εδώ
- This Is What It’s Like to Watch the Arctic Die, VICE, διαθέσιμο εδώ
- Russia’s population undergoes largest ever peacetime decline, analysis shows, The Guardian, διαθέσιμο εδώ