Του Θάνου Ρούτση,
Το τελευταίο άρθρο σχετικά με τον Αμυντικό Ρεαλισμό έκλεισε με τον ισχυρισμό ότι αυτός έχει δεχθεί σκληρή κριτική αναφορικά με την οπτική που προσφέρει για την ανάλυση των διακρατικών σχέσεων. Μερικοί από τους πιο σφοδρούς επικριτές του εντάσσονται ιδεολογικά στο ρεύμα του λεγόμενου Επιθετικού Ρεαλισμού. Πρόκειται για μια δομική θεωρία, η οποία εντάσσεται στα πλαίσια της διεθνούς πολιτικής και, ομοίως με τον Αμυντικό Ρεαλισμό, αναγνωρίζει ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις ενδιαφέρονται για την απόκτηση ισχύος, με στόχο να εξασφαλίσουν τελικώς την επιβίωσή τους. Σε μια πρώτη ανάλυση, ο Αμυντικός Ρεαλισμός, στην ουσία, είναι ο λόγος ύπαρξης του Επιθετικού.
Κύριος εκπρόσωπος του Επιθετικού Ρεαλισμού είναι ο John J. Mersheimer, με το έργο του Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Mersheimer διατείνεται πως τα έθνη-κράτη έχουν ως στόχο τη μεγιστοποίηση της ισχύος τους ως μέσο για την εξασφάλιση της ασφάλειάς τους. Εκτός αυτού οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν υποστηρίζουν τη διατήρηση του status quo και πάντα αναζητούν ευκαιρία για αύξηση της ισχύος τους, καθώς, έτσι, θεωρούν ότι θα μεγιστοποιήσουν και τις πιθανότητες επιβίωσής τους. Κεντρική θέση στη θεωρία του Mersheimer έχει η απόκτηση της ηγεμονίας από ένα κράτος, γεγονός που αυτός θεωρεί πως είναι ο απώτερος σκοπός όλων των κρατών.
Η απόκτηση της ηγεμονίας είναι, για τον Επιθετικό Ρεαλισμό, η απόλυτη ασφάλεια, καθώς το κράτος που θα την επιτύχει θα έχει αποκτήσει και το μέγιστο δυνατό της ισχύος που θα μπορούσε. Βέβαια, το ίδιο το διεθνές σύστημα προσφέρει ισχυρά κίνητρα στα κράτη, ώστε αυτά να αναζητήσουν ευκαιρίες, για να αποκτήσουν ισχύ εις βάρος των ανταγωνιστών τους και να εκμεταλλευτούν αυτές τις καταστάσεις, όταν τα οφέλη ξεπερνούν τα κόστη με τελικό σκοπό την απόκτηση της ηγεμονίας. Είναι δεδομένο πως τα ασθενέστερα κράτη είναι, σχεδόν, απίθανο να προκαλέσουν διαμάχες με ισχυρότερα, αφού είναι πολύ πιθανό να υποστούν στρατιωτική ήττα.
Αναφορικά με τον λόγο, για τον οποίο τα κράτη επιδιώκουν την απόκτηση ισχύος, ο Επιθετικός Ρεαλισμός ξεκινά από πέντε θεμελιώδεις υποθέσεις, από τις οποίες καμία από μόνη της δεν επιβάλλει στα κράτη να συμπεριφερθούν επιθετικά. Όταν, όμως, συνδυαστούν όλες, τότε τα κράτη έχουν ισχυρά κίνητρα για να το κάνουν.
Η πρώτη από αυτές είναι ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και η εξουσία ανήκει σε κράτη, τα οποία δε λογοδοτούν σε κάποια ανώτατη αρχή. Η δεύτερη αναφέρει πως οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν εκ φύσεως κάποια στρατιωτική ισχύ, που επιτρέπει στη μία να πλήξει ή και να καταστρέψει τις άλλες. Η τρίτη σχετίζεται με την άγνοια που κυριαρχεί μέσα στα ίδια τα κράτη σχετικά με τις προθέσεις των άλλων κρατών. Η τέταρτη αποτελεί μία από τις βασικές ιδέες ολόκληρης της θεωρίας και σχετίζεται με την επιβίωση των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς αυτός είναι ο βασικός στόχος όλων των κρατών. Η πέμπτη και τελευταία είναι πως όλες οι δυνάμεις εστιάζουν την προσοχή τους όχι μόνο στις άμεσες συνέπειες των πράξεών τους, αλλά και στις μακροπρόθεσμες.
Στην περίπτωση που μια δύναμη καταφέρει να αποκτήσει την ηγεμονία μέσα στο σύστημα, τότε μετατρέπεται σε δύναμη που υποστηρίζει το status quo. Ανάλογα με το μέγεθος και την έκταση του συστήματος μπορεί να γίνει διάκριση σε πλανητική και περιφερειακή ηγεμονία. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει πως ένα κράτος, το οποίο είναι ισχυρότερο από τα υπόλοιπα, είναι και ο ηγεμόνας του συστήματος. Αν εξαιρέσει κανείς την πυρηνική υπεροχή, είναι σχεδόν αδύνατο κάποιο κράτος να αποκτήσει πλανητική ηγεμονία κυρίως λόγω της δυσκολίας στην ανάδειξη ισχύος διαμέσου του ωκεανού.
Αυτό που μπορούν να κάνουν οι εκάστοτε περιφερειακοί ηγεμόνες είναι να προσπαθούν, αφού έχουν αποκτήσει την ηγεμονία στην περιφέρειά τους, να επιχειρήσουν την κατάκτηση κάποιας άλλης κοντινής περιφέρειας, στην οποία υπάρχει πρόσβαση διά ξηράς. Επίσης, προσπαθούν να αναχαιτίσουν την άνοδο ηγεμόνων σε άλλες περιφέρειες, λόγω του φόβου πως μια αντίπαλη δύναμη θα αποτελούσε έναν ιδιαίτερα ισχυρό αντίπαλο. Για τους υποστηρικτές του Επιθετικού Ρεαλισμού, όπως και του Αμυντικού, ο διπολισμός, δηλαδή ένα σύστημα που περιλαμβάνει δύο περιφερειακούς ηγεμόνες, είναι το σύστημα που προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή ισορροπία ισχύος. Άλλο πιθανό σύστημα είναι ο πολυπολισμός (ισορροπημένος ή μη).
Σε αυτό το σημείο, θα ήταν χρήσιμο να γίνει η διάκριση μεταξύ δυνητικής και πραγματικής ισχύος. Η δυνητική ισχύς βασίζεται στο μέγεθος του πληθυσμού και στο επίπεδο του πλούτου που το κάθε κράτος διαθέτει, καθώς είναι βασικά στοιχεία που επιτρέπουν στα κράτη να οικοδομήσουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Η πραγματική ισχύς, από την άλλη, συνίσταται στις χερσαίες δυνάμεις, τις οποίες διαθέτει το κράτος για άμεση κινητοποίηση, αλλά και στην αεροπορία και τις ναυτικές δυνάμεις που άμεσα τις υποστηρίζουν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ακολουθούν διάφορες στρατηγικές, προκειμένου να μεταβάλουν την ισορροπία ισχύος προς όφελός τους, και να αποκτήσουν ισχύ ή για να εμποδίσουν κάποιο άλλο κράτος από το να ανατρέψει αυτήν την ισορροπία εις βάρος τους. Οι κυριότερες εξ αυτών είναι η εξισορρόπηση και η μεταφορά των βαρών. Με την εξισορρόπηση τα απειλούμενα κράτη δεσμεύονται να αναχαιτίσουν τον αντίπαλό τους είτε κατά μόνας, στηριζόμενα στις δικές τους δυνάμεις, είτε με τον σχηματισμό εξισορροπητικών συνασπισμών. Με τη μεταφορά των βαρών τα απειλούμενα κράτη προσπαθούν να στρέψουν το βλέμμα του επιτιθέμενου σε κάποια άλλη μεγάλη δύναμη, ώστε να επιτεθεί σε αυτή, προκειμένου το αρχικά απειλούμενο κράτος να παραμείνει θεατής και να αποφύγει το κόστος της σύγκρουσης.
Υπάρχουν, επίσης, οι στρατηγικές της πρόσδεσης στο άρμα του αντιπάλου, του κατευνασμού και της πρόκλησης πολέμου για κατατριβή τρίτων. Εντούτοις, αυτές δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες, καθώς ενέχουν τον κίνδυνο αύξησης της ισχύος του επιτιθέμενου. Όλες οι προαναφερθείσες στρατηγικές περιλαμβάνουν τη διεξαγωγή πολέμου. Οι πόλεμοι των Μεγάλων Δυνάμεων διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες. Πρώτη κατηγορία είναι αυτή των κεντρικών πολέμων με συμμετοχή όλων των δυνάμεων του συστήματος. Δεύτερη αυτή των πολέμων Μεγάλων Δυνάμεων με άλλες Μεγάλες Δυνάμεις και, τέλος, η τρίτη περιλαμβάνει τους πολέμους Μεγάλων εναντίον μικρότερων δυνάμεων.
Περίοδοι που προσφέρονται για ιστορική ανάλυση με βάση τις ιδέες του Επιθετικού Ρεαλισμού είναι η Ναπολεόντεια Εποχή (1792-1815), η εποχή του Kaiserreich (1903-1918), η εποχή της Ναζιστικής Γερμανίας (1939-1945), αλλά και αυτή του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991). Αυτό που επιχειρεί να αποδείξει ο Mersheimer είναι ότι τα διπολικά συστήματα αποτελούν τα πλέον ειρηνικά και λιγότερο θανάσιμα.
Οι εποχές του Ναπολέοντα, του Kaiserreich και της Ναζιστικής Γερμανίας, δε διαφέρουν και τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά τους. Και στις τρεις περιπτώσεις μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις του συστήματος –η Γαλλία στην πρώτη περίπτωση και η Γερμανία στις άλλες δύο– εξελίχθηκε σε δυνητικό ηγεμόνα, καθώς διέθετε όλες τις προϋποθέσεις, για να επεκτείνει την ισχύ της στα εδάφη των υπολοίπων δυνάμεων του συστήματος. Οι ισχυρές δυνάμεις του συστήματος και στις τρεις περιπτώσεις ήταν η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, η Αυστρία, η Πρωσία, μετέπειτα Γερμανία, και η Ρωσία. Όταν εμφανιζόταν κάποιος δυνητικός ηγεμόνας, οι υπόλοιπες δυνάμεις φρόντιζαν για τη δημιουργία ενός αμυντικού συνασπισμού για την εξισορρόπησή του. Βέβαια, αυτό αποτελούσε την έσχατη λύση, καθώς πρώτα επιχειρούσαν τη μεταφορά των βαρών σε άλλες δυνάμεις. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των περιόδων ο πόλεμος ήταν κεντρικός με εμπλοκή όλων των δυνάμεων και με την προσθήκη των Η.Π.Α.
Στην περίπτωση του Ψυχρού Πολέμου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη είχε απομείνει με μόνο μία Μεγάλη Δύναμη, την Ε.Σ.Σ.Δ. Από την άλλη, οι Η.Π.Α, η έτερη Μεγάλη Δύναμη, που είχε αποκτήσει την ηγεμονία στη δική της περιφέρεια, ήταν αποφασισμένες να εμποδίσουν τη Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει την ηγεμονία στην Ευρώπη. Ωστόσο, η περίοδος αυτή είναι μία ειρηνική περίοδος, καθώς κανένας πόλεμος δεν ξέσπασε. Σε αυτό, βέβαια, συνέβαλε και η κατοχή από τις δύο υπερδυνάμεις, των πυρηνικών όπλων, πράγμα που αποτέλεσε ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα.
Συνοψίζοντας, ο διπολισμός είναι η σταθερότερη μορφή για τέσσερις λόγους. Πρώτον, προσφέρει λιγότερες ευκαιρίες για σύγκρουση, καθώς υπάρχει μόνο μία πιθανή δυάδα σύγκρουσης. Δεύτερον, η ισχύς είναι πιθανότερο να είναι κατανεμημένη ισομερώς, προσφέροντας σταθερότητα. Τρίτον, αποθαρρύνει τον λανθασμένο υπολογισμό και τέταρτον, και τελευταίο, ο διπολισμός δεν αυξάνει τις ανησυχίες των κρατών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mearsheimer, J. John (2007), Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα: Εκδ. Ποιότητα
- Gilpin, Robert (1981), War and Change in World Politics, Cambridge: Cambridge University Press
- Labs, J. Eric (1997), Offensive Realism and Why States Expand Their War Aims, Security Studies 6, No. 4