Της Μαρίας Κελεπούρη,
Η ώρα της δύσης συνοδεύεται από μια αίσθηση γοητευτικής μελαγχολίας. Έτσι, και η ιστορία που πλάθει ο Διονύσης Μαρίνος. Μελαγχολία για όσα διαμόρφωσαν το παρόν. Ήταν εκούσιες επιλογές ή απλώς ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού που έδειχνε μια αδιάφορη συμφωνία; Μπορεί μια απλή αποδοχή να οδηγήσει στην ευτυχία; Αυτό, ο αναγνώστης μπορεί να το αναζητήσει, γυρνώντας τις σελίδες του βιβλίου. Ο Μπλε Ήλιος ανέτειλε τον Οκτώβριο του 2021 από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και κάθε του πρόταση είναι σαν μια αχτίδα που φωτίζει τις σκιές της ζωής μας.
Ο Διονύσης Μαρίνος, ύστερα από δημοσιευμένες συλλογές ποιημάτων και διηγημάτων, παρουσιάζει το έβδομο μυθιστόρημά του. Δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, διδάσκει δημιουργική γραφή, ενώ ασχολείται ενεργά με τον χώρο της συγγραφής. Έχει διατελέσει μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων για την κατηγορία της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, εφόσον πολλά από τα έργα του έχουν ταξιδέψει με όχημα άλλες γλώσσες.
Αυτός ο ήλιος μπορεί να προσωποποιείται ή να σηματοδοτεί μια αλλαγή για την αφηγήτρια. Όχι βέβαια δραστική, αλλά σταδιακή και επώδυνη. Ένα πέρασμα από τη συναισθηματική αδράνεια στη συνειδητοποίηση των επιλογών της. Σ’ αυτό το μεταίχμιο των σκέψεων και των ανάμεικτων συναισθημάτων της, βρίσκεται από τη στιγμή που ο σύζυγός της δε γύρισε σπίτι, αλλά διάβηκε την είσοδο του νοσοκομείου. Από τότε, οι θύμησες γίνονται η συντροφιά της. Πιθανόν, να προσπαθεί να βρει σε εκείνες κάποιες απαντήσεις ή έστω παρηγοριά. Τις περισσότερες, όμως, φορές τής υπενθυμίζουν τις αποφάσεις που δεν πήρε, την πυγμή που δεν έδειξε και τη ζωή που άφησε να περάσει από δίπλα της, ενώ εκείνη ήταν εγκλωβισμένη στη συζυγική μοναξιά της.
Αν και η αίσθηση που το βιβλίο αφήνει προκύπτει από την οπτική της αφηγήτριας, αυτό δε σημαίνει πως και τα άλλα πρόσωπα δεν παίρνουν τον λόγο. Τους δίνεται χώρος να μας δείξουν και τη δική τους πλευρά, να αποκαλυφθούν και ίσως να δικαιολογηθούν για όσα λάθη έκαναν. Τα γνώριζαν από την αρχή. Αυτό που δεν ήθελαν να μάθουν, ήταν ο τρόπος για να τα διορθώσουν. Αυτή η απροθυμία είναι και η ευθύνη τους. Όμως, ο χρόνος για δικαιολογίες στέρεψε. Τώρα καλούνται να πάρουν αποφάσεις, που, όμως, συνεπάγονται την έξοδο από τον δικό τους προσωπικό κόσμο σ’ αυτόν του ρίσκου, αλλά και της γοητείας που έχει.
Το διαφορετικό φύλο του συγγραφέα και του προσώπου που αφηγείται θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο απομάκρυνσής τους. Ωστόσο, ο Διονύσης Μαρίνος ενδύεται με μια χαρακτηριστική λεπτότητα τον ψυχισμό της ηρωίδας του, καθιστώντας την τόσο οικεία και συνάμα τόσο απόκοσμη. Όχι, γιατί δεν επηρεάζεται από τον κοινωνικό της περίγυρο, αλλά ακριβώς γιατί αυτή η επιρροή τη βυθίζει σε έναν δικό της χωροχρόνο. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σπάνιο. Αντιθέτως, καθρεφτίζει πολλά από τα πρόσωπα της δικής μας κοινωνίας.
Οι αναμνήσεις αφήνουν να αποκαλυφθεί κάθε παράπονο, κάθε ίχνος θλίψης, που, βέβαια, ήταν κάτι παραπάνω από απλή στεναχώρια και σε καμία περίπτωση δεν ήταν αχαριστία. Ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ που είχε κατασταλάξει στην ψυχή της και την παρέσυρε. Ήταν η αδράνεια. Αδράνεια για να πράξει, να νιώσει, να ζήσει. Και σ’ αυτό είχε και ‘κείνη μερίδιο ευθύνης και άρα το βάρος της αιτίας την καθιστούσε παραδομένη.
Παράλληλα, με τις συνέπειες του προσωπικού, ως απόρροια του κοινού τους παρελθόντος, είχε να διαχειριστεί το παρόν και ό,τι αυτό έφερνε. Απ’ ό,τι φάνηκε, δεν έφερε μόνο τη δύση μέσω του θανάτου, αλλά και την ανατολή μέσω μιας νέας αγάπης, που έψαχνε τρόπο να αναδυθεί μέσα από τους δισταγμούς και να ευοδωθεί, όμως, προσέκρουε στα κενά και των δυο. Ίσως, έπρεπε πρώτα να ανεξαρτητοποιηθούν συναισθηματικά, ώστε μετά να μπορέσουν να προσφέρουν αυτά που τόσα χρόνια δεν έβρισκαν αποδέκτη. Κι αυτές οι ελλείψεις που δημιουργήθηκαν, έπαιρναν άλλοτε τη μορφή των ενοχών –ενοχών κατευθυνόμενων από στερεότυπα– κι άλλοτε μιας εφηβικής αγωνίας για τον έρωτα.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι δεν υπήρξε αγάπη. Όμως, να που αποδεικνύεται πως μόνο αυτή κάποιες φορές δεν αρκεί. Χρειάζεται ουσιαστικό ενδιαφέρον, ένταση και θέληση. Αλλιώς δεν περνάει η ζωή. Ή μετά μένεις να κοιτάς τους θορυβώδεις τροχούς της και να φθονείς τη θαρραλέα ταχύτητά τους. Με τις ευαίσθητα αποδομένες περιγραφές του, ο Διονύσης Μαρίνος χαρίζει στην ηρωίδα του την ευκαιρία να αναμετρηθεί με τις επιλογές της και μέσα από αυτή τη διαδρομή τής δίνει πνοή. Πνοή που αποτυπώνεται σε κάθε πρόταση, που σε συνδυασμό με την επόμενη δημιουργεί ένα ειλικρινές ψυχογράφημα.