15.4 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ Διαμεσολάβηση στην Ελλάδα

Η Διαμεσολάβηση στην Ελλάδα


Του Αρσένιου Σακελλάρη,

Παλαιόθεν, η ελληνική πραγματικότητα είχε να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της συμφόρησης των δικαστικών υποθέσεων. Σωρεία διαφορών κατέκλυζε, αλλά και κατακλύζει ακόμα, τα έδρανα των δικαστών, με αποτέλεσμα τα διάδικα μέρη να προσμένουν χρόνια την τελεσίδικη έκβαση της διαφοράς τους. Πέρα από αυτό, όμως, η κάθε πλευρά της διαφοράς θα έπρεπε να δαπανήσει μεγάλα ποσά χρημάτων για την θετικότερη δυνατή εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ παράλληλα θα ήταν, σχεδόν, βέβαιο ότι θα επωμιζόταν το μεγάλο βάρος της ψυχικής φθοράς, μέχρι να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Όλα αυτά, φυσικά, αποτελούν θυσίες που μπορεί να βρουν αντίκτυπο, να εισακουστούν τα αιτήματά τους στο βωμό της δικαίωσης και να ικανοποιήσουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα. Είναι πάντα, όμως, έτσι; Θα επιτευχθεί μια αληθινά συμφέρουσα, για τα διάδικα μέρη, λύση; Θα υπάρξει βελτίωση, όσον αφορά στον τρόπο θεώρησης της ανθρώπινης σχέσης με την άλλη πλευρά;

Στα παραπάνω ερωτήματα ίσως να μην μπορεί να δοθεί μια αντικειμενική απάντηση. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες, τουλάχιστον για τους διστακτικούς να απαντήσουν σίγουρα θετικά, έχουν μετεξελιχθεί περισσότεροι τρόποι, πέρα από τον καθιερωμένο της προσφυγής στα δικαστήρια, προκειμένου να επιλύουν τις διαφορές τους. Ως πιο γνωστοί εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών θα μπορούσαν να θεωρηθούν η διαπραγμάτευση, η διαμεσολάβηση και η διαιτησία. Διαμέσου αυτών, τα μέρη αποφεύγουν να ακολουθήσουν τη διαδικασία μιας δικαστικής διαμάχης. Η διαμεσολάβηση, συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι κερδίζει ολοένα και περισσότερο χώρο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ήδη στην Αμερική, όσον αφορά στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η διαμεσολάβηση έχει αντικαταστήσει, σε μεγάλο βαθμό, τη δυναμική της δικαστηριακής πρακτικής, μαζί με τους υπόλοιπους τρόπους επίλυσης των διαφορών. Όπως θα τονιζόταν και σε μία βασική εκπαίδευση διαμεσολαβητών, από το σύνολο των αστικών-εμπορικών διαφορών στην Αμερική, το 95%, κατά προσέγγιση, επιλύεται εναλλακτικά, ενώ το 70% από αυτό το ποσοστό αφορά στη  διαμεσολάβηση.

Πηγή Εικόνας: malisagos-christomanos.gr

Η Ελλάδα είναι και αυτή μια από τις χώρες που δεν μπορούσε να μείνει για πολύ πίσω. Αιτία για την περαιτέρω ενασχόληση των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τη διαμεσολάβηση ήταν η Οδηγία 2008/52/ΕΚ, που είχε στόχο να διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στο θεσμό. Ο τελικός νόμος του εθνικού μας Κοινοβουλίου, που κατάφερε να εναρμονιστεί περισσότερο προς τις διατάξεις της Οδηγίας είναι ο πρόσφατος νόμος 4640/2019. Έπειτα από την ψήφισή του, παρατηρείται μια ολοένα και μεγαλύτερη στροφή και διείσδυση των επιστημόνων, ιδίως των νομικών, στο θεσμό αυτό. Καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε το γεγονός αυτό, φυσικά, δεν είναι άλλος από το να μελετήσουμε τον ίδιο το νόμο και να κατανοήσουμε τις σκοπιμότητες που εξυπηρετεί.

Ο ορισμός που δίνεται για το θεσμό είναι πλήρης και σαφής: «Ως διαμεσολάβηση, νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μια διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή» (άρθρο 2 παράγραφος 2). Η διαφορά αυτή, όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, θα είναι αστικής ή εμπορικής φύσεως, ιδιωτικού δικαίου, ενώ ο διαμεσολαβητής θα είναι το τρίτο πρόσωπο, κατάλληλα εκπαιδευμένο και αμερόληπτο, που θα υποβοηθήσει τη διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών. Αξίζει να τονιστεί, όμως, ότι τα μέρη μπορούν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση εφόσον έχουν και εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς κατά το ουσιαστικό δίκαιο (άρθρο 3, παρ. 1).

Όλα τα σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας, όπως και με το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, γίνονται έπειτα από κοινή συμφωνία των συμμετεχόντων. Στη διαδικασία, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι υποχρεωτική η συμπαράσταση των μερών με τους δικηγόρους τους για την ασφαλή εξέλιξή της. Μπορεί ακόμα να συμμετέχει και τρίτο πρόσωπο, εφόσον αυτό προβλεφθεί στη συμφωνία και κριθεί απαραίτητο. Όλοι, όμως, δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας, ενώ ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να τηρεί επιπλέον και εμπιστευτικότητα, τόσο στις κοινές, όσο και, κυρίως, στις ιδιωτικές συνεδρίες που δύνανται να διενεργηθούν. Άπαξ και ξεκινήσει, μάλιστα, η διαδικασία, από τη στιγμή υπογραφής της συμφωνίας υπαγωγής σε διαμεσολάβηση, δεν μπορεί οποιοσδήποτε από τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση μετέπειτα δικαστικής διαμάχης, να εξεταστεί ως μάρτυρας για στοιχεία που επισημάνθηκαν κατά τη διάρκειά της, για αυτό, άλλωστε, δεν τηρούνται και πρακτικά!

Προσφυγή στη διαμεσολάβηση επιτρέπει ο νόμος να γίνει και έπειτα από κλήση του δικαστηρίου, διαταγή δικαστικής αρχής άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και από σύσταση του εισαγγελέα. Πλέον μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 6, σε κάποιες περιπτώσεις καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή σε μια αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης για να γίνει παραδεκτή η συζήτηση μιας αγωγής στο δικαστήριο. Αυτές οι περιπτώσεις αφορούν στις οικογενειακές διαφορές, με κάποιες λογικές εξαιρέσεις, τις διαφορές ύψους άνω των τριάντα χιλιάδων ευρώ και τις διαφορές για τις οποίες υπάρχει ρήτρα διαμεσολάβησης. Ακόμα, το άρθρο 3 καθιερώνει την υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους της και για την επιταγή του άρθρου 6, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Για να μην χαθούν, μάλιστα, τυχόν προθεσμίες ή υποπέσουν αξιώσεις σε παραγραφή, στο άρθρο 9 επισημαίνεται η αυτοδίκαιη αναστολή τους. Επιπρόσθετα, δίνεται η δυνατότητα παράλληλης λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Κατά αυτούς τους τρόπους, δεν έρχεται ο νόμος σε αντίθεση με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ούτε και της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, διότι, εκτός των άλλων, ακόμα και η διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας δεν καταλήγει, απαραίτητα, σε δεσμευτική, για τα εμπλεκόμενα μέρη, απόφαση, ενώ προκαλούνται και ελάχιστα έξοδα.

Πηγή Εικόνας: diamesolavisi.gov.gr

Εκτός από αυτό, ο νομοθέτης φρόντισε να καθορίσει με ασφάλεια και το νομικό πλαίσιο υλοποίησης της συμφωνίας που προκύπτει από τη διαμεσολάβηση. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο άρθρο 10, το πρακτικό διαμεσολάβησης, το οποίο συντάσσεται με συγκεκριμένη μορφή, δύναται να κατατεθεί στο δικαστήριο και να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο. Συμπεριλαμβάνεται στο νόμο, ακόμα, κώδικας δεοντολογίας (άρθρα 13-16), ο οποίος, σε περίπτωση που δεν τηρηθούν οι επιταγές του, μπορεί να οδηγήσει και σε πειθαρχική ποινή του διαμεσολαβητή (άρθρο 17). Το ρόλο του ελεγκτή, σε αυτές τις περιπτώσεις, διαδραματίζει η επιτροπή δεοντολογίας και πειθαρχικού ελέγχου, υποεπιτροπή της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, που είναι αρμόδια για κάθε ζήτημα που αφορά τον έλεγχο εφαρμογής του θεσμού.

Διαμεσολάβηση λοιπόν, ένας θεσμός καινούργιος για τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, δημοκρατικός και ευεργετικός για τα συμφέροντα των μερών. Λαμβάνοντας υπόψη και μέρος της συνέντευξης του Υπουργού Δικαιοσύνης στην «Καθημερινή», το Δεκέμβριο του 2021, όπου επισημαίνεται πως, ιδίως στην εκούσια διαμεσολάβηση, 7 στις 10 διαφορές επιλύθηκαν, με βάση τα τελευταία στοιχεία, εξωδικαστικά, πιο εύκολα, πιο γρήγορα και κυρίως με λιγότερο κόστος για τα εμπλεκόμενα μέρη, είναι σχεδόν βέβαιο το εξής: η Διαμεσολάβηση ήρθε για να μείνει με τον τρόπο της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
  • Νόμος υπ’ αριθμό 4640/2019.
  • Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου 4640/2019.
  • ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ, Από τη Θεωρία στην Πράξη, Ζωή Γιαννοπούλου

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αρσένιος Σακελλάρης
Αρσένιος Σακελλάρης
Γεννήθηκε το 1998 στη Γερμανία και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του ΑΠΘ και ασκούμενος δικηγόρος, εκπληρώνοντας τη στρατιωτική του θητεία στο γραφείο Νομικού Συμβούλου του πολυεθνικού στρατηγείου NRDC-GR. Έχει διαπιστευθεί ως διαμεσολαβητής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και μιλάει επίσης Αγγλικά και Γερμανικά. Τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι τομείς του εμπορικού - οικονομικού δικαίου, αλλά και του δημοσίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο μελετάει, πέραν του αντικειμένου του, βιβλία σχετικά με την οικονομία, την ψυχολογία, την πολιτική και τις διαπραγματεύσεις.