Της Δήμητρας Στρόμπολα,
Οι επιχειρήσεις είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με το κοινωνικό και οικονομικό τους περιβάλλον, όπου αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους ως αυτοτελείς οργανισμοί. Γι’ αυτό και δεν περιορίζονται μονάχα στην εκπλήρωση του καταστατικού ή επιχειρηματικού σκοπού τους, αλλά και ενεργούν με τρόπο που να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζητημάτων. Σε αυτές τις ενέργειες συνίσταται η έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) (Corporate Social Responsibility, SCR).
Η έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2001 στο Πράσινο Βιβλίο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Προώθηση ενός ευρωπαϊκού πλαισίου για την εταιρική κοινωνική ευθύνη». Στο πλαίσιο αυτό, λειτουργούν το ευρωπαϊκό δίκαιο για την ΕΚΕ (The European business network for corporate sustainability and responsibility) και το ελληνικό δίκαιο για την ΕΚΕ. Σύμφωνα με τον ορισμό του ελληνικού δικαίου για την ΕΚΕ, πρόκειται για την οικειοθελή δέσμευση των επιχειρήσεων για ένταξη στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες κοινωνικών και περιβαλλοντικών δράσεων, πέραν όσων επιβάλλονται νομοθετικώς και αφορούν όλους όσοι σχετίζονται με την επιχείρηση, είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Commission), είναι πρωταρχικής σημασίας οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να επιδεικνύουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα, τόσο έναντι των εργαζομένων τους και των μετόχων τους, όσο και της κοινωνίας εν γένει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επίδειξης τέτοιας υπευθυνότητας είναι η στάση των επιχειρήσεων να προωθούν περιβαλλοντικής φύσεως πολιτικές, δηλαδή δραστηριότητες παράπλευρες του επιχειρηματικού τους πλαισίου. Για παράδειγμα, η ηλεκτροδότηση εγκαταστάσεων επιχειρήσεων με εναλλακτικές μορφές πράσινης ενέργειας που είναι οικολογικά φιλικές, η δόμηση ή χρήση ενεργειακών κτιρίων ή η ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του COVID-19.
Η υιοθέτηση του δείκτη CRI (Corporate Responsibility Index) από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Ευθύνης αποτελεί έναν δείκτη μέτρησης της απόδοσης των επιχειρήσεων στον τομέα της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στην Ελλάδα. Στόχος του δείκτη CRI είναι να παρέχει στις ελληνικές επιχειρήσεις και οργανισμούς ένα αναγνωρισμένο εργαλείο αξιολόγησης και σημείο αναφοράς για την αναγνώριση των επιδόσεών τους σε θέματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης με βάση διεθνή κριτήρια. Ως ένα εργαλείο αξιολόγησης αποτελεί και σημείο αναφοράς για τη συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης σε τέσσερεις επιμέρους τομείς: Κοινωνία, Περιβάλλον, Εργαζόμενοι και Αγορά.
Ειδικότερα, ο δείκτης CRI μετρά την απόδοση των επιχειρήσεων και την επίδρασή τους αρχικά στην κοινωνία, αξιολογώντας την υποστήριξη που παρέχει σε πρωτοβουλίες των τοπικών και εθνικών κοινωνιών και βοηθώντας στο χτίσιμο εποικοδομητικών σχέσεων με τις κοινωνίες αυτές και τη δημιουργία Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης. Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας είναι το περιβάλλον και ο δείκτης αξιολογεί τις πολιτικές και τις ενέργειές τους για τον περιορισμό των δυσμενών επιδράσεων στις κλιματικές αλλαγές. Ακόμα, κρίσιμη είναι η στάση της επιχείρησης στην αγορά και στους καταναλωτές. Ο δείκτης αξιολογεί την επίδοση των επιχειρήσεων στις σχέσεις τους με τους πελάτες τους και την αγορά και στο κατά πόσο παρακολουθούν, κατανοούν και ανταποκρίνονται στις συνεχώς μεταλλασσόμενες ανάγκες των καταναλωτών. Στο πώς, δηλαδή, πωλούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες με υπευθυνότητα, σωστή ποιότητα και τιμές. Τέλος, καθοριστική είναι η στάση των επιχειρήσεων απέναντι στους εργαζομένους τους, αξιολογώντας τη συμπεριφορά και τις πολιτικές τους στα εργασιακά θέματα όπως: Ασφάλεια, Υγιεινή, Ειλικρινή Επικοινωνία και Δίκαιη Μεταχείριση.
Φυσικά, η επιχείρηση που φροντίζει να αναπτύξει ένα πρόγραμμα Κοινωνικής Ευθύνης αποκομίζει και οφέλη. Πρώτον, από τη μεριά των καταναλωτών, διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, ένας στους δύο Ευρωπαίους είναι διατεθειμένος να πληρώσει παραπάνω για να αγοράσει προϊόντα που σέβονται την κοινωνία και το περιβάλλον. Δεύτερον, από την πλευρά των εργαζομένων, διότι οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις προσελκύουν και διατηρούν ευκολότερα προσωπικό συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις. Τρίτον, από την πλευρά των επενδυτών, καθώς φαίνεται να διαπιστώνεται κατακόρυφη άνοδος των κοινωνικά υπεύθυνων επενδύσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη περισσότερα από 200 ταμεία από συνδρομές επιχειρήσεων με καθαρά δεοντολογικό χαρακτήρα και περιουσιακά στοιχεία 11 δις ευρώ.
Συνεπώς, γίνεται πρόδηλη η σημασία της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης για μια επιχείρηση. Εφόσον σχεδιαστεί και εφαρμοστεί σωστά, είναι πολλαπλά τα οφέλη, τόσο για τον οργανισμό που ανέλαβε να υπηρετήσει έναν κοινωνικό στόχο, όσο και για την ίδια την κοινωνία. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια κατάσταση που και τα δύο μέρη κερδίζουν. Διαφορετικά, οι πόροι που μετουσιώνονται σε κοινωνικά προγράμματα θα κατέληγαν σε εσωστρεφείς σκοπούς (π.χ. διαφημιστικούς). Φαίνεται, επομένως, η αξία της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης ως προσφορά της επιχείρησης στην κοινωνία και συνυπηρέτησης κοινών στόχων και υπέρτερων, μη υλικών, αξιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δημήτριος Ν. Λαδάς, « Το Δίκαιον της Εκμεταλλεύσεως» , Νομική Βιβλιοθήκη, 2021
- Ινστιτούτο Εταιρικής Ευθύνης, επίσημος ιστότοπος, διαθέσιμος εδώ
- CSR Europe, επίσημος ιστότοπος, διαθέσιμος εδώ
- CSR Hellas, επίσημος ιστότοπος, διαθέσιμος εδώ