Της Χριστίνας Τάτση,
Οι σύγχρονες μέθοδοι θεραπευτικής και αισθητικής οδοντιατρικής αποκατάστασης παρέχουν τη δυνατότητα σε εξειδικευμένους οδοντιάτρους, όπως περιοδοντολόγους, προσθετολόγους, γναθοχειρουργούς και αισθητικούς οδοντιάτρους να σχεδιάζουν μια εξατομικευμένη θεραπευτική μέθοδο για τον εκάστοτε ασθενή. Όταν υπάρχει κάποιο έλλειμμα στον οδοντικό φραγμό, οι δυο συνηθέστερες επιλογές είναι αποκατάσταση με γέφυρα ή τοποθέτηση εμφυτεύματος. Η ανάγκη αναπλήρωσης ενός απολεσθέντος δοντιού διαφέρει ανάλογα με τη θέση αυτού (πρόσθια ή οπίσθια περιοχή) και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της λειτουργικότητας ή και της αισθητικής εικόνας.
Καταρχάς, οι γέφυρες των δοντιών αποτελούν μια κλασική μέθοδο αποκατάστασης η οποία χρησιμοποιείται στην καθημερινή κλινική πράξη εδώ και πολλά χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, η γέφυρα είναι μία ακίνητη προσθετική εργασία, η οποία στερεώνεται μόνιμα σε δύο τουλάχιστον γειτονικά φυσικά δόντια, τα οποία πρέπει να τροχιστούν περίπου 1,5-2 χιλιοστά. Αυτό είναι το βασικότερο μειονέκτημα της συγκεκριμένης θεραπευτικής επιλογής, καθώς τα υγιή δόντια υφίστανται άμεση βλάβη, αλλά και μακροχρόνια αυξάνονται οι πιθανότητες τερηδονισμού τους λόγω της δυσκολίας απομάκρυνσης της οδοντικής μικροβιακής πλάκας με τα μεσοδόντια βουρτσάκια. Από την άλλη πλευρά, η κατασκευή και τοποθέτηση μιας γέφυρας ολοκληρώνεται γρήγορα (περίπου σε δύο εβδομάδες), ενώ η διαδικασία είναι λιγότερο επεμβατική σε σχέση με τα οδοντικά εμφυτεύματα και η επιτυχία είναι βέβαιη. Μάλιστα, η διάρκεια ζωής της γέφυρας είναι περίπου 10-15 χρόνια, ωστόσο στην περίπτωση που ένα από τα φυσικά στηρίγματα της γέφυρας, ένα γειτονικό δόντι, παρουσιάσει πρόβλημα, τότε η προσθετική εργασία πρέπει να αφαιρεθεί και στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι αδύνατο να επαναχρησιμοποιηθεί. Ένα καθοριστικό στοιχείο, το οποίο συχνά ωθεί τους ανθρώπους στην επιλογή της αποκατάστασης με οδοντική γέφυρα είναι το χαμηλότερο κόστος αυτής σε σχέση με τα εμφυτεύματα.
Τα τελευταία, λειτουργούν σαν τα φυσικά δόντια, αποτελούνται από τιτάνιο και έχουν το σχήμα της ρίζας ενός δοντιού. Η εφαρμογή αυτών εντοπίζεται αρχικά γύρω στο 1950, όταν η επιστημονική κοινότητα διαπίστωσε ότι επιτυγχάνεται οστεοενσωμάτωση, μία διαδικασία κατά την οποία σχηματίζεται ένας πολύ ισχυρός δεσμός μεταξύ οστού και τιτανίου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι η απορρόφηση του οστού, η οποία είναι φυσικό επακόλουθο της απώλειας των δικών μας δοντιών, είναι πιθανό να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία μας. Παλαιότερα, τα εμφυτεύματα δεν ενσωματώνονταν στο οστό, όπως σήμερα, και η προσθετική αποκατάσταση γινόταν μαζί με την τοποθέτηση του εμφυτεύματος με συνέπεια τα αποτελέσματα να είναι αμφίβολα και πενιχρά. Το βασικό πλεονέκτημα της συγκεκριμένης μεθόδου σε σχέση με τις οδοντικές γέφυρες είναι ότι δε χρειάζεται να τροχιστούν τα παρακείμενα δόντια. Επίσης, η διάρκεια ζωής, εφόσον η χειρουργική διαδικασία είναι επιτυχής (95-97%), είναι μεγαλύτερη και η διαδικασία απομάκρυνσης των μικροβίων είναι ευκολότερη, καθώς είναι δυνατή η χρήση του οδοντικού νήματος. Ωστόσο, η τοποθέτηση εμφυτευμάτων είναι χρονοβόρα (4-8 μήνες), πολυπλοκότερη διαδικασία και, μάλιστα, εάν δεν υπάρχει αρκετό στηρικτικό υπόστρωμα (οστό) χρειάζεται να τοποθετηθεί οστικό μόσχευμα. Τέλος, τα εμφυτεύματα κοστίζουν ανά δόντι αρκετά παραπάνω από τις εναλλακτικές συμβατικές προσθετικές αποκαταστάσεις, όμως, αν κανείς σκεφτεί μακροχρόνια, αποδεικνύονται πιο συμφέρουσα λύση λόγω της μακροζωίας τους.
Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητο να αναφέρουμε πως το αισθητικό αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι εξαιρετικό. Όμως, η κυριότερη παράμετρος η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη πριν την τελική απόφαση είναι η κατάσταση των παρακείμενων δοντιών και η θέση του ελλείματος. Ειδικότερα, στην περίπτωση που αυτά έχουν μεγάλα σφραγίσματα, έχουν υποστεί ενδοδοντική θεραπεία (απονεύρωση) ή έχουν θήκη, η αποκατάσταση του ελλείμματος με γέφυρα είναι ίσως καταλληλότερη, ενώ όταν τα γειτονικά δόντια είναι άθικτα ή έχουν απλώς μικρές εμφράξεις, η τοποθέτηση οδοντικού εμφυτεύματος είναι η καλύτερη λύση. Όμως κάθε περιστατικό είναι ξεχωριστό και για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροι, και ο ασθενής σε επικοινωνία με τον οδοντίατρο να καταλήξουν στην ιδανικότερη επιλογή προκειμένου η αποκατάσταση να είναι επιτυχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αναστάσιος Τσιρλής, Τα οδοντικά εμφυτεύματα στην κλινική πράξη, Οδοντιατρικό Βήμα, Αθήνα, 2017. Διαθέσιμο εδώ
- Δρ. Ιωάννης Θ. Νικέλλης, Κλινικός Οδηγός Ακίνητης Προσθετικής, Εκδόσεις Μπονισέλ, Αθήνα 2005
- Βρότσος Α. Ιωάννης, Καρούσης Κ. Ιωάννης, Περιοδοντολογία Εμφυτευματολογία, ΒΗΤΑ, Αθήνα, 2016