Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η αναφορά του Ευκλείδη Τσακαλώτου στην ανασφάλεια του Αλέξη Τσίπρα, καθώς και στην περιορισμένη –σε σχέση με αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη– ικανότητα επιλογής συνεργατών ήταν λογικό να προκαλέσει τεράστια ένταση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Την προσπάθεια αποδόμησης του Τσακαλώτου ανέλαβαν οι ταλιμπάν του Τσίπρα, επώνυμοι και ανώνυμοι. Το βέβαιο είναι ότι οι ιδεολογικοπολιτικές και ψυχολογικές αναλύσεις των λεγομένων του πρώην Υπουργού Οικονομικών δε μπορούν να παραβλέψουν τη μεγάλη εικόνα: η ασυλία που απολάμβανε επί πολλά χρόνια ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό του κόμματός του έχει τελειώσει.
Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, το 2008, ο Αλέξης Τσίπρας εθεωρείτο το δυνατό χαρτί του κόμματος. Επικοινωνούσε φρεσκάδα εντός ενός γερασμένου πολιτικού συστήματος. Σηματοδοτούσε την αλλαγή γενιάς, όταν ακόμα αυτή «του Πολυτεχνείου» μονοπωλούσε τα μεταπολιτευτικά κέντρα εξουσίας. Ανέδυε έναν αέρα ριζοσπαστισμού, την ίδια στιγμή που ενσάρκωνε και τον κατεξοχήν μικροαστικό ρόλο του «παιδιού της διπλανής πόρτας» και του «ιδανικού γαμπρού για κάθε μαμά». Καίτοι πλούσιος και κατά βάση άεργος, είχε καταφέρει να θεωρείται ως εγγύτερος στον μέσο πολίτη εν σχέσει με τους υπολοίπους αρχηγούς κομμάτων. Η εκ του ασφαλούς «θεσμοποιημένη» μικρο-παραβατικότητα, στην οποία δραστηριοποιήθηκε μέσα από καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, τον περιέβαλε αναμφίβολα με γοητεία στο τμήμα αυτό της νεολαίας που προσπαθεί να καλύψει τις ανεπάρκειές του με ακτιβισμούς, τους οποίους η Πολιτεία διαχρονικά ανέχεται και δεν τιμωρεί. Το γεγονός, βεβαίως, ότι ηγούταν ενός μικρού κόμματος με μηδαμινές, τότε, πιθανότητες ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών, του έδιδε τη δυνατότητα να λέει αδίστακτα κι ανερυθρίαστα, λόγω ελλείψεως συνεπειών, οτιδήποτε ήθελε, κερδίζοντας, έτσι, ακόμα περισσότερο τη συμπάθεια όσων ήθελαν να ακούν ευχάριστα λόγια και να εκτονώνονται διά του «πεζοδρομιακού» καταγγελτικού λόγου.
Η πρώτη μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε ο Τσίπρας αφορούσε τα γεγονότα, που ακολούθησαν τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον Ειδικό Φρουρό, Επαμεινώνδα Κορκονέα, στις 6 Δεκεμβρίου του 2008. Τότε, διαβάζοντας λάθος τους συσχετισμούς στην ελληνική κοινωνία κι όντας δέσμιος των ιδεοληψιών της πολιτικής συγκρότησης του ιδίου και του κόμματός του, επέλεξε να είναι ο μόνος πολιτικός αρχηγός που τάχθηκε με το μέρος των βάνδαλων, που λυμαίνονταν τη χώρα. Παρείχε πολιτική κάλυψη, αναγνωρίζοντας ως εκφραστές της αγανάκτησης της νεολαίας τους επαγγελματίες του μπάχαλου, οι οποίοι μόνο ως πρόσχημα αντιμετώπισαν τον φόνο ενός εφήβου από ένα όργανο της τάξης, προκειμένου να επιδοθούν σε διάφορες εγκληματικές ενέργειες. Ταύτισε τις μεγάλες ειρηνικές συγκεντρώσεις κατά της αστυνομικής αυθαιρεσίας με την κοινή αλητεία. Αποτέλεσμα ήταν να «τρομάξει» τους ψηφοφόρους, που δεν ανήκαν στη λεγομένη Ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά σε ευρύτερους πολιτικούς χώρους, και τον αντιμετώπιζαν θετικά σε σημείο που αρκετοί αναλυτές να θεωρούν αμφίβολη ακόμη και την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη Βουλή.
Τελικώς, τα κατάφερε και, απορροφώντας του πρώτους σοβαρούς κραδασμούς της θητείας του, ξεκίνησε μια πορεία κυριαρχίας τόσο εσωκομματικά όσο και σε εθνικό επίπεδο που κορυφώθηκε με τη νίκη και την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας το 2015. Από το 2009, ο Τσίπρας κατόρθωσε να κυριαρχήσει απόλυτα στο κόμμα του, οδηγώντας στην έξοδο τον προκάτοχο της προεδρίας και μέντορά του, Αλέκο Αλαβάνο. Ακολούθως, εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα της ελληνικής χρεοκοπίας, μπόρεσε να αναδειχθεί σε ηγέτη του αντι-μνημονιακού στρατοπέδου μέσα από ένα πρωτοφανές κρεσέντο λαϊκισμού, ο οποίος συνοδευόταν από ενέργειες, που στόχευσαν ευθέως τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτικού συστήματος και την ίδια τη σωματική ακεραιότητα των πολιτικών του αντιπάλων. Παράλληλα, ώθησε στην έξοδο τον Φώτη Κουβέλη και την ομάδα του, που αποτελούσαν τότε την κύρια έκφραση εσωκομματικής αμφισβήτησής τους. Μόλις κατόρθωσε να αναδειχθεί στον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, κατήργησε την οργανωτική δομή των συνιστώσεων του κόμματος και κατάφερε να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο τη θέση του, κάνοντας τις διαφορετικές φωνές να σιγήσουν με το δέλεαρ της κυβερνητικής εξουσίας. Μετά το δημοψήφισμα-παρωδία της 5ης Ιουλίου του 2015, που σηματοδότησε τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας πέτυχε να απαλλαγεί και από όλους τους υποψηφίους δελφίνους του, που βρίσκονταν στα κάγκελα για την προδοσία της «περήφανης διαπραγμάτευσης».
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ως επικεφαλής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, ο Γιάννης Βαρουφάκης ως αρχιτέκτονας της πολιτικής του πρώτου εξαμήνου του 2015 που οδήγησε τη χώρα με το ένα πόδι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου ως θεματοφύλακας της γραμμής της διαρκούς σύγκρουσης με τους αντιπάλους του κόμματος, όχι μόνο βρέθηκαν στην έξοδο, αλλά στις βουλευτικές εκλογές-εξπρές που ακολούθησαν, εξαφανίστηκαν και από το Κοινοβούλιο. Έτσι, ο Τσίπρας ήταν εκλογικά αναβαπτισμένος Πρωθυπουργός και απόλυτος κυρίαρχος του εσωτερικού του ΣΥΡΙΖΑ.
Την πρωτοκαθεδρία του εντός του κόμματος δε στάθηκαν ικανές να κλονίσουν ούτε οι απανωτές και ευρύτατες ήττες του 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε, εντός δύο μηνών, διαδοχικά στις Δημοτικές, Περιφερειακές, Ευρωπαϊκές κι Εθνικές κάλπες του έτους εκείνου. Κι όμως, ουδείς διανοήθηκε να θέσει ζήτημα ηγεσίας, διότι, πέραν της εσωκομματικής του ισχύος, η πεποίθηση ότι αποτελεί το δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ παρέμενε εδραία. Η αλήθεια, άλλωστε, την οποία ομολογούν φίλοι και εχθροί του Τσίπρα, είναι ότι χωρίς αυτόν στο τιμόνι του, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ δύσκολα θα είχε καταφέρει από τελευταίο κοινοβουλευτικό κόμμα στις εκλογές του 2009 να βρεθεί στην κυβέρνηση το 2015. Ουδείς εκ των λοιπών προβεβλημένων στελεχών φαινόταν να είχε το επικοινωνιακό χάρισμα, αλλά και την πολιτική νοοτροπία, η οποία συνίσταται στην αδίστακτη χρήση προσώπων, σχημάτων και θεσμών για την κατάληψη της εξουσίας.
Το πρόβλημα για τον Τσίπρα σήμερα, όμως, συνίσταται όχι μόνο στο ότι δεν είναι πλέον άφθαρτος, αλλά και στο ότι δε μπορεί να δώσει προοπτική άμεσης επανόδου στην κυβέρνηση σε αυτούς που ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μόνο ότι ηττήθηκε κατά κράτος από τον Μητσοτάκη εκλογικά. Είναι και το ότι 2,5 χρόνια μετά οι δημοσκοπικές επιδόσεις του είναι τόσο κακές, ώστε όχι μόνο η διαφορά από τη ΝΔ να βρίσκεται στις περισσότερες δημοσκοπήσεις σταθερά σε διψήφια ποσοστά, αλλά εδώ και λίγο καιρό η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να μοιάζει ικανή να μετατρέψει σε ντέρμπι ακόμα και τη δεύτερη θέση. Σταδιακά, λοιπόν, διαχέεται η άποψη ότι ο Τσίπρας μετατρέπεται από πλεονέκτημα σε βαρίδι για τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, ανοίγει η όρεξη διαφόρων μνηστήρων της εξουσίας, οι οποίοι μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι η πορεία της σημερινής ηγεσίας αποδοκιμάζεται από την πλειοψηφία του κόσμου. Τόσο η αντιπολιτευτική τακτική έναντι της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όσο και η προσπάθεια μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο, προκειμένου να καλύψει πλήρως τον χώρο, στον οποίο δέσποζε κάποτε το ΠΑΣΟΚ. Ο Τσίπρας βρίσκεται σε πίεση και καλείται να δικαιολογήσει τη χρησιμότητά του, σε μια κατάσταση που προσομοιάζει μόνο με αυτή που έζησε την περίοδο 2008-2009. Ακόμα και αν καταφέρει για ακόμα μία φορά να κυριαρχήσει εσωκομματικά, η περίοδος της ασυλίας που απολάμβανε έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί….