Του Ανδρέα Παρασκευόπουλου,
Η έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα έφερε τεράστιες αλλαγές στον στρατό, την παιδεία, την οικονομία, αλλά και στην αρχιτεκτονική εικόνα της Αθήνας. Η νέα πρωτεύουσα, η οποία ορίστηκε το 1834 λόγω των σημαντικών μνημείων και των αρχαίων καταλοίπων, έπρεπε να αλλάξει την προεπαναστατική εικόνα της. Η πόλη μέσω των μνημείων της συνδεόταν με το αρχαιοελληνικό της μεγαλείο και την ένδοξη ιστορία της. Στόχος της Αντιβασιλείας, λοιπόν, ήταν η ανάδειξη της ιστορικής συνέχειας, μέσω της οποίας θα ευαισθητοποιούνταν οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι εκείνη την περίοδο ενδιαφέρονταν για την κλασική ιστορία, λόγω του ρομαντικού πνεύματος που κυριαρχούσε. Με τον τρόπο αυτό προσδοκούσαν να υπάρξει οικονομική στήριξη στο νεοσύστατο κράτος. Ας μη λησμονηθεί το γεγονός ότι καταλυτικός παράγοντας για την αλλαγή ήταν και η θετική εικόνα, που είχαν ήδη οι Ευρωπαίοι περιηγητές του 18ου αιώνα, οι οποίοι αποτύπωναν τις εντυπώσεις τους από τα ταξίδια τους στα ημερολόγιά τους.
Η Αντιβασιλεία όρισε υπεύθυνους τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σούμπερτ, οι οποίοι έλαβαν ορισμένα μέτρα. Αρχικά, έγινε οριοθέτηση των αρχαιολογικών χώρων και επιμελήθηκε η προστασία τους, λόγω της έντονης αρχαιοκαπηλίας που υπήρχε, αλλά και του γεγονότος ότι πολλά αρχαία έργα χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό και ως πηγή προσπορισμού ασβέστη από τους ξένους και τους ντόπιους, οι οποίοι δε συνειδητοποιούσαν την ιστορική αξία των μνημείων (για παράδειγμα, αρκετοί κίονες από το Ολυμπείο χρησιμοποιήθηκαν για την οχύρωση της πόλης, την ανέγερση του τζαμιού Τσισδαράκη, κτλ.).
Έπειτα, προκειμένου να αναβιώσει ο κλασικός χαρακτήρας των μνημείων έπρεπε να γίνει ο απαραίτητος καθαρμός από τα ξένα και «βάρβαρα» κατάλοιπα που υπήρχαν γύρω από τα μνημεία. Ο λόγος ήταν διπλός: αφενός για να μην υπάρχουν τεκμήρια, τα οποία θα υπενθύμιζαν την ξένη κυριαρχία της Ελλάδας στους ντόπιους, αφετέρου για να δείξουν τον «εθνικό και εμβληματικό χαρακτήρα», που απαιτούσαν οι Έλληνες ως θεμέλιο της δικής τους «νέας» ταυτότητας. Έτσι, λοιπόν, γκρεμίστηκαν πολλά κατάλοιπα από την οθωμανική και τη βενετική περίοδο. Για παράδειγμα, στην Ακρόπολη γκρεμίστηκαν τα υπολείμματα του τζαμιού, αλλά και της βενετικής οχύρωσης που υπήρχαν στον Παρθενώνα.
Παράλληλα, οι δύο αρχιτέκτονες πρότειναν την οικοδόμηση της πόλης βόρεια της Ακρόπολης με μία τριγωνική χάραξη που οριζόταν από τις οδούς Ερμού, Πειραιώς και Σταδίου, με τη θέση του ανακτόρου στη σημερινή Ομόνοια. Πρότειναν, επίσης, φαρδείς δρόμους («βουλεβάρτα»), μεγάλες πλατείες, στα πρότυπα των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, και ένταξη ανασκάψιμων αρχαιολογικών χώρων σε ενιαίες οριοθετημένες ζώνες.
Ένας άλλος αρχιτέκτονας που ήρθε από το Μόναχο κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας ήταν ο Leo Van Klenze. Με την έλευση του κλασικού αρχιτέκτονα ξεκινά η περίοδος των αναστηλώσεων των μνημείων, καθώς στους στόχους των αρχιτεκτόνων συμπεριλαμβανόταν η διατήρηση των μνημείων. Έχοντας την αρωγή των αναστηλώσεων, το κράτος μπορούσε να αναδείξει ευκολότερα την ιστορική σύνδεση, αλλά και να ξεκινήσει τις αρχαιολογικές ανασκαφές. Στόχος του συγκεκριμένου αρχιτέκτονα ήταν η ανέγερση ενός μουσείου εντός της Ακρόπολης, όπου θα εκτίθεντο τα ευρήματα των ανασκαφών. Παρόλο που η ανέγερση του μουσείου δεν επετεύχθη, ξεκίνησαν δειλά-δειλά οι αναστηλώσεις της Ακρόπολης και της αρχαίας Αγοράς.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερή η προσπάθεια του νεοσύστατου κράτους να αλλάξει την προεπαναστική «ταυτότητά» του. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες κυβερνητικές τακτικές που ακολουθήθηκαν από την Αντιβασιλεία, αλλά και από τις μετέπειτα κυβερνήσεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, οδήγησαν σε μία «ετεροτοπία» της πόλης, όπως σημειώνει και η Άρτεμις Λεοντή, καθώς η «ιδανική» εικόνα των μνημείων, που χτίζονταν μέσω των Ευρωπαίων, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την παροντική αθηναϊκή πραγματικότητα της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λεοντή, Άρτεμις (1998), Τοπογραφίες ελληνισμού: Χαρτογραφώντας την πατρίδα, Αθήνα: Εκδ. Scripta
- Μπίρης, Κώστας (2005), Αι Αθήναι εις τον 19ον και τον 20ον αιώνα, Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Hamilakis, Yannis (2007), The nation and its ruins. Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece, Oxford University Press