Του Άγγελου Γονιδέλη,
To 210 μ.Χ. βρίσκει τον εξηντατετράχρονο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο να εκστρατεύει στη Σκωτία κατά των διάφορων φυλών της περιοχής, μαζί με τους δύο γιους του, Καρακάλλα και Γέτα. Αν και ο πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και Σκωτσέζων χαρακτηρίζεται από στυγνή γενοκτονία από τους μεν και τρομερό ανταρτοπόλεμο από τους δε, για τον αυτοκράτορα είναι ταξίδι αναψυχής. Ο Σεβήρος, έχοντας περάσει τα νεανικά του χρόνια ως στρατηγός, πάντα έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία για τη στρατιωτική ζωή. Για τους γιους του ωστόσο, που ήταν γεννημένοι στην ασυδοσία της αριστοκρατικής Ρώμης, η στρατιωτική ζωή -ιδιαίτερα στη μουντή, υγρή και άγρια Σκωτία- δεν ήταν τίποτα παρά αγγαρεία. Ακόμα χειρότερη για τα δυο αδέλφια ήταν η παρουσία του ενός για τον άλλον, καθώς και τα δυο από νωρίς ανέπτυξαν έντονα εχθρικά αισθήματα. Στα ενήλικά τους χρόνια, έχοντας ήδη τεταμένη σχέση, το ζήτημα της κληρονομίας ενέτεινε την αντιπαλότητά τους ακόμα πιο πολύ. Ο Καρακάλλας, όντας μεγαλύτερος, διεκδικούσε καθολική εξουσία, βάσει του νόμου πρωτοτοκίας. Αντίθετα, ο Γέτας κατάφερε να προσεταιριστεί τον στρατό, ο οποίος είχε φέρει στην εξουσία την οικογένειά του και στην τελική όριζε ποιος θα είναι αυτοκράτορας. Ο γέρος αυτοκράτορας, γνωρίζοντας ότι η ώρα του έρχεται, ήλπιζε να συμφιλιώσει τους γιους του στην εκστρατεία και να κληροδοτήσει την εξουσία του και στους δυο. Στις τελευταίες του ώρες, παρακάλεσε τους γιους του να συμφιλιωθούν και ανακοίνωσε στον στρατό την από κοινού στέψη τους ως αυτοκράτορες. Ο Σεβήρος πέθανε λίγο μετά, στις 22 Φεβρουάριου του 211 μ.Χ.
Για τους δυο γιους, ο θάνατος του πατέρα τους σήμανε το χαρμόσυνο γεγονός του τερματισμού της εκστρατείας. Αφήνοντας τη μίζερη Σκωτία, ξεκίνησαν βιαστικά για τη Ρώμη, όπου το κρασί, ο τζόγος και οι γυναίκες τούς περίμεναν. Στην επιστροφή τους έγινε εμφανές ότι δεν είχαν κανέναν σκοπό να συμφιλιωθούν, όπως ήθελε ο πατέρας τους. Ποτέ δεν έμειναν κάτω από την ίδια στέγη, ούτε δείπνησαν μαζί. Φτάνοντας στη Ρώμη, γρήγορα χώρισαν το παλάτι, οχυρώνοντας την κάθε πλευρά κατά της άλλης, ενώ οι φρουρές ήταν σε συνεχή επαγρύπνηση. Οι δυο αυτοκράτορες ποτέ δεν συναντιόντουσαν, άμα δεν συνοδευόταν ο καθένας από πλήθος φρουρών. Ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να χωρίζεται στα δυο, ανάμεσα σε υποστηρικτές του Γέτα και του Καρακάλλα.
Η μητέρα τους, Ιουλία Δόμνα, γυναίκα χαρισματική από κάθε άποψη, έβλεπε την κρίση να πλησιάζει και επιχείρησε να συμφιλιώσει τα δυο αδέλφια για το καλό της δυναστείας και της αυτοκρατορίας. Οι τρεις τους συναντήθηκαν στο δωμάτιο της μητέρας τους, προκειμένου να αποφύγουν τη ρήξη. Η συνομιλία τους διακόπηκε από οπλισμένους στρατιώτες που εισέβαλαν στον χώρο και επιτέθηκαν στον Γέτα, σφάζοντάς τον, με τον Καρακάλλα να τους παροτρύνει και να τους βοηθάει. Η Ιουλία, παρά την προσπάθειά της να προστατέψει το παιδί της, δεν κατάφερε παρά να πληγωθεί και η ίδια, ενώ ο Γέτας πέθανε στην αγκαλιά της. Αν και ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε, είναι σχεδόν σίγουρο πως η δολοφονία οργανώθηκε από τον Καρακάλλα.
Αυτός, προσποιούμενος τον επιζώντα μιας σατανικής απόπειρας δολοφονίας, έτρεξε στο στρατόπεδο της φρουράς, «ταραγμένος» και «συντετριμμένος». Κάλεσε τους φρουρούς να τον προστατέψουν από τους συνωμότες που «στάλθηκαν να σκοτώσουν το ίδιο και τον άτυχο αδελφό του». Oι ικεσίες του συνοδεύτηκαν από πλουσιοπάροχες δωροδοκίες, που κέρδισαν ολοκληρωτικά την πίστη της φρουράς. Με αυτήν να τον ακολουθεί, ο Καρακάλλας εισήλθε στη Σύγκλητο, όπου ανακηρύχθηκε μοναδικός αυτοκράτορας.
Παρά την τιμητική του κηδεία, ο Γέτας δεν θα γλίτωνε ούτε νεκρός από το μίσος του αδελφού του. Ο Gibbon αναφέρει ότι ο Καρακάλλας, υποφέροντας από ενοχές, αντί για μετάνοια, επιτέθηκε στην πηγή αυτών των συναισθημάτων, δηλαδή στη μνήμη του δολοφονημένου αδελφού του. Στην κηδεία του Γέτα απαγόρευσε σε όλους, ακόμα και στην ίδια του τη μητέρα, να δείξει σημάδια θρήνου. Το όνομα και το πρόσωπο του Γέτα διατάχθηκε να αφαιρεθεί από όλα τα ιστορικά αρχεία, νομίσματα, εικόνες, κ.λπ. Τέλος, όλοι οι φίλοι, γνωστοί, υπηρέτες και όσοι είχαν διοριστεί από τον Γέτα εκτελέστηκαν. Ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στον τρομακτικό αριθμό των 20.000.
Έναν χρόνο μετά, ο Καρακάλλας θα έφευγε από την πρωτεύουσα για μια μεγάλη περιοδεία των επαρχιών, κατά την οποία θα κέρδιζε το προσωνύμιο «Ο Κοινός Εχθρός της Ανθρωπότητας». H διεστραμμένη του προσωπικότητα κέρδιζε γρήγορα το μίσος κάθε κάτοικου της Αυτοκρατορίας, φτωχού και πλουσίου, Ρωμαίου και μη. Στις πόλεις όπου πήγαινε, διέταζε την ανέγερση πανάκριβων παλατιών, θεάτρων κ.λπ., τα οποία ποτέ δεν επισκεπτόταν ξανά μετά την ολοκλήρωσή τους, ή διέταζε κατευθείαν να κατεδαφιστούν. Πάντα πιστός στα διδάγματα του πατέρα του, όσα δεν είχαν σχέση με την αδελφική αγάπη και την ενάρετη ζωή τουλάχιστον, ο Καρακάλλας ανέβασε τον μισθό των στρατιωτών κατά 50%, επιβαρύνοντας την κρατική οικονομία. Για να αποφύγει τη χρεοκοπία ωστόσο, επέκτεινε τη ρωμαϊκή ιθαγένεια σε όλους τους κατοίκους του κράτους. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας ευγενικής αίσθησης ισότητας, αλλά ένα μέσο να φορολογήσει στο έπακρο τους υποτελείς του.
Στην εξωτερική του πολιτική αποδείχθηκε το ίδιο καταστροφικός. Ξεκίνησε εκστρατείες κατά των πρόσφατα ειρηνευμένων Γερμανών. Την αναστάτωση στα σύνορα την ολοκλήρωσε με την καταστροφή μιας συμμαχικής γερμανικής φυλής. Έχοντας αποσταθεροποιήσει επιτυχώς τα σύνορα του Ρήνου, ο Καρακάλλας έστρεψε τα μάτια του στην επίσης ειρηνευμένη Ανατολή. Εκεί η μεγάλη αυτοκρατορία των Περσών, πάντα ικανή να δώσει ισχυρά χτυπήματα στη Ρώμη, καθόταν για την ώρα ήρεμη. Ο Αυτοκράτορας, όμως, γνωρίζοντας ότι η ειρήνη είναι για τους αδύναμους, ξεκίνησε επεισόδια στα σύνορα, προκαλώντας την περσική ισχύ. Ωστόσο, πάντα ο μέγας «ειρηνοποιός», ο Καρακάλλας κάλεσε τον Πέρση βασιλιά Αρταβάνη για διαπραγματεύσεις. Όταν αυτός ήρθε άοπλος, ο «τίμιος» Καρακάλλας επιτέθηκε στη συνοδεία του, σκοτώνοντας τους πάντες εκτός από τον εξοργισμένο Αρταβάνη και μια μικρή συνοδεία που κατάφερε να ξεφύγει.
Ο Καρακάλλας έπειτα επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια, για να προσκυνήσει τον τάφο του Αλεξάνδρου. Στην πόλη, η φήμη του είχε φτάσει πριν από αυτόν και η συμμετοχή του στη δολοφονία του Γέτα ήταν πλέον διαδεδομένο αστείο. Μαθαίνοντας αυτό, ο «μεγαλόχυψος» αυτοκράτορας διέταξε τη σφαγή μεγάλου μέρους των κάτοικων της πόλης. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, σκλάβοι, περαστικοί έμποροι, όλοι σφαγιάστηκαν.
Επιστρέφοντας στη Συρία, για να προετοιμάσει τον πόλεμο κατά της Περσίας, ο Καρακάλλας έλαβε μέρος σε αρματοδρομίες. Όλες τις σημαντικές υποθέσεις τις παρέπεμψε στον Πραιτοριανό Λοχαγό, Οπίλιο Μακρίνο. Στα έγγραφα, ο Μακρίνος βρήκε αναφορές σχετικά με έναν μάντη στην Αφρική, ο οποίος προφήτευε μανιωδώς ότι ο Μακρίνος και οι γιοι θα γίνονταν αυτοκράτορες. Γνωρίζοντας την προκατάληψη του Καρακάλλα, καθώς και το ότι η προφητεία θα έβαζε αμέσως τον Μακρίνο αντίζηλό του, ο Λοχαγός απέκρυψε την αναφορά από τον Καρακάλλα, ενώ ταυτόχρονα οργάνωσε τη δολοφονία του. Όταν η αυτοκρατορική πομπή συνέχισε την πορεία της, ο Καρακάλλας αποφάσισε να σταματήσει για να εκτελέσει ορισμένες φυσικές ανάγκες, σε απόσταση από την πομπή. Κατά τη διάρκεια της διεκπεραίωσης των αναγκών του, ένας από τους φρουρούς του τον πλησίασε και τον μαχαίρωσε. Ο δολοφόνος πέθανε αμέσως από τους υπόλοιπους φρουρούς. Ο Μακρίνος παραδόξως ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό, εκπληρώνοντας την προφητεία.
Σπάνια συναντάει κανείς μια φιγούρα όπως αυτή του Καρακάλλα. Τρομακτικά βίαιος και σκληρός, η βασιλεία του κατάφερε μόνο να αποσταθεροποιήσει την αυτοκρατορία που σταθεροποίησε ο πατέρας του. Το μοναδικό του επίτευγμα ήταν η δημιουργία των «Λουτρών του Καρακάλλα», ενός πολυτελούς συμπλέγματος λουτρών, το οποίο διασώζεται και λειτουργεί έως και σήμερα στη Ρώμη. Η αυτοκρατορία φαίνεται να κρατήθηκε χάρη στις προσπάθειες της μητέρας του, η οποία από τα παρασκήνια προσπαθούσε να περισώσει ό,τι κατέστρεφε ο γιος της. Η βασιλεία του είναι κομβική, καθώς εξασφάλισε την αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας, η οποία πρόκειται να περάσει μια σχεδόν θανατηφόρα κρίση τα επόμενα χρόνια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hurley, P. (2011), “Caracalla”. Από την ιστοσελίδα World History Encyclopedia, διαθέσιμο εδώ.
- Kolb, F. P., “Caracalla”. Από την ιστοσελίδα Britannica. Διαθέσιμο εδώ.
- Rodgers, N. (2008), Roman Empire, New York: MetroBooks.
- Gibbon, E. (1776–1789), The History of the Decline and Fall of The Roman Empire,
Strahan & Cadell, London.