Του Βασίλη Χουρσανίδη,
Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο είναι εκείνος ο κλάδος του δικαίου που ασχολείται διεξοδικά με το φαινόμενο των ιδιωτικών σχέσεων, που παρουσιάζουν σύνδεση με περισσότερα από ένα κράτη και, άρα, δημιουργούν μία «σύγκρουση» εθνικών δικαίων. Συγκεκριμένα, ασχολείται, μεταξύ άλλων, με το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου και της δικαιοδοσίας σε ιδιωτικές σχέσεις, όταν αυτές έχουν στοιχεία αλλοδαπότητας και, συνεπώς, τίθεται το ερώτημα ποιο από τα περισσότερα εθνικά δίκαια είναι αυτό που θα εφαρμοστεί για την επίλυση μίας διαφοράς, που ανακύπτει στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, και τα δικαστήρια ποιων από τα εμπλεκόμενα κράτη είναι αυτά που έχουν την εξουσία εκδίκασής της.
Στο πεδίο αυτό, είναι βασικό να γίνει αντιληπτό ότι, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, κάθε κράτος διέθετε το δικό του πλέγμα κανόνων για τα ζητήματα αυτά, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται ίδιες ρυθμίσεις και, άρα, ίδιες λύσεις στα προβλήματα αυτά. Με τη σταδιακή (και σήμερα εκτεταμένη) επιρροή του δικαίου της ευρωπαϊκής ένωσης και διαφόρων διεθνών συμβάσεων, η ποικιλομορφία ρυθμίσεων και λύσεων άρχισε να περιορίζεται και, πλέον, παρατηρείται μία ευρεία σύγκλιση και στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Όπως σε κάθε άλλο κλάδο, έτσι και στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν λείπουν φαινόμενα καταστρατήγησης των κανόνων του από τους ενδιαφερόμενους. Συγκεκριμένα, στον τομέα αυτό παρατηρούνται δύο μορφές καταστρατήγησης, η καταστρατήγηση δικαίου (fraus legis) και η καταστρατήγηση διεθνούς δικαιοδοσίας (forum shopping). Καταρχάς, νόμιμές πρακτικές που, στην ουσία, συνιστούν εκμετάλλευση των νόμιμων μηχανισμών (πρακτικά ένα είδος εκμετάλλευσης προς ίδιον όφελος των ρυθμίσεων που καταστρατηγούνται), οι οποίες, όμως, καθίστανται παράνομες λόγω της σκοπιμότητας που τις χαρακτηρίζει (και η οποία είναι πρακτικά δύσκολο να αποδειχθεί) και των μη ανεκτών, συνεπώς, αποτελεσμάτων τους.
Για καταστρατήγηση δικαίου γίνεται λόγος, όταν κάποιο πρόσωπο μεταβάλλει τα πραγματικά δεδομένα (π.χ. αποκτά ιθαγένεια συγκεκριμένου κράτους, μεταβάλλει τον τόπο συνήθους διαμονής του), ώστε σε μία σχέση, στην οποία μετέχει και η οποία παρουσιάζει κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, να εφαρμοστεί ένα δίκαιο το οποίο δεν θα εφαρμοζόταν χωρίς αυτή τη μεταβολή και να αποκλειστεί ένα άλλο, λιγότερο ευνοϊκό, για τον ίδιο, δίκαιο, το οποίο, όμως, θα εφαρμοζόταν αν δεν γινόταν η μεταβολή αυτή. Και όλα αυτά, όπως ειπώθηκε, όταν υπάρχει, ακριβώς, αυτή η στόχευση, δηλαδή όταν η μεταβολή των δεδομένων δεν εκφράζει κάποια σοβαρή πρόθεση του εμπλεκομένου, αλλά αποβλέπει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην αποφυγή ενός δικαίου απαγορευτικού ή λιγότερο ευνοϊκού για τα συμφέροντά του.
Κατά αντίστοιχο τρόπο, για καταστρατήγηση διεθνούς δικαιοδοσίας (δικαστηρίου) κάνουμε λόγο, όταν σκόπιμα μεταβάλλει κανείς τα πραγματικά δεδομένα, ώστε να αποκτήσουν δικαιοδοσία (εξουσία κρίσης) τα δικαστήρια ενός κράτους στη θέση κάποιου άλλου, και όλα αυτά διότι το νομικό καθεστώς του κράτους αυτού είναι ευνοϊκότερο, τουλάχιστον σε κάποιες κρίσιμες, για τον ενδιαφερόμενο, πτυχές του, από αυτό του κράτους το οποίο «αποξενώνεται» και το οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε τη δικαιοδοσία.
Και οι δύο συμπεριφορές αποδοκιμάζονται και επισύρουν «κυρώσεις», γιατί διαστρεβλώνουν την τάξη, προς όφελος κάποιου προσώπου. Συγκεκριμένα, η κύρωση σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι ότι η μεταβολή των δεδομένων θεωρείται σαν να μην έγινε, άρα σε επίπεδο εφαρμοστέου δικαίου εφαρμόζεται εκείνο το δίκαιο που θα εφαρμοζόταν κανονικά, χωρίς, δηλαδή, αυτή τη μεταβολή, και σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας διατηρείται η δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων που αποκλείστηκαν και αποκλείεται η δικαιοδοσία των δικαστηρίων που θεμελιώθηκε μέσω αυτής της συμπεριφοράς. Αν, παραδείγματος χάριν, απέκτησε κανείς προσχηματικά την ιθαγένεια ενός κράτους (μέσω πολιτογράφησης), το οποίο θεωρεί την ιθαγένεια ως κρίσιμο στοιχείο για την εφαρμογή του δικού του δικαίου και τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του σε μία κατηγορία ιδιωτικών σχέσεων που έχουν στοιχεία αλλοδαπότητας, τότε η απόκτηση της ιθαγένειας αυτού του κράτους θα πρέπει να μη ληφθεί υπόψιν από τα δικαστήρια του, αν γίνει προσφυγή σε αυτά, και να απορριφθεί οποιαδήποτε εξουσία τους στη συγκεκριμένη υπόθεση, ώστε να παραμείνουν αρμόδια τα δικαστήρια άλλου κράτους, που εξ’ αρχής (δηλαδή και πριν τη μεταβολή αυτή των δεδομένων) ήταν αρμόδια.
Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι και στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου δεν είναι καθόλου απίθανη μία καταστρατήγηση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου, όπως ακριβώς αυτή μπορεί να εμφανιστεί και στο εσωτερικό δίκαιο κάθε χώρας με συμπεριφορές, όπως η πλέον κλασική περίπτωση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης εταιριών και εν γένει νομικών προσώπων, προς αποφυγή προσωπικής ευθύνης ορισμένου φυσικού προσώπου, το οποίο «κρύβεται» πίσω από την εταιρία/νομικό πρόσωπο, ενεργώντας επί της ουσίας για τον εαυτό του. Τέτοιου είδους πρακτικές αποδοκιμάζονται σε κάθε επίπεδο, άρα και στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ιδιωτικο διεθνές δίκαιο, Χάρης Παμπούκης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020