Του Θανάση Κουκόπουλου,
Η εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν ήταν υποχρεωτική και οι κρατικές παρεμβάσεις σε αυτήν ούτε έντονες ούτε συνεχείς. Επομένως, ως επί το πλείστον βασιζόταν σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Εξαίρεση αποτελούσε το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πανεπιστήμιο». Ιδρύθηκε, όπως φαίνεται, από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο (βασιλεία: 337-361) και ονομαζόταν «Μέγα Διδασκαλείον». Κατά την περίοδο της εικονομαχίας (726-843) πρέπει να παρήκμασε λόγω της γενικότερης αναστάτωσης και των διώξεων.
Ωστόσο, η περίοδος μετά την επικράτηση των Ορθοδόξων αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό για την ανάπτυξη του πολιτισμού. Και ένας αδίστακτος μεν αξιωματούχος, αλλά μεγάλος πάτρωνας των γραμμάτων, ο Καίσαρας Βάρδας, θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867), έκανε το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αποφασίζοντας να επανιδρύσει το πανεπιστήμιο της Βασιλεύουσας.
Ως χώρος στέγασης του κρατικού ιδρύματος επελέγη η Μαγναύρα, τμήμα του συγκροτήματος του λεγόμενου «Μεγάλου ή Ιερού Παλατίου» της Κωνσταντινούπολης στο νοτιοανατολικό άκρο της πρωτεύουσας. Η ονομασία ίσως προέρχεται από τις λατινικές λέξεις “magna aula” (μεγάλη αυλή) ή “magna aura” (μεγάλη χρυσή). Θεωρείται ότι το αρχικό κτίσμα ανήκει στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αν και κάποιοι το τοποθετούν χρονολογικά μετά το 360. Ανακατασκευάστηκε από τον Ιουστινιανό μετά το 532. Έχει ταυτιστεί και με το κτίριο της Συγκλήτου.
Εδώ βρισκόταν και η αίθουσα του λεγόμενου «σολομώντειου θρόνου» με το επιχρυσωμένο δέντρο και τα επιχρυσωμένα χάλκινα πουλιά που κελαηδούσαν. Σε αυτόν τον χώρο, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες υποδέχονταν τους ξένους πρεσβευτές. Μία περιγραφή της υποδοχής κάποιων Αράβων απεσταλμένων, η οποία πραγματοποιήθηκε το 946, έχει θεωρηθεί ως ένδειξη πως το κτίριο με την αίθουσα του θρόνου δεν είχε σχήμα βασιλικής, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται και κάποια μεταγενέστερη της εποχής του Ιουστινιανού ανακατασκευή, terminus post quem της οποίας, βάσει της εμφάνισης του αρχιτεκτονικού αυτού τύπου, είναι τα τέλη 9ου-αρχές 10ου αιώνα. Η Μαγναύρα διέθετε ειδικό υπάλληλο, που ήταν κλειδοκράτορας και υπεύθυνος για κάθε πρακτικό ζήτημα σχετικό με το κτίριο (καθαριότητα, φωτισμό κ.α.) και ονομαζόταν παπίας. Στην υπηρεσία του τίθεντο θαλαμηπόλοι, οι λεγόμενοι διαιτάριοι.
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Σχολής της Μαγναύρας δεν είναι γνωστή και τοποθετείται γύρω στα 850-856. Όπως γράφει ο Συνεχιστής του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή (10ος αιώνας): «Προσπάθησε και κατόρθωσε (ο Βάρδας) να ανθίσει την πρακτική της μάθησης και πάλι στη Μαγναύρα και υπερηφανευόταν για την αποκατάσταση της ακμής της». Την πρυτανεία του πανεπιστημίου ανέλαβε ένας ήδη καταξιωμένος λόγιος και –θα λέγαμε– πανεπιστήμων, ο οποίος είχε διατελέσει και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός. Παράλληλα, διηύθυνε και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Επικεφαλής του τμήματος γεωμετρίας τέθηκε ένας μαθητής του Λέοντος, ο Θεόδωρος, της αστρονομίας ο Θεοδήγιος και της γραμματικής ο Κομητάς. Κατά τον Κεδρηνό ο επικεφαλής του τμήματος της γεωμετρίας δεν ονομαζόταν Θεόδωρος, αλλά Σέργιος.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο τμήμα της γραμματικής και στον Κομητά. Το τμήμα αυτό («τῆς τὰς φωνὰς ἐξελληνιζούσης γραμματικῆς» κατά τον Συνεχιστή του Θεοφάνη) είχε ως σκοπό να διδάσκει την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας. Για τον δε Κομητά μία περίφημη συλλογή επιγραμμάτων (σύντομων έμμετρων επιγραφών), η Παλατινή Ανθολογία, μας πληροφορεί ότι ειδικευόταν στον Όμηρο. Έτσι, ο ελληνικός πολιτισμός και η κλασική παράδοση για πολλοστή φορά αναδεικνύονταν ως αναπόσπαστο στοιχείο, κέντρο και βάση της ταυτότητας του Βυζαντίου, γεγονός που καταδεικνύει μία συνέχεια και δικαιολογεί την ένταξη της αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της μελέτης της Ελληνικής Ιστορίας.
Όσον αφορά τη Γεωμετρία, θεωρούνταν ωφέλιμη αφενός ως θεωρητική επιστήμη, διότι πρόσφερε νοητική καλλιέργεια και αποτελούσε προθάλαμο για τη Φιλοσοφία, ενώ αφετέρου είχε και πρακτική εφαρμογή (π.χ. στην Αγρονομία, τη Μηχανική κ.α.). Σε θεολογικές ή φιλοσοφικές αναζητήσεις αντλούνταν παραδείγματα από τη Γεωμετρία και παραλληλίζονταν με την ψυχή του ανθρώπου. Στο Βυζάντιο η επιστήμη αυτή διδασκόταν βασισμένη στο έργο Στοιχεῖα του Ευκλείδη και με τη χρήση εποπτικών μέσων.
Η αστρονομία διδασκόταν βασισμένη κυρίως στο έργο του Κλαυδίου Πτολεμαίου Μαθηματική Σύνταξις (c. 100 μ.Χ.). Οι Βυζαντινοί αντέγραψαν και σχολίασαν τα έργα του Πτολεμαίου. Μάλιστα, μεταξύ άλλων, και ο Λέων ο Φιλόσοφος ασχολήθηκε με τον σχολιασμό, την έκδοση και την αντιγραφή έργων του. Οι Βυζαντινοί, επίσης, συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη της αστρονομίας με τη συγγραφή σχετικών πραγματειών, αλλά και με την κατασκευή εποπτικών μέσων και οργάνων (π.χ. βελτιωμένου αστρολάβου). Η ίδρυση ξεχωριστής έδρας αστρονομίας στη Μαγναύρα σήμανε και την αναζωογόνηση της μελέτης της.
Η φοίτηση στο πανεπιστήμιο ήταν δωρεάν και διαρκούσε πέντε χρόνια. Οι ηλικίες των σπουδαστών κυμαίνονταν μεταξύ 16 και 20 ετών, ενώ οι ίδιοι ονομάζονταν φοιτηταὶ ή μαθηταὶ. Οι καθηγητές τιτλοφορούνταν ως μάγιστροι, μαγίστορες, μαΐστορες ή διδάσκαλοι. Από τη σχολή αποφοίτησαν σημαντικά πρόσωπα της εποχής, όπως ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας, ο οποίος ασχολήθηκε με τον σχολιασμό, τη μελέτη και την έκδοση φιλοσοφικών, κλασικών και θεολογικών κειμένων (π.χ. Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Ευκλείδης, Μάρκος Αυρήλιος κ.ά.).
Μετά την πρώτη γενιά των καθηγητών, τα ίχνη της σχολής της Μαγναύρας χάνονται για κάποιο διάστημα. Ωστόσο, ένας συγγραφέας του 10ου αιώνα, ο Γενέσιος, μας διαφωτίζει σχετικά με την πορεία του πανεπιστημίου: «Τα σπέρματα της διδασκαλίας από τότε (δηλαδή την εποχή του Βάρδα) μέχρι και τώρα αυξήθηκαν και καρποφορούν ακόμα περισσότερο εις μνήμην εκείνου». Αυτή η αναφορά υποδηλώνει κατηγορηματικά μία αδιάκοπη συνέχεια της ζωής του πανεπιστημίου.
Επιπρόσθετα, γνωρίζουμε ότι ο εγκυκλοπαιδιστής και λόγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (944-959) ενίσχυσε σημαντικά τη σχολή. Κάποιοι, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι την επανίδρυσε, αλλά η μαρτυρία του Γενεσίου μάλλον πρέπει να θεωρηθεί πειστική. Αυτή τη φορά στη θέση της γραμματικής απαντάται έδρα ρητορικής. Στο Βυζάντιο τη θεωρούσαν γενικά κατώτερη από τη Φιλοσοφία, η οποία νοούνταν ως επιστήμη, ενώ η Ρητορική ως τέχνη. Η σπουδή της, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής για επαγγελματικούς λόγους, καθώς πρόσφερε αποκατάσταση στη δημόσια διοίκηση. Διδασκόταν βασισμένη στα εγχειρίδια ρητορικής του Ερμογένη και του Αιλίου Αριστείδη (2ος αι. μ.Χ.), του Μένανδρου (3ος αι. μ.Χ.) και του Αφθονίου (4ος αι. μ.Χ.). Η διδασκαλία της ακολουθούσε ένα αυστηρά καθορισμένο και λεπτομερές πρόγραμμα σπουδών που ξεκινούσε από πιο απλά είδη ασκήσεων και κορυφωνόταν με τα πιο περίπλοκα. Μετά από τη βασική ορολογία οι μαθητές διδάσκονταν με τη σειρά: α) μύθο, β) διήγηση, γ) χρεία, δ) γνώμη, ε) ανασκευή-κατασκευή, στ) κοινούς τόπους, ζ) εγκώμιο, η) σύγκριση, θ) ηθοποιία, ι) έκφραση, ια) θέση, ιβ) νόμου εισφορά.
Όσον αφορά τη στελέχωση, υπεύθυνος της Φιλοσοφικής Σχολής και πρύτανης διορίστηκε από τον ίδιο τον Πορφυρογέννητο ο πρωτοσπαθάριος Κωνσταντίνος, της έδρας της Ρητορικής ο μητροπολίτης Νικαίας Αλέξιος, της Γεωμετρίας ο πατρίκιος Νικηφόρος και της Αστρονομίας ο ασηκρήτης Γρηγόριος. Ο αυτοκράτορας, μάλιστα, επεδείκνυε έμπρακτο ενδιαφέρον για τους φοιτητές. Συμμετείχε στα γεύματά τους, τους παρείχε οικονομική στήριξη, αλλά και συμβουλές. Έτσι, μπόρεσε να διαλέξει τους κατάλληλους ανθρώπους για τις κατάλληλες θέσεις στη διοίκηση.
Δεν είναι βέβαιη η μετέπειτα πορεία της Σχολής της Μαγναύρας. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) καταγράφεται ότι ίδρυσε μία Φιλοσοφική Σχολή, η οποία εικάζεται ότι στεγάστηκε και πάλι στη Μαγναύρα, αλλά γι’ αυτό δεν είμαστε σίγουροι, καθότι οι πληροφορίες είναι πενιχρές. Αυτό πάντως δείχνει ότι η σχολή του Βάρδα κάποια στιγμή είχε παρακμάσει. Η σχολή του Μονομάχου, από την άλλη, κατά πάσα πιθανότητα σταμάτησε τη λειτουργία της λόγω της άλωσης του 1204.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1996), Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας.
- Κούτουλας, Διαμαντής (2006), Flora-Άνθουσα: Μυστική Κωνσταντινούπολη, Αθήνα: Εκδ. Έσοπτρον.
- Lemerle, Paul (2010), Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός: Σημειώσεις και Παρατηρήσεις για την Εκπαίδευση και την Παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, μτφρ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)
- byzantium1200.com, Σημειώσεις διδάκτορα βυζαντινής ιστορίας Γεωργίου Χατζέλη. Διαθέσιμο εδώ