Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Το διεθνές δίκαιο σίγουρα δεν είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς, όταν γίνεται αναφορά σε νόμους ή τη νομική επιστήμη γενικότερα. Κι όμως, όπως έχουμε δει και στο παρελθόν, ορισμένες από τις υποθέσεις που απασχόλησαν τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα παρουσιάζουν, μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γνωρίζουμε, ήδη, ότι το διεθνές δίκαιο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη νομολογία. Σήμερα, λοιπόν, σας παρουσιάζω μια υπόθεση που έκλεισε πρόσφατα τα 50 χρόνια από τότε που απασχόλησε, για πρώτη φορά, τη νομική επιστήμη, και συνεχίζει να συζητείται με αμείωτο ενδιαφέρον, για τους λόγους που θα δούμε στη συνέχεια. Και το όνομα αυτής: Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited (Belgium v. Spain), ή όπως σήμερα θα τη θυμηθεί ο φοιτητής Νομικής: Barcelona Traction.
Η Barcelona Traction, Light and Power Co. Ltd., (την οποία φτάσαμε όλοι να γνωρίζουμε ως Barcelona Traction) ήταν μια καναδική εταιρεία. Το μεγαλύτερο μέρος του μετοχικού της κεφαλαίου ανήκε σε Βέλγους υπηκόους. Η Barcelona Traction κατείχε, επίσης, τις μετοχές πολλών άλλων εταιρειών, ορισμένες από τις οποίες λειτουργούσαν στην Ισπανία, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία. Η λειτουργία της επιχείρησης ήταν ότι παρήγαγε και παρείχε ηλεκτρική ενέργεια στην Ισπανία. Αν και δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στην Ισπανία, η εταιρεία είχε ιδρυθεί στον Καναδά και διατηρούσε την έδρα της στο Τορόντο.
Η ιστορία μας αρχίζει από πολύ παλιά, και συγκεκριμένα από τον Ισπανικό Εμφύλιο. Η εταιρεία είχε πωλήσει ομόλογα σε μη Ισπανούς πολίτες, που διέμεναν εκτός της χώρας. Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936 – 1939), η κυβέρνηση της Ισπανίας αρνήθηκε να επιτρέψει στην Barcelona Traction να μεταφέρει νόμισμα από την Ισπανία στο εξωτερικό για να πληρώσει τους τόκους στους ομολογιούχους, με αποτέλεσμα αυτοί να μην πληρωθούν ποτέ. Το 1948, αρκετοί Ισπανοί αγόρασαν μερικά από τα ομόλογα αυτά και στη συνέχεια άσκησαν μήνυση σε ισπανικό δικαστήριο, ζητώντας να κηρυχθεί η Barcelona Traction σε πτώχευση, επειδή δεν είχε καταβάλει τους τόκους των ομολόγων. Το δικαστήριο το έπραξε και, μετά από πολλές προτάσεις και προσφυγές, όλα τα περιουσιακά στοιχεία στην Ισπανία, που ανήκαν στην εταιρεία, τελικά, πουλήθηκαν με δημόσιο πλειστηριασμό, το 1952. Τα έσοδα από την πώληση διανεμήθηκαν στους πιστωτές και μόνο ένα πολύ μικρό ποσό επρόκειτο να καταβληθεί στους μετόχους. Στη συνέχεια, οι μέτοχοι ζήτησαν τη βοήθεια των κρατών καταγωγής τους, προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερο διακανονισμό.
Ο Καναδάς, μεταξύ άλλων κρατών, παραπονέθηκε στην Ισπανία για κακοδικία και για παραβίαση ορισμένων συνθηκών που ισχυρίστηκε ότι ίσχυαν. Ο Καναδάς, ωστόσο, τελικά, συμφώνησε ότι η Ισπανία ενήργησε σωστά, όταν δεν επέτρεψε στην Barcelona Traction να μεταφέρει νομίσματα στο εξωτερικό και αργότερα κήρυξε την εταιρεία σε πτώχευση. Αντίθετα, το Βέλγιο ενδιαφέρθηκε για το θέμα, επειδή οι Βέλγοι κατείχαν το 88% των μετοχών της Barcelona Traction και, σε αντίθεση με τον Καναδά, δεν επρόκειτο να κάνει πίσω. Το Βέλγιο αμφισβήτησε ότι η Ισπανία είχε ενεργήσει σύννομα και, αφού η Ισπανία έγινε μέλος των Ηνωμένων Εθνών, το 1955, το Βέλγιο υπέβαλε καταγγελία ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, το 1958. Η διαδικασία ανεστάλη και στη συνέχεια διακόπηκε, ενώ εκπρόσωποι ιδιωτικών συμφερόντων από τις πλευρές των ενδιαφερομένων συνέχισαν τις διαπραγματεύσεις. Όταν οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν, το Βέλγιο υπέβαλε νέα αίτηση στο Δικαστήριο, το 1962.
Η Ισπανία αντιτάχθηκε αμέσως, υποστηρίζοντας ότι το Βέλγιο δεν μπορούσε να εκπροσωπεί τη Barcelona Traction ή τους μετόχους της, επειδή η Barcelona Traction ήταν καναδική εταιρεία. Και εδώ ακριβώς βρέθηκε το πρόβλημα που κλήθηκε να επιλύσει το Δικαστήριο.
Η πρώτη και η δεύτερη προκαταρκτική ένσταση των Ισπανών ήταν ότι η παύση της προηγούμενης διαδικασίας από το Βέλγιο είχε αποκλείσει την άσκηση της παρούσας διαδικασίας και ότι, συνεπώς, το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποφανθεί επί των βελγικών αξιώσεων. Η τρίτη και βασική προκαταρκτική ένσταση που υπέβαλε η Ισπανία ήταν ότι η βελγική κυβέρνηση δεν είχε την ικανότητα να υποβάλει αξιώσεις για ενέργειες που έγιναν εναντίον καναδικής εταιρείας, ακόμη και αν οι μέτοχοι ήταν Βέλγοι. Με άλλα λόγια, η βελγική κυβέρνηση δεν είχε το jus standi. Η τέταρτη προκαταρκτική ένσταση που προέβαλε η ισπανική κυβέρνηση ήταν ότι τα τοπικά ένδικα μέσα που ήταν διαθέσιμα στην Ισπανία δεν είχαν εξαντληθεί.
Με λίγα λόγια, το κρινόμενο ζήτημα στην υπόθεση ήταν το αν το Βέλγιο είχε locus standi, θέμα που σχετίζεται άμεσα και με το κατά πόσο η εταιρεία και οι μέτοχοί της είναι ξεχωριστές νομικές οντότητες. Το ερώτημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Μπορεί ένα κράτος να επεκτείνει τη διπλωματική προστασία στους υπηκόους του που είναι μέτοχοι σε εταιρεία, που έχει συσταθεί σε άλλο κράτος, εάν θίγονται τα συμφέροντα των μετόχων, ως αποτέλεσμα αδικήματος που διαπράχθηκε σε βάρος της εταιρείας;
Το Δικαστήριο (εδώ εννοείται το μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο) παρατήρησε ότι η υιοθέτηση της θεωρίας της διπλωματικής προστασίας των μετόχων θα άνοιγε τις πόρτες σε ανταγωνιστικές αξιώσεις από την πλευρά των διαφορετικών κρατών, γεγονός που θα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ανασφάλειας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η βελγική κυβέρνηση δεν είχε το jus standi στην παρούσα υπόθεση, και ως εκ τούτου δεν βρήκε κανένα λόγο να εξετάσει άλλες πτυχές της υπόθεσης. Πρόκειται για ακόμη μια υπόθεση από το διεθνές δίκαιο που κέρδισε για πάντα τη θέση της στα εγχειρίδια των σπουδαστών Νομικής και αποδεικνύει περίτρανα ότι ακόμη και γεγονότα που φαινομενικά δε σχετίζονται με το δίκαιο, μπορούν να το επηρεάσουν για πάντα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρούκουνας Ε. (2015), Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 2η έκδοση, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
- Case Analysis – Barcelona Traction Case, διαθέσιμο εδώ
- “Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited (Belgium v. Spain) (New Application: 1962)”, διαθέσιμο εδώ